Όταν ο Νίκος Κούνδουρος έψησε ρέγγα έξω από το σπίτι της Μαρίζας Κωχ

Όταν ο Νίκος Κούνδουρος έψησε ρέγγα έξω από το σπίτι της Μαρίζας Κωχ

Μια ιστορία με πρωταγωνιστή τον σπουδαίο σκηνοθέτη που έφυγε σαν σήμερα πριν από επτά χρόνια.

Ήταν μεσημέρι μιας χειμωνιάτικης μέρας. Του 2002 λογικά, αφού είχα γνωρίσει σχετικά πρόσφατα τότε τον Νίκο Κούνδουρο μέσω της Μαρίζας Κωχ. Θυμάμαι ότι ένοιωθα δέος. Ένας Έλληνας σκηνοθέτης του οποίου η ταινία «Ο Δράκος», ήταν προπαίδεια για όλους όσοι ασχολούμασταν με τον κινηματογράφο, καθόταν απέναντι μου στο ίδιο τραπέζι και μιλούσαμε για ένα σωρό άσχετα πράγματα, για τα οποία όμως εγώ είχα μεγάλο ενδιαφέρον. Τότε υποκλινόμουν στη δουλειά του στα «Τραγούδια της Φωτιάς», το μοναδικό επίσημο ντοκιμαντέρ του, που προβαλλόταν από την ελληνική δημόσια τηλεόραση κάθε 17 Νοέμβρη στην επέτειο του Πολυτεχνείου. Τον είχε εντυπωσιάσει το γεγονός που μου είχε εντυπωθεί, η παρουσία του Διονύση Σαββόπουλου στην ταινία, για ελάχιστα δευτερόλεπτα, να συνομιλεί με τη Μελίνα Μερκούρη. Μου εξομολογήθηκε πως υπήρχε κι άλλο υλικό του Σαββόπουλου, που αφαιρέθηκε στο μοντάζ, όχι για άλλο λόγο, μα για θέμα φιλμικού timing. Τέλος πάντων, αυτή η λεπτομέρεια θεωρώ πως ήταν η αιτία που ο Κούνδουρος μου έδειξε το πιο τρυφερό και γενναιόδωρο πρόσωπο του – μία σχέση που ξεκίνησε τότε, μεταξύ 2001 και 2002, και που τερματίστηκε σαν σήμερα, στις 22 Φεβρουαρίου του 2017 με τον βιολογικό του θάνατο.

Ξαναπάω σε εκείνη τη χειμωνιάτικη μέρα πριν από τουλάχιστον είκοσι χρόνια. Μου τηλεφώνησε η Μαρίζα Κωχ: «Να’σαι κατά τις 3 στο σπίτι. Έχω φτιάξει φασολάδα και περιμένω τον “χοντρό”» (το παρατσούκλι του Κούνδουρου για τους φίλους του, επειδή τότε τα παραπανίσια κιλά του τον έκαναν να δείχνει ακόμη πιο θηριώδης). Όταν πήγα, τους βρήκα ήδη να κάθονται γύρω από το τραπέζι. «Καλώς το παιδί» είπε ο Νίκος και με έβαλε να κάτσω δίπλα του, όπως έκανε πάντα, συζητώντας για την επικαιρότητα, από την πολιτική μέχρι αν είδαμε τίποτα «καλό», είτε στο θέατρο, είτε στον κινηματογράφο, είτε σε κάποια μουσική σκηνή.

Τη συγκεκριμένη μέρα θυμάμαι καλά πως συζητούσαμε για τη συναυλία που είχε πραγματοποιηθεί λίγες μέρες πριν στη «Σφεντόνα» της λεωφόρου Αλεξάνδρας. Η Λιάνα Μαλανδρενιώτη είχε στήσει μια συναυλία για τις γυναίκες του Ιράν, στην οποία είχαν τραγουδήσει η Μαρίζα Κωχ, η Νένα Βενετσάνου, η Σαβίνα Γιαννάτου, η Αλίκη Καγιαλόγλου και η Τυνήσια Lamia Bedioui. «Θα σας πω ένα τραγούδι» είχε πει η Καγιαλόγλου, «που λέγεται ”Μια βοσκοπούλα αγάπησα”». Όταν άρχισε να το τραγουδάει στα…εβραϊκά, ο Κούνδουρος διαμαρτυρήθηκε: «Και γιατί δεν το λες στα ελληνικά να το τραγουδήσουμε κι εμείς;» της είχε φωνάξει μέσα σ’ όλη την αίθουσα. Το πιο αστείο ήταν όταν αμέσως μετά βγήκε η Σαβίνα Γιαννάτου, η οποία είπε: «Σε αντίθεση με την Αλίκη, που δεν θέλει να τραγουδάτε μαζί της, εγώ θέλω να με συνοδεύσετε με τις φωνές σας!»

Χειροκρότημα από κάτω, ένας χαμός! «Πάμε να πούμε ένα παραδοσιακό Αρμενίας» συνέχισε η Σαβίνα κι εμείς με τον Κούνδουρο από κάτω κλαίγαμε απ’ τα γέλια. Όλα αυτά, που τα είχαμε και φρέσκα, συζητούσαμε στο τραπέζι, ενόσω η Μαρίζα σέρβιρε τα πιάτα με τη ζεστή φασολάδα και τις ελιές. Σε μια στιγμή ο Κούνδουρος πιάνει ένα πιρούνι και μου λέει: «Πάμε λίγο έξω». Σηκωθήκαμε από το τραπέζι και τον ακολούθησα. Έξω απ’ την είσοδο του σπιτιού της Μαρίζας, επί της οδού Φράττι, έβγαλε απ’ την τσέπη του μια ρέγγα, την ξεδίπλωσε από το χαρτί της κι αφού την κάρφωσε στο πιρούνι, μου ζήτησε να την καψαλίσω με τον αναπτήρα μου. Δεν άργησε να μαζευτεί κόσμος, βλέποντας τον Κούνδουρο να ψήνει ρέγγα στο πεζοδρόμιο. Βγήκαν έξω η Μαρίζα μαζί με τους υπόλοιπους ομοτράπεζους κι εκεί ο Κούνδουρος άρχισε να κόβει κομμάτια από το καπνιστό ψάρι και να τα μοιράζει χέρι με χέρι στον κόσμο.

Από τότε ήδη είχα πολλά χρόνια να φάω ρέγγα, όπως μας την έκανε η μάνα μου στο Κερατσίνι, πάντα με φασολάδα ή φακές. Και από τότε, επίσης, όποτε μπαίνω σε κάνα σούπερ μάρκετ και βλέπω τις ολόχρυσες ρέγγες στο καλαθάκι τους, δεν σκέφτομαι τη μάνα μου και τα παιδικά μου χρόνια. Σκέφτομαι με ένα τρομερό αίσθημα νοσταλγίας τον Νίκο Κούνδουρο, τον Πάπα του ελληνικού κινηματογράφου που τεμάχιζε τη ρέγγα, λέγοντας μου: «Από λίγο, να φτάσει για όλους»!

Documento Newsletter