Όταν ο Μίμης Πλέσσας είχε δώσει συνέντευξη στο koutipandoras.gr και τον Αντώνη Μποσκοΐτη

Η συνέντευξη με τον Μίμη Πλέσσα πραγματοποιήθηκε ένα βράδυ του Απριλίου του 2019 στο σπίτι του στην Καλλιτεχνούπολη της Ραφήνας. Με οδήγησε εκεί ο μουσικός παραγωγός Άγγελος Σφακιανάκης, αφού το πρωί εκείνης της ημέρας μου είχε πει από τηλεφώνου: «Μπορούμε να πάμε το βράδυ! Ο Πλέσσας σήμερα ”θυμάται”». Εννούσε σαφώς πως ένας άνθρωπος σε ηλικία 95 ετών, όπως ήταν ο μεγάλος συνθέτης τότε, είχε τα κενά μνήμης του και δεν γινόταν να δίνει συνεντεύξεις σαν όλα τα προηγούμενα χρόνια. Και η αλήθεια είναι πως δεν είχα ξαναπάρει συνέντευξη από έναν καλλιτέχνη τόσο μεγάλης ηλικίας. Συνάντησα τελικά έναν Μίμη Πλέσσα ευδιάθετο και τρομερά συγκινητικό. Στο τελευταίο συνηγορούσε ο ενεστώτας που χρησιμοποιούσε για πρόσωπα που έχουν φύγει εδώ και χρόνια από τη ζωή, σαν τον Μάνο Χατζιδάκι και τον Γιάννη Δαλιανίδη. Και όχι μόνο! Όταν με ρώτησε να του πω τον τίτλο ενός τραγουδιού του Χατζιδάκι, σηκώθηκε υποβασταζόμενος και κάθισε στο πιάνο του. Έπαθα πλάκα, σαν τον είδα να παίζει εκεί, επί τόπου, το «Τώρα που πας στην ξενιτιά» σε τρεις διαφορετικές jazzy εκτελέσεις! Ο πλήρης εμπειριών βίος του Μίμη Πλέσσα διαπερνά την ιστορία ολόκληρου του 20ου αιώνα και αυτή εδώ είναι η καταγραφή της κουβέντας που είχα την τύχη να κάνουμε στο λυκόφως της ζωής του. 
 
 
Θα ήθελα να μου πείτε αν η αίσθηση που έχετε επί σκηνής διατηρείται αναλλοίωτη μέσα στα χρόνια.

Μιλάτε προφανώς για τις παραστάσεις που κάνω τώρα με τον Γιώργο Κατσαρό.

Μιλάω βασικά για το ότι εξακολουθείτε να είστε «μάχιμος».

Εγώ δυστυχώς ή ευτυχώς – και τα εννοώ και τα δύο – κάνω πάντοτε διαφορετικά πράγματα. Όπως δε θέλω να μου μαγειρέψεις το ίδιο φαΐ, δε θέλω να μου πεις την ίδια ιστορία και δεν θέλω να περιμένεις από μένα το ίδιο απ’ αυτό που εγώ έχω ονειρευτεί. Από την άλλη, χαλί να με πατήσεις, ξεχωρίζω στον καθένα σας – ιδιαίτερα γι’ αυτούς που θα με ρωτήσεις και στο λέω από τώρα – ιδιότυπες αρετές.

Θέλετε να μιλήσουμε για τους άλλους; Αυτό μου ζητάτε;

Εδώ υπάρχουν ιδιαίτερες περιπτώσεις. Του Κατσαρού, ας πούμε, ξέρω εγώ αρετές που δεν τις ξέρει ούτε ο ίδιος. Είναι όμως εντελώς sui generis, δικού του δηλαδή τρόπου εκφράσεις. Να σου πω κάτι που δεν θα σού’χει περάσει από το μυαλό: Ο Γιώργος Κατσαρός ξέρει πάρα πολύ καλά να ονειρεύεται την ορχήστρα αυτού που θέλει να αποδώσει. Να στο ξαναπώ;

Το κατάλαβα. Απ’ το όνειρο μέχρι την πραγμάτωση, τι γίνεται;

Υπάρχει μια μεγάλη ικανότης, πάλι του Κατσαρού! Αν ερχόταν εδώ ο κύριος Φούφουτος και μου ζητούσε να κάνω το ίδιο πράγμα, θα ήμουν επιφυλακτικός. Μόλις είδα το προγουλάκι και ονειρεύτηκα το όργανο του, το σαξόφωνο – το λέω με πολλή αγάπη -, την κερκυραϊκή φυσούνα…Δεν μπορείς να φανταστείς, όμως, η κερκυραϊκή φυσούνα και η ζακυνθινή πονηρία τι μπορούν να κάνουν!

Φαρμακερός συνδυασμός;

Ούτε εγώ δεν το περίμενα! Όταν πηγαίνω κάθε βράδυ εκεί, φοβούμαι μήπως ξεχάσει ν’ αρχίσει τα πειράγματα και δε βγουν αυτά που βγαίνουνε μέσα στην παράσταση, η οποία παράσταση στην ωριμότητα μου ή, σωστότερα, στα βαθιά γεράματα μου με κάνει να την περιμένω σαν παιδί! Άρα πάμε σε ότι με ρωτήσατε, στο ότι αντιμετωπίζω τελικά με την ίδια θέρμη όλες μου τις παραστάσεις μέσα στα χρόνια. Πρέπει να μας δεις, θα πεις «Αυτοί τώρα παίρνουν και λεφτά γι’ αυτό που κάνουν;»

Ο Κατσαρός έχει μια μεγάλη πορεία κι αυτός, εγώ ωστόσο σας έχω δει να συμπράττετε και με πολλούς νέους μουσικούς. Με τον κιθαρίστα Βασίλη Ρακόπουλο, ας πούμε. 

Μα αυτοί οι νέοι είναι νέοι ίσως για τους ίδιους ή φαντάζονται ότι είναι νέοι. Για μένα τι νέοι νά’ναι όταν έχω βγάλει 152.372 Ρακόπουλους στην καθισιά μου; Δεν το λέω για να παινευτώ, αλλά γιατί έτσι είναι.

Και δεν παύει να είναι δημιουργικό.

Είναι δημιουργικό, πολύ, αλλά έλα να σε εξομολογήσω: Σου άρεσε κάποιο live μας;

Πώς δεν μου άρεσε…Στη Δράμα, μάλιστα, σας είχα δει όχι πολλά χρόνια πριν.

Σίγουρα έχεις δίκιο, έχουμε παίξει εκεί. Είναι πάρα πολύ σπουδαία όλα αυτά τα παιδιά και το ένα δεν ξέρει τη σπουδαιότητα του άλλου. Γνωρίζονται, έρχονται σε επαφή και ανακαλύπτονται. Απ’ τη στιγμή που ανακαλύπτονται, γίνονται αχώριστοι. Εγώ δηλαδή, επειδή δε θυμάμαι και τι μέρα είναι σήμερα, περιμένω πως και πως να πάει Κυριακή για να έρθει η στιγμή που θ’ αρχίσει τα πειράγματα (σ.σ. ο Κατσαρός). Τον ξέρω δηλαδή που θέλει να καταλήξει.

Σας θυμάμαι, κύριε Πλέσσα, στη συναυλία για τα 85 χρόνια του Μίκη Θεοδωράκη στο Λυκαβηττό. Υποκλιθήκατε με σεβασμό και παίξατε το «Ένα το χελιδόνι» σε μια απρόβλεπτη jazz διασκευή.

Μπορούσε να μου πει κανείς από πριν ότι θα πήγαινες στη γιορτή του Μίκη, θα καθόσουν στο πιάνο και θα τού’παιζες παρουσία χιλιάδων ανθρώπων; Θα τον έπαιρνα για τρελό! Κι όμως, με μεγάλη χαρά έφτασα και έπαιξα μ’ έναν τρόπο που φάνηκε ότι τον συνεκλόνισε. Πηγαίνω τακτικά στου Μίκη και του παίζω jazz τα τραγούδια του κι αυτός τρελαίνεται!

Κάνατε ποτέ παρέα με τον Μίκη ή τα τελευταία χρόνια βρίσκεστε;

Θα σου πω κάτι που μπορεί νά’ναι άσχετο, αλλά μπορείς να το εντάξεις, μία ιστορία από τα πολύ παλιά: Κατεβαίνω στο αεροδρόμιο και κάποια στιγμή βλέπω τον Μίκη μέσα από’να αμάξι να με χαιρετάει. Τον παίρνω από πίσω, όμως ξαμολήθηκαν οι καραμπινάδες και πήραν αυτοί εμένα από πίσω. Τον ακολουθώ και μ’ ακολουθούν! Εκείνο που μ’ ενδιαφέρει εμένα όμως είναι να γίνεται η δουλειά των ανθρώπων και δεν μπορώ να ξέρω εγώ αν ο Μίκης φεύγει για να φύγει ή το σκάει για να το σκάσει. Ακόμα δεν το έχουμε λύσει αυτό, να θυμηθώ να ρωτήσω τον Μίκη στο επόμενο ραντεβού μας!

Μ’ ενδιαφέρει να μιλήσουμε για τους άλλους συνθέτες. Και για τον Μάνο Χατζιδάκι.

Ο καλύτερος μου! Ας ξεκινήσουμε από ένα κοινό σημείο για νά’χουμε ένα point de reference, που λέμε εμείς οι γαλλόφωνοι: Και οι τρεις είναι πολύ σπουδαίοι συνθέτες, βάζω και τον εαυτό μου μέσα. Είμαι έτοιμος κάθε πράγμα που λέω να το αποδείξω και είμαι σίγουρος πως το ίδιο είναι κι οι άλλοι, μόνο που τα σχέδια μας αλλάζουν ανάλογα με τον τρόπο που αγκαλιαζόμαστε. Αν μας στήσεις και τους τρεις μας είμαστε σαν παιδιά, τελείως σαν παιδιά όμως! Πάω να κάτσω στο πιάνο και λέω «Ποιον να ”πειράξω” από τους δύο; Τον Θεοδωράκη σαν δεξιός προς αριστερό ή τον άλλον σαν αριστερός προς δεξιό;» Κατάφερε, λοιπόν, σε παρακαλώ, να μας έχεις μαζί και τους τρεις και να πεις στον έναν τι σκέφτεσαι να κάνεις για τον άλλον. Δε μπορείς να φανταστείς τι πράγματα θα βγουν! Εγώ εκτιμώ τις θέσεις τους και μια ζωή είμαι έτοιμος να τις υποστηρίξω. Έχω φάει ξύλο, βούρδουλες, μού’χουν βγάλει δόντια, μού’χουν ξεριζώσει νύχια, γιατί πιστεύω στον Θεοδωράκη και στον Χατζιδάκι! Εκείνοι το σέβονται και περιμένω τη στιγμή που θα μου το ξεπληρώσουν. Αλλιώς το ξεπληρώνει ο ένας, αλλιώς το ξεπληρώνει ο άλλος. Θα σου πω μια βαριά κουβέντα, αλλά μη μαρτυρήσεις ότι στην είπα εγώ: Είναι δύσκολο να παίζεις με ιδιοφυΐες και δε φαντάζομαι νά’χει κανείς αμφιβολία ότι τα «παιδιά» δεν είναι ιδιοφυΐες!

Θεωρείτε ότι η ενασχόληση σας με τη μουσική παραμέρισε αυτήν με την επιστήμη της χημείας;

Όχι, όχι βέβαια. Όπως και το αντίθετο! Όλα αυτά είναι πράγματα που χωράνε μέσα στην έννοια αγάπης, πίστης, έκφρασης. Πες μου ποια απ’ τις τρεις αυτές έννοιες θες να την εντάξω στην κάθε μου ιδιότητα και να στη φτιάξω ή να στην καταργήσω!

Μου αρέσει καταρχάς που μεσ’ στην επιστήμη της χημείας τοποθετείτε την αγάπη.

Δε μπορείς να φανταστείς, όμως, το τι αγάπη έχω εγώ για τη μουσική, όπως και για τη χημεία. Κι έρχεσαι τώρα εσύ και μου λες ποια να διαλέξω απ’ τις δύο. Διάλεξε εσύ και πάρ’τη σπίτι σου και κάν’τη ότι θες. Εγώ δεν θα διαλέξω ποτέ, γιατί διαλογή σημαίνει μια κοντινή σχέση που εγώ για κάποιο λόγο την αναγνωρίζω a priori στον Κατσαρό, ας πούμε. Φαντάζεσαι να βάλεις Κατσαρό, Θεοδωράκη και Χατζιδάκι να μιλήσουν για τον Πλέσσα; (γελάει) Κάν’το και φώναξε και μένα, σε παρακαλώ, να βάλω τα γέλια…

Απασχολεί ακόμη το μυαλό σας η χημεία;

Κάθε τόσο παίρνω ένα τηλεφώνημα που δεν με γεμίζει με χαρά, αλλά με αγαλλίαση! Μιλάω για έναν επιστήμονα που εκτιμώ, τον Δημήτρη Νανόπουλο. Έρχεται εδώ με τη γυναίκα του κι όποτε οι κυράδες μας μάς αφήνουν μόνους, τον πλησιάζω και του λέω: «Πες μου τα τελευταία νέα, είσαι ο μόνος που μπορείς να ξέρεις λόγω Ελβετίας και CERN». Και μου απαντάει: «Δεν έχει νόημα να σου πω τίποτα, διότι ώσπου να πάω πίσω τα δεδομένα θά’χουν αλλάξει». Δεν είναι συγκλονιστικό αυτό; Θέλω εγώ τίποτα άλλο μετά απ’ αυτό; Όχι! Τέσσερις φορές το χρόνο έρχεται ο Νανόπουλος στην Ελλάδα και οι πρώτοι άνθρωποι που βλέπουν με τη γυναίκα του, είμαστε εμείς.

Είναι και φαν της μουσικής σας σίγουρα.

Δε φαντάζεσαι τι όμορφο είναι αυτός που θεωρείς πατέρα, παππού ή μελλοντικό συγγενή της επιστήμης σου, να γνωρίζει όλα σου τα τραγούδια! Να ξέρει ατάκες από ελληνικές ταινίες και μάλιστα να μου τηλεφωνεί την ώρα που τις βλέπει για να μου πει «Τι μουσική έγραψες σ’ αυτή τη σκηνή, βρε παιδί μου»! Εγώ πάλι να μη θυμάμαι πολλά απ’ αυτά που μου λέει μέσα σε τόσο φορτίο έργου.

Αυτό που έπαθε ο Νανόπουλος το έπαθα κι εγώ με ένα CD που βγήκε με μουσικές σας από ελληνικά film noir του ’60 και θρίλερ, σαν τον «Εφιάλτη» του Ερρίκου Ανδρέου.

Αυτά, ναι, είναι συγκλονιστικά πράγματα, είναι jazzy θέματα που έγραψα και που κι εγώ αγαπώ πολύ.

Έχετε τεράστια δισκογραφία.

Εκ των υστέρων το έμαθα! Άφηνα τους δίσκους να βγαίνουν και μετά τους ξέχναγα. Μισά στην Αμερική, άλλα μισά εδώ, που να το φανταζόμουν;

Γνωρίζετε όμως πως σήμερα ένας συγκεκριμένος δίσκος σας κοστίζει χιλιάδες ευρώ.

Το «Greece goes modern» λέτε! Ναι, μου είπαν ότι πωλείται στα δυόμισι χιλιάρικα, όχι σε δραχμές, αλλά σε ευρώ (γέλια). Το 1986, όταν με γνώρισε πρώτη φορά η γυναίκα μου, έπαιζα πάλι όλως τυχαίως με τον Κατσαρό. Έρχεται και μου λέει «Γιατί δεν παίζετε, κύριε Πλέσσα, το ”Τόσα καλοκαίρια” με τον Δάκη, που τ’ αγαπώ πολύ;» Της λέω «Μάλλον κάνεις λάθος, κοριτσάκι μου, δεν το έχω γράψει εγώ». Εκείνη επέμενε: «Το ”Όλα δικά σου, μάτια μου”; ”Α, αυτό με τον Πουλόπουλο λες! Δεν το ξέρει κανείς αυτό, κοριτσάκι μου”»…

Γιατί αυτή η άρνηση των τραγουδιών σας;

Έτσι φαινόταν, μα εγώ δεν τα θυμόμουν. Το 1988, που η Λουκίλα έκανε εκπομπές στο Κανάλι 1 του Πειραιά και την άκουγα, έπαιξε μια μέρα το «Γλυκά πονούσε το μαχαίρι». Το προλόγισε ότι «ήταν του Πλέσσα» κλπ. Της τηλεφώνησα την επόμενη: «Χθες έκανες ένα λάθος, δεν ήταν δικό μου τραγούδι αυτό»! «Μα, στην ταινία αυτή, στην τάδε σκηνή» να μου λέει κι εγώ να επιμένω. Δεν παραδεχόμουν, ακόμη, την επιτυχία πολλών τραγουδιών μου. Το «Όλα δικά σου, μάτια μου» το πρωτόβαλα στις συναυλίες μου το ’96 μετά από επιμονή της γυναίκας μου. Είδα ένα στάδιο στην Κρήτη να πέφτει κυριολεκτικά και γύρισα και της είπα: «Τελικά δίκιο είχες, το ξέρουν πολλοί το τραγούδι αυτό»!

Όλο αυτό δείχνει και μία αγνότητα εκ μέρους σας.

Το ρεπερτόριο μου ήταν σκόρπιο σε πολλές εταιρείες. Αυτές πάλι, οι εταιρείες, είχαν πάρει από μένα ότι είχαν να πάρουν και με είχαν πείσει ότι έχω τελειώσει. Δεν πίστευα ότι είχαν τόση δύναμη τα τραγούδια μου! Ξέρετε πως την είχαν τη Τζένη Βάνου που σήμερα λένε όλοι «Η Φωνή»; «Ε, δώσ’το αυτό σε καμιά Βάνου», έτσι την είχαν!

Γιατί πιστεύετε ότι γινόταν αυτό;

Δεν είχα ποτέ συμβόλαιο με εταιρεία, δεν είχα ποτέ ατζέντη, μάνατζερ, δημόσιες σχέσεις, κόμμα, εκδότη! Να μου μανατζάρει δηλαδή ποιος και τι, τι θα μού’καναν; Να σου πω εγώ ένα τραγούδι μου τώρα κι άντε βρες μου ποιος θα το μανατζάρει: Το «Άγαλμα». Κι αυτό rejected ήτανε! Το είχε δώσει ο Λευτέρης Παπαδόπουλος στον Ξαρχάκο, του Σταύρου δεν τού’βγαινε γιατί δεν είχε ρεφρέν και έτσι ήρθε σε μένα. Ούτε ο Λευτέρης δεν περίμενε ότι θα γινόταν επιτυχία! Τελικά όλο αυτό έδωσε διάρκεια στο έργο μου, αφού τα τραγούδια μου ξαναπαίζονται δυναμικά την τελευταία εικοσαετία. Το ΄88 και το ’89, πριν την ιδιωτική τηλεόραση, τα τραγούδια μου ήταν ρετρό γιατί όλοι έπαιζαν «Πάμε για τρέλες στις Σεϊχέλες» (σ.σ. παίρνει μια έκφραση αποστροφής), τους Χαριτοδιπλωμένους που ήτανε «in» και ο Πλέσσας ήταν «out». Σήμερα «ακούγομαι» σε όλα τα μαγαζιά, τα ελληνάδικα. Όπως και η Ελευθερία Αρβανιτάκη που ξανάφερε στο προσκήνιο το «Αν σ’ αρνηθώ, αγάπη μου».

Μάλιστα. Η Αρβανιτάκη συμμετείχε και στη συναυλία σας στο Ηρώδειο, αν θυμάμαι καλά.

Ακριβώς. Την κάλεσα ως μια τραγουδίστρια που δεν βγήκε με δικό μου ρεπερτόριο, αλλά το αγκάλιασε. Δέχτηκε και είπε: «Αλίμονο, μόνο και μόνο για να τον ευχαριστήσουμε για τα τραγούδια που έγραψε, θα είμαι εκεί». Πήραμε και τη Μαρινέλλα. Ο Πουλόπουλος δεν ήρθε, πήρε ο Μητροπάνος τη θέση του και ήταν συγκλονιστικός! Η δε Μαρινέλλα, επειδή τότε δεν εμφανιζόταν και απέρριπτε προτάσεις, μου είπε: «Θα έρθω κι ας το πληρώσω! Μου’χεις χαρίσει αυτή την πέτρα (σ.σ. εννοεί το τραγούδι ”Άνοιξε πέτρα”) που είναι το πολυτιμότερο πετράδι πάνω μου»!

Μια και αναφερθήκαμε στους δίσκους, να πούμε και ότι σας ανήκει ο «Δρόμος», ο Νο 1 εμπορικός δίσκος στην ιστορία της εγχώριας δισκογραφίας.

Ο Νο Μηδέν είναι! Δεν υπάρχει δηλαδή άλλος δίσκος σαν κι αυτόν, όπως δεν υπάρχει κι άλλος αριθμός σαν το μηδέν στα μαθηματικά. Το περίμενα ότι θα γινόταν επιτυχία!

Είχατε τόση σιγουριά;

Κι άλλη τόση σαφήνεια! Ήμασταν στο σπίτι του Λευτέρη και με το που είδα τους συγκεκριμένους στίχους του, είπα «Αυτά είναι τεφαρίκια, αλλά αποκλείεται να γίνουν επιτυχίες με τους συνθέτες που συνεργάζεται αυτός», θα τα πάρουν δηλαδή οι άλλοι, μα δεν θα κάνουν τίποτα. Το έβλεπα όπως ένας μουσικός που ξέρει ενστικτωδώς.

Σας βγήκαν αβίαστα τα τραγούδια;

Εμένα πάντα μου βγαίνουν αβίαστα. Εάν δε βγουν δηλαδή αβίαστα, τα βλέπω σαν το ξαναζεσταμένο φαΐ. Αν θες δοκίμασε με, πες μου ένα στίχο σου τώρα να στον κάνω τραγούδι, να σου πω και ποιος θα το τραγουδήσει, να τον φωνάξουμε να δείξει ότι το ξέρει πριν του το πω εγώ! Αυτό είναι και η μαγεία της Τέχνης!

Τον είχε στηρίξει και ο Αλέκος Πατσιφάς τον «Δρόμο», έτσι;

Άλλη κεφαλλονίτικη μαφία ο Πατσιφάς! Εγώ βέβαια ακολουθώ τον ερωτιάρη, ο οποίος βλέπει την Πατσιφού και λιώνει. Για τον Λευτέρη και τη γυναίκα του Πατσιφά λέω, η οποία κι εκείνη μας βλέπει και ξερογλείφεται (γέλια). Τέλος πάντων, μιλάγαμε την ίδια γλώσσα και μας κάνει ο Πατσιφάς: «Για να μαζευτούμε, να κάνουμε μία χουλιγκανία για να δούμε που θα μας βγάλει».

