Όταν ο Μανώλης Γλέζος και ο Λάκης Σάντας κατέβασαν τη ναζιστική σημαία από την Ακρόπολη – τι έγραφε ο Τύπος της εποχής

Όταν ο Μανώλης Γλέζος και ο Λάκης Σάντας κατέβασαν τη ναζιστική σημαία από την Ακρόπολη – τι έγραφε ο Τύπος της εποχής

Ο θάνατος του Μανώλη Γλέζου άνοιξε και πάλι τη συζήτηση γύρω από την υποστολή της ναζιστικής σημαίας από τον βράχο της Ακρόπολης το ξημέρωμα της 31ης Μαΐου 1941.

Την αφήγηση των γεγονότων από την πλευρά του Μανώλη Γλέζου και του Λάκη Σάντα μπορεί να παρακολουθήσει κανείς στο βίντεο που υπάρχει στο αρχείο της ΕΡΤ πατώντας εδώ.

Ωστόσο θέλαμε να διαβάσουμε πώς αντιμετώπισε ο Τύπος της εποχής την πράξη εκείνη για την οποία θα οφείλουμε παντοτινό σεβασμό στους δύο αγωνιστές. Γι’ αυτό ανατρέξαμε στα αρχεία εφημερίδων μιας εποχής που ευτυχώς ό,τι γραφόταν δεν ξεγραφόταν. Κατανοούμε ότι η χώρα βρισκόταν υπό κατοχή και η ελευθερία έκφρασης ήταν εκτός συζήτησης, ωστόσο πίσω από τις γραμμές αντιλαμβάνεται κανείς ότι στις περισσότερες περιπτώσεις όσα δημοσιεύτηκαν εξέφραζαν απολύτως τον γράφοντα.

Είναι σαφές ότι η υποστολή της ναζιστικής σημαίας από αγνώστους δημιούργησε τεράστια αναστάτωση. Τόσο ώστε επιβλήθηκε περιορισμός κυκλοφορίας. Από το πρωτοσέλιδο της Βραδυνής (31/05/1941) πληροφορούμαστε ότι «Κατόπιν διαταγής του Ανωτέρου Στρατιωτικού Διοικητού, από τη σήμερον η κυκλοφορία του κοινού περιορίζεται μέχρι της 22ας ώρας (10 μ.μ.). τα δημόσια κέντρα, καταστήματα, θεάματα κ.λπ. πρέπει να έχουν περατώσει άπασαν την εργασίαν των την 21.15». Μία μέρα μετά πρώτη είδηση στο πρωτοσέλιδο του Πρωινού Τύπου είναι οι «Αυστηραί δηλώσεις του κ. πρωθυπουργού», ενώ διαβάζουμε ότι αντικαταστάθηκαν οι αρχηγοί της αστυνομίας και της χωροφυλακής και απολύθηκαν αστυνόμοι, αρχιφύλακες και αστυφύλακες. Εκτός από το γενικό ξήλωμα «διεξάγονται σύντονοι ανακρίσεις δια την υπεξαίρεσιν της σημαίας» και το αναγνωστικό κοινό πληροφορείται ότι «Οι υπεύθυνοι των εκτρόπων θα τιμωρηθούν αυστηρά».

Στην ίδια σελίδα ο διορισμένος από τις δυνάμεις του Άξονα πρόεδρος της κυβέρνησης Γεώργιος Τσολάκογλου σε συνέντευξη Τύπου ανακοινώνει μεταξύ άλλων ότι «Ο λαός των Αθηνών και του Πειραιώς μετά καταπλήξεως επληροφορήθη σήμερον τα δεδικαιολογημένα όσον και αυστηρά μέτρα ως και τας προειδοποιήσεις των γερμανικών αρχών, αίτινες εξάντλησαν την υπομονήν των». Και συνεχίζει «Είνε λυπηρόν ότι ο αντίκτυπος των ανοήτων τούτων πράξεων ολίγων ασυνειδήτων ατόμων, άτινα είμαι βέβαιος ότι δεν ερηνεύουν την γνώμην της ολότητος του ελληνικού λαού, ούτε την θέλησιν των γενναίων πολεμιστών, εις την έντιμον τάξιν των οποίων ασφαλώς τα άτομα ταύτα δεν ανήκουν, εμπίπτει επί των ώμων του εχεφρονούντος και νομοταγούς ελληνικού λαού». Την ίδια μέρα στα Αθηναϊκά Νέα, δημοσιεύεται άρθρο που αναφέρεται στη συνέντευξη Τύπου του Τσολάκογλου ο οποίος μεταξύ άλλων δηλώνει «Προειδοποιούμε όλους ότι ημείς, οι οποίοι εσώσαμεν το άνθος του ελληνικού λαού από άσκοπον άδικον και βέβαιον θάνατον, δεν είμεθα διατεθειμένοι να επιτρέψωμεν ν’ αναξιοπαθήσει ο λαός από την υστερικήν αισθηματολογίαν ολίγων μίσθαρνων οργάνων ξένης προπαγάνδας».

Την πρώτη μέρα του Ιουνίου 1941 στο πρωτοσέλιδο της εφημερίδας Ελεύθερον Βήμα γίνεται λόγος για έργα ανοήτων ή εγκληματιών ενώ σε τίτλο διαβάζουμε ότι «Η κυβέρνησις δεν θ’ ανεχθή να υφίσται κολάφους ο λαός εξ’ αιτίας μερικών ανοήτων οργάνων της ξένης προπαγάνδας». Στο άρθρο αναφέρεται ότι «αν οι κύριοι αυτοί δεν συνέλθουν και πάλιν συνείδησιν των υποχρεώσεών τους απέναντι της ολότητος, αν δεν διακόψουν αυτοθωρεί την κυριολεκτικώς αντεθνικήν των δράσιν, τότε θα πρέπει ο ελληνικός λαός μόνος του να αναλάβη την αυτοπροστασίαν του απέναντι των κακοποιών».

Ο συντάκτης των άρθρων στηλιτεύει τους Έλληνες εμπόρους οι οποίοι «κατά παραγνώρισιν πάσης έννοιας επαγγελματικής ευθύτητος, επεδόθησαν εις συστηματικήν αισχροκέρδεια εις βάρος των Γερμανών στρατιωτών», ενώ σημειώνει ότι πρέπει να σταματήσουν «αι παιδαριωδίαι, ας κτυπηθούν οι ασοβάρευτοι, ας κτυπηθούν αμειλίκτως οι ύπουλοι και ιδιοτελείς». Χρέος όπως γράφεται είναι να διατρανώσουν οι Έλληνες την ευγνωμοσύνη τους προς τους Γερμανούς, οι οποίοι «συμπεριφέρονται απέναντί μας ουχί ως νικητές αλλ’ ως φίλοι». Στο φύλλο του Ελεύθερου Βήματος της επόμενης μέρας πληροφορούμαστε για τις ανακρίσεις κατόπιν διαταγής του υπουργού Δικαιοσύνης Αντώνιου Λιβιεράτου για το θέμα της γερμανικής σημαίας.

Την ίδια μέρα στο πρωτοσέλιδο της Καθημερινής σε άρθρο με τίτλο «Κακούργοι πράξεις» