Οταν ο Οργουελ έζησε τις κοινωνικές αδικίες

Το σατιρικό και σε μεγάλο βαθμό αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα «Ας σηκώσουμε ψηλά την ασπιδίστρα» του σπουδαίου συγγραφέα κυκλοφορεί σε νέα έκδοση.

Ο Τζορτζ Οργουελ πίστευε ότι το μεγαλύτερο μαρτύριο στο οποίο μπορεί να υποβάλει κάποιος ένα παιδί είναι να το στείλει σε ένα σχολείο όπου τα άλλα παιδιά θα είναι πιο πλούσια. Ο ίδιος το ήξερε πολύ καλά αυτό καθώς, αν και γεννήθηκε σε οικογένεια μεσαίας τάξης που αποτελούνταν από στρατιωτικούς της αγγλικής διοίκησης στη Βεγγάλη, κατάφερε να σπουδάσει στο Ιτον, «το πιο ακριβό και σνομπ σχολείο της Αγγλίας» όπως συνήθιζε να λέει, εξαιτίας μιας υποτροφίας που έλαβε.

Οταν το 1936 εκδόθηκε το μυθιστόρημα «Ας σηκώσουμε ψηλά την ασπιδίστρα» ο Οργουελ ήταν 33 χρόνων και είχε ήδη ζήσει δέκα ζωές. Είχε υπηρετήσει για έξι χρόνια (1922-28) στην αυτοκρατορική αστυνομία της Βιρμανίας, η οποία αποτελούσε διοικητικά μέρος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας των Ινδιών, απ’ όπου παραιτήθηκε όταν κατανόησε σε βάθος τη μεγάλη κοινωνική αδικία που συντελούνταν με την αποικιοκρατία. Φεύγοντας από τη Βιρμανία βρέθηκε το 1928 στο Παρίσι και στο Λονδίνο, όπου έζησε σε συνθήκες ακραίας φτώχειας και αναγκάστηκε να κάνει δουλειές του ποδαριού για να επιβιώσει.

Οι φτωχοί με τους φτωχούς

«Πάλι το χρήμα, όλα έχουν να κάνουν με το χρήμα. Οι ανθρώπινες σχέσεις αποτιμώνται σε χρήμα. Αν δεν έχετε λεφτά, οι άντρες δεν νοιάζονται για σας, οι γυναίκες δεν θα σας αγαπήσουν, δεν πρόκειται – κι αυτό γίνεται γιατί το να σε αγαπούν και να σε φροντίζουν είναι το τελευταίο που έχει σημασία. Και εντέλει έχουν δίκιο! Αφού είμαι άφραγκος, δεν αξίζω να μ’ αγαπούν. Ακόμη κι αν μιλώ με τη γλώσσα των ανθρώπων και των αγγέλων, αν δεν έχω χρήματα, δεν μιλώ ούτε ανθρώπινα ούτε αγγελικά» συλλογίζεται ο Γκόρντον Κάμστακ στο «Ας σηκώσουμε ψηλά την ασπιδίστρα».

Ο Γκόρντον είναι ένας 29χρονος ποιητής ο οποίος προσπαθεί να τα βγάλει πέρα εργαζόμενος σε ένα βιβλιοπωλείο στο Λονδίνο. Αναζητά απεγνωσμένα να χαράξει τον δικό του δρόμο, ωστόσο συνεχώς έρχεται αντιμέτωπος με τον τρόπο που το χρήμα λιπαίνει τα γρανάζια του συστήματος. Επιμένει να ακολουθήσει την οδό του πνεύματος, όμως η μάχη είναι άνιση. Ωστόσο δεν τρέφει αυταπάτες. Γνωρίζει πως το παιχνίδι είναι στημένο, ότι ουσιαστικά είναι ακατόρθωτο να αλλάξεις κοινωνική τάξη. Οι φτωχοί με τους φτωχούς και οι πλούσιοι με τους πλούσιους. «Σε μια χώρα σαν την Αγγλία είναι πιο εύκολο να μπεις σε μια κλειστή λέσχη σαν τη Λέσχη των Ιππέων από το ν’ αποκτήσεις κουλτούρα αν δεν διαθέτεις χρήμα» σκέφτεται.

Το σε μεγάλο βαθμό αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο Gollancz τον Απρίλιο του 1936 και τυπώθηκε σε τρεις χιλιάδες αντίτυπα, από τα οποία πουλήθηκαν σχεδόν 2.200, ενώ τα υπόλοιπα χάθηκαν σε αεροπορική επιδρομή. Προκειμένου να προχωρήσει η έκδοση ο Οργουελ κλήθηκε από δικηγόρο να κάνει τόσο δραστικές αλλαγές που όταν πλέον ολοκλήρωσε το γραπτό στη νέα του μορφή, σχεδόν το αποποιήθηκε και εμπόδισε την επανακυκλοφορία του όσο ήταν εν ζωή.

Φυτά εσωτερικού χώρου

Η ασπιδίστρα στην οποία αναφέρεται ο τίτλος είναι ένα φυτό εσωτερικού χώρου το οποίο γνώρισε μεγάλη δημοφιλία στη μεσαία τάξη της βικτοριανής Αγγλίας λόγω της ανθεκτικότητάς του στον κακής ποιότητας αέρα και τον ελάχιστο φωτισμό, όπως ακριβώς οι εργάτες που δημιούργησαν το θαύμα της βιομηχανικής επανάστασης. Στο βιβλίο του Οργουελ οι ασπιδίστρες είναι πανταχού παρούσες, υπενθυμίζοντάς του την κοινωνική του θέση αλλά και τις συμβάσεις που ορίζει για την τάξη του ο καθωσπρεπισμός. Οι ασπιδίστρες και το χρήμα είναι τα δύο πράγματα που σιχαίνεται όσο τίποτε άλλο ο Γκόρντον, ο οποίος πλησιάζει τα τριάντα χωρίς να έχει καταφέρει τίποτε σύμφωνα με την τρέχουσα κοινωνική αντίληψη περί επιτυχίας.

Προερχόμενος από «την πιο μίζερη κοινωνική τάξη, τη μεσοαστική, τους ακτήμονες των γαιοκτημόνων» φυτοζωεί με ένα μισθό που δεν του φτάνει ούτε για τα απαραίτητα. Με τα ελάχιστα χρήματα που διαθέτει έχει τη δυνατότητα να ζήσει σε ένα άθλιο και παγωμένο δωμάτιο που νοικιάζει στο σπίτι μιας ελεγκτικής γυναίκας, όπου «ο κακοφωτισμένος διάδρομος –στην ουσία είναι ένα πέρασμα– μυρίζει λάντζα, λάχανο, πετσέτες κουζίνας και κατουρίλα». Το μόνο που έχει καταφέρει στη ζωή του ο Γκόρντον ήταν να εκδώσει μια ποιητική συλλογή, τα «Ποντίκια», η οποία έχει διαβαστεί από ελάχιστους.

Παρά τις συνεχείς απογοητεύσεις δεν σταματά να διεκδικεί μια καλύτερη ζωή. Παρότι γνωρίζει πώς είναι φτιαγμένα τα πράγματα, βγαίνει στον δρόμο και κυνηγά το όνειρο. Αλλάζει δουλειά και σπίτι και καταφέρνει να κερδίσει περισσότερα χρήματα. Με κάθε τρόπο αναζητά να αποδράσει από την παγίδα που του έχει στήσει ένα ολόκληρο σύστημα. Θα καταφέρει άραγε να ξεφύγει από τις ασπιδίστρες που τον κυνηγούν σε όλη του τη ζωή;

INFO
Το βιβλίο «Ας σηκώσουμε ψηλά την ασπιδίστρα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αίολος σε μετάφραση Δημήτρη Καρακίτσου