Πόσα τραγούδια έχετε γράψει;

Έχω βραβευτεί για 3.320 τραγούδια.

Αριθμομνήμων βλέπω…

Και σας είπα μόνο τα βραβευμένα! Είναι κι άλλα πολλά, ουου…

Ως παιδί γράψατε το πρώτο σας τραγούδι;

Δεν έγραφα τραγούδια εγώ ως παιδί. Μετά τα 20 μου, έφτιαξα το πρώτο μου τραγούδι. Το ’47 έγραψα πρώτη φορά, το ’52 για τις Καλουτάδες και το «Αστέρι – αστεράκι» έγινε το ’59 το πρώτο μου βραβευμένο τραγούδι.

Ενημερώνεστε για τα νέα μουσικά ρεύματα;

Καθόλου, καμία σχέση…

Για τους νέους ερμηνευτές;

Όσους θέλουν, με αντέχουν και όσους καταλαβαίνουν όταν τους λέω όχι…

Το ραδιόφωνο σας κρατάει συντροφιά;

Εστιάζω μόνο σ’ αυτά που κάνω και όταν αυτά τελειώσουν, παρακαλάω να μ’ αφήσουν ήσυχο να κάνω τη δουλειά μου. Τι θεωρώ δουλειά μου; Ότι κάνει ο Νανόπουλος! Τα μήκη κύματος είναι αυτά που μ’ ενδιαφέρουν, γι’ αυτά δουλεύω. Τώρα όποιος μ’ ακούσει θα πει «Έλα, μωρέ, ο ξιπασμένος»…

Καθόλου δεν θα το πει.

Δεν είμαι ξιπασμένος. Αποδεικνύω και δεν το πιστεύω ή δεν το υποστηρίζω απλά, ότι για κάποιο λόγο δεν πρέπει ν’ αφήσω το κομμάτι αυτό της δουλειάς μου στα χέρια άλλου. Πολύ εγωιστικό, αλλά έτσι είναι.

Έχετε πάρει μεγάλες δόσεις ευτυχίας στη ζωή αυτή, κύριε Πλέσσα;

Ναι! Τους τρεις γάμους μου στην αρχή τους (γέλια).

Πως σχολιάζετε το πολιτικό τραγούδι της Μεταπολίτευσης; Ποτέ δεν μπήκατε σ’ αυτό.

Το είχα ανάγκη; Δεν το είχα!

Κάνατε όμως έναν δίσκο που θα εντασσόταν στο κλίμα αυτό, τη «Θάλασσα Πικροθάλασσα» σε στίχους του Κώστα Βίρβου.

Όλη μου η συνεργασία μου με τον Βίρβουλα, ανεξαιρέτως όλη, είναι πάρα πολύ σπουδαία! Φανταστικές δουλειές! Η «Θάλασσα Πικροθάλασσα», η «Ουτοπία», του Στράτου τα τραγούδια! Ο Λευτέρης αυτολέγεται, ότι και να πούμε θα καταλήξουμε σ’ ένα ποίημα του Λευτέρη. Δεν είναι πιστός στις συνεργασίες του ο Λευτέρης. Ο Βίρβος είναι αληθινός λαϊκός ποιητής!

(τη στιγμή αυτή χτυπάει ένα κινητό πάνω στο γραφείο στον ήχο του «Θα πιω απόψε το φεγγάρι») Αναρωτιέμαι αν τα παίζετε σήμερα αυτά τα τραγούδια σας.

Η σωστή ερώτηση είναι όχι αν τα παίζω, αλλά το πως τα παίζω! Δύο χιλιάδες φορές να το παίξω, δύο χιλιάδες διαφορετικές εκδοχές θ’ ακούσεις. Ξυπνάω το πρωί και πάω στο πιάνο. Σκέφτομαι «Με ποιο ν’ αρχίσω σήμερα»; Μπορεί νά’ναι ένα κομμάτι του Καπνίση και άλλων αγαπημένων συνθετών. Πες μου τώρα ένα τραγούδι που σ’ αρέσει να πάω να στο παίξω.

Μεγάλη μου τιμή! Δικό σας;

Ότι νά’ναι. Έχουμε κι εδώ πιάνο κι εκεί και παραμέσα.

Το «Τώρα που πας στην ξενιτιά» του Χατζιδάκι τό’χουμε;

Αστειεύεσαι; Ότι θέλεις, είπα! Μάνος Χατζιδάκις, λοιπόν, «Τώρα που πας στην ξενιτιά». Πάμε στο πιάνο!

(Τον παρακολουθώ με αργές κινήσεις να σηκώνεται απ’ τη θέση του και να κάθεται στο πιάνο. Γύρω μας, πορτραίτα οικογενειακά και αμέτρητα βραβεία από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Παίζει το «Τώρα που πας στην ξενιτιά» δύο φορές, η μία διαφορετική από την άλλη). Είστε φοβερός, κύριε Πλέσσα, σας ευχαριστώ πολύ!

Δεν έχει τέλος η μουσική! Μπορώ να κάτσω εγώ εδώ τώρα και να παίζω, να παίζω…Μη μ’ ευχαριστείτε, εγώ ευχαριστήθηκα πιο πολύ!

Εντάξει, εσάς είναι η καθημερινότητα σας, για εμάς όμως…

Νά’σαι καλά!

Ο Thelonious Monk σας άρεσε;

Το τι έχω παίξει τώρα τελευταία από Thelonious Monk! Τους άκουσα πολύ και τους γνώρισα καλά όλους αυτούς τους μεγάλους μαύρους μουσικούς στην Αμερική. Πες μου ένα κομμάτι του να στο παίξω τώρα!

(Θέλω να του ζητήσω το «Round Midnight», μα προτιμώ να αξιοποιήσω το χρόνο με τη συνέχιση της συνέντευξης. Του προτείνω να πάμε πάλι εκεί που καθόμασταν. Και η κουβέντα συνεχίζεται…) Με τη Μαρία Φαραντούρη θα μπορούσατε να συνεργαστείτε ποτέ; Θα σας «πήγαινε» η κοντράλτο φωνή της.

Έχουμε συνεργαστεί στο εξωτερικό! Ήρθαν εδώ η Μαρία με τον Τηλέμαχο πριν από τρία – τέσσερα χρόνια και μου τραγούδησε διάφορα. Ποια ήθελε, λες, να πει; Τα ελαφρά, που είχαν τραγουδήσει η Βάνου και η Μούσχουρη. Το «Αστέρι – αστεράκι» ήταν το αγαπημένο της! Μετά της έπαιξα κι άλλα και τα τραγουδούσε.

Η Τζένη Βάνου ήταν φαινόμενο, έτσι;

Τι να πούμε; Λίγο αγιασμό και να πλένουμε το στόμα μας πριν μιλήσουμε γι’ αυτή!

Η μεγάλη Μούσχουρη είχε πει πως αν η Βάνου είχε τα μυαλά της, η ίδια μπορεί να μην υπήρχε.

Το γνωρίζω…Προς τιμήν της που τό’πε αυτό, καλά είπε!

Στη Βάνου εκτιμούσα το ότι δεν σας «πούλησε» ποτέ, όταν ο Χατζιδάκις της είχε ζητήσει να γίνει η αντικαταστάτρια της Μούσχουρη στα τραγούδια του.

Ήταν η ίδια περίοδος που με τον Χατζιδάκι ανταλλάζαμε επιστολές στις εφημερίδες. Τη μια βδομάδα αυτός, την επόμενη εγώ και το πράγμα πήγαινε έτσι για καιρό. Τσακωνόμαστε σαν παιδιά, δεν σας το’ λεγα πριν; Πρέπει να ήταν λίγο μετά αφότου γύρισα από την Αμερική, εκεί που γνώρισα τους μεγαλύτερους μουσικούς. Δεν θέλω να περιαυτολογώ, αλλά θα ξέρετε πως το 1952 – ούτε 27 δεν ήμουν – τιμήθηκα με το πρώτο βραβείο μουσικής του Πανεπιστημίου της Μινεσότα.

Γυρίσατε όμως, δεν μείνατε εκεί.

Είναι σαν να ρωτάς έναν βασιλικό γιατί δεν θέλει να ποτίζεται…

Σας θλίβουν οι απώλειες των δικών σας ανθρώπων, κύριε Πλέσσα; Ή το βλέπετε σαν κάτι φυσιολογικό μεσ’ στη ροή της ζωής;

Για μένα δεν έχουν φύγει…Στην αρχή σας είπα «Πάρτε εμένα, τον Θεοδωράκη και τον Χατζιδάκι», χρησιμοποίησα ενεστώτα χρόνο. Μου λέει καμιά φορά η γυναίκα μου «Σήμερα κλείνουν τόσα χρόνια από το θάνατο του Γιάννη Δαλιανίδη», μα εγώ δεν το πιστεύω, σας μιλάω ειλικρινά. Ξέρω πως μπορώ να πάρω ένα τηλέφωνο τον Γιάννη ανά πάσα στιγμή και να μιλήσουμε.

Όταν λείπει, όμως, η φυσική παρουσία τους;

Δεν μου λείπει…Ότι ώρα τους θέλω, τους έχω μέσα μου…

(Τον παρακολουθώ να ροκανίζει γρήγορα ένα μπισκότο, όπως ένας λαγός τρώει το καροτάκι του) Είστε συγκινητικός. Άρα κατά ένα τρόπο έχετε νικήσει το θάνατο.

Λες να έχω νικήσει ότι απασχολεί περισσότερο τους ανθρώπους; Έτσι είμαι, όμως, αυτός…

Θέλω να σας θυμίσω μία ιστορία που μου είχε πει ο παραγωγός Άγγελος Σφακιανάκης κι είχα εντυπωσιαστεί! Το 1991 σας συνάντησε μαζί με τον Γιάννη Κούτρα για ένα δίσκο που θα κάνατε. Ο Κούτρας βασανιζόταν από ένα δυνατό πονοκέφαλο και δε μπορούσε να τραγουδήσει. Εσείς πολύ ήρεμα του είπατε «Άσε με μένα να κάνω τα δικά μου και μην ασχολείσαι. Τραγούδα» και του πιέσατε ελαφρά ένα δάχτυλο του χεριού του. Ο πονοκέφαλος του πέρασε μέσα σε ελάχιστα λεπτά. Είστε και λίγο healer, κύριε Πλέσσα;

Ξέρετε, με μένα συμβαίνουν δύο τινά: Μπορώ να θεραπεύσω, πράγματι, τον πονοκέφαλο, μπορώ όμως να δω μια γυναίκα στον πρώτο μήνα κύησης και να καταλάβω αμέσως ότι είναι έγκυος. Πάντα ξέρω και το φύλο του παιδιού πριν να κάνει υπέρηχο! Ρωτήστε την Ηρώ Σαΐα, τη γυναίκα του Ξαρχάκου. Της είπα: «Εσύ έχεις δύο παιδιά», πολύ πριν μάθει ότι θα κάνει δίδυμα. Τρελάθηκε!

Απίστευτο!

Ναι, τις κοιτάω στα μάτια για λίγο και μετά τους λέω τι βλέπω, τι διαισθάνομαι! Ποτέ, μα ποτέ, δεν πέφτω έξω!

Γητευτής, λοιπόν!

(γελάει) Και φίδι!

Ε, όχι και φίδι!

Του στυλ «Κάτσε δω γιατί θα σου κόψω την ουρά, να σε μάθω εγώ να κάνεις κολοβούς»!

Ξέρω ότι είστε και γλωσσοπλάστης. Μου τό’χε πει κάποτε ο συνάδελφος σας, Μηνάς Αλεξιάδης.

Έχουμε παίξει πολλά ωραία πράγματα με τον Μηνά σε ένα στούντιο που είχε κάπου στα Ιλίσια. Ξέρω ότι μ’ αγαπάει, όπως κι εγώ. Είναι γιος ενός παλιού μου φίλου, άλλωστε. Γλωσσοπλάστης, είπες τη σωστή λέξη! Δεν μου αρέσει τόσο η συγγραφή, όσο το να καταγράφω λέξεις και εκφράσεις δικές μου, καθημερινά όμως.

Βαδίζετε για τα 95. Θέλω να μου πείτε τι είναι για σας το μυστήριο της ζωής. Ότι σας βγαίνει…

Όχι ότι μου βγαίνει! Ρωτάς τον επιστήμονα ή τον καλλιτέχνη;

Τον επιστήμονα πρώτα.

Ωραία! Η ζωή, λοιπόν, είναι ένα βιολογικό φαινόμενο που για κάποιο λόγο δεν έχει αρχή και τέλος. Απ’ όπου θέλεις ξεκινάει και όπου θέλεις φτάνει.

Όπως και το σύμπαν.

Ακριβώς!

Και ο «καλλιτέχνης» τι λέει επ’ αυτού;

Εάν μου ζητήσεις τι με εκφράζει εμένα περισσότερο, θα σου πω ασύστολα ότι μού’ρθει εκείνη την ώρα. Όταν στο παίξω στο πιάνο θα καταλάβεις τι είναι αυτό που με έκανε να φτάσω εδώ, να έχω ζήσει ως εδώ. Θέλω να πω επίσης ότι όλα αυτά τα ονόματα που παραθέσαμε τόση ώρα, δεν είναι κανένα που να μην είναι μεγάλο ή που οι άλλοι τουλάχιστον δεν σέβονται ως τέτοιο.

Να σας αφήσω, κύριε Πλέσσα, να ξεκουραστείτε.

Ναι, αγόρι μου, κι όποτε θελήσεις, εδώ θά’μαστε, να ξανάρθεις! Κάτι που δεν το ξέρεις, είναι πως δεν με κούρασες, με ξεκούρασες! (ψάχνει τον σκύλο του, ένα όμορφο θηλυκό κόλεϊ. Ρωτάει: «Το κολεόσκυλον που είναι;»)

Τέλειο ακούγεται!

Εκ του «κολεόπτερου» (γελάμε)

Ετικέτες