Απόσπασμα από τη συνέντευξη του σκηνοθέτη Νίκου Κούνδουρου στον Αντώνη Μποσκοΐτη που μεταδόθηκε από το ραδιοφωνικό σταθμό Στο Κόκκινο 105,5 τον Ιούνιο του 2007
Τα χρόνια της εξορίας στο Παρίσι και το Λονδίνο βρισκόμουν κοντά στον Μάνο. Σκάρωνα το «Vortex ή Το πρόσωπο της Μέδουσας» κι εκείνος έδινε συναυλίες σ’ όλο τον κόσμο με τα τραγούδια του. Οι δίσκοι του έρχονταν στα χέρια μου και στέλνονταν στην Ελλάδα με διαφορετικά εξώφυλλα, καθώς ήταν απαγορευμένος. Η μοίρα το έφερε και στη Μεταπολίτευση δικές μου ζωγραφιές έντυσαν δίσκους του από την εξορία του στην Αρκαδία.
Ήταν ο κεντρικός ήρωας, θηρίο ανήμερο, ο πρωταγωνιστής στα «Τραγούδια της φωτιάς» που κινηματογράφησα σαν μια γιορτή της Μεταπολίτευσης. Όλοι οι τραγουδιστές ήταν κάτω από τα φτερά του, ακόμη και οι συνθέτες που τον είχαν κάπως σαν πατρική φιγούρα. Χαθήκαμε για χρόνια. Ξαναβρεθήκαμε στο σπίτι της Μαρίζας Κωχ, κάτω από την Ακρόπολη, λίγα μέτρα παραπέρα απ’ το δικό του. Φαγάκι σπιτικό, γλυκό κυδώνι και ελληνικός καφές. Και, φυσικά, τα πούρα που του είχε χαρίσει ο Φιντέλ Κάστρο και τα κουβαλούσε πάντα στην τσέπη του. Μόνο ελιές δεν ήθελε σε καμία περίπτωση στο τραπέζι. Τον ακούσαμε να λέει πως όταν βασανιζόταν στη Μπουμπουλίνας, είχε παραισθήσεις και τις ελιές που του έδιναν εκείνος τις έβλεπε για κατσαρίδες. Μεγάλες μαύρες φασιστικές κατσαρίδες. Βασικά δεν θυμάμαι ποιος άφηνε τον άλλον να μιλήσει ή το αντίθετο, διότι αν ήμασταν εγώ κι εκείνος σε τραπέζι, δεν υπήρχε περίπτωση να αφήναμε άλλον άνθρωπο να αρθρώσει λόγο. Είμαι υπερήφανος που διέσωσα τη φιγούρα του να διευθύνει τη Φαραντούρη στο «Γελαστό παιδί» και το κοινό να παραληρεί. Ίσως ο Γεωργουσόπουλος να μη χαρακτήριζε τα «Τραγούδια της φωτιάς», «εθνική κιβωτό», αν εκείνος απουσίαζε. Ο Μίκης είναι αδερφός, συνοδοιπόρος, σύντροφος, πατέρας, οικουμενικός, παγκόσμιος, Ελληνικός. Νιώθω πως ο Μίκης κι εγώ έχουμε μείνει να φυλάμε Θερμοπύλες. Ίσως βουβά κι αθόρυβα πλέον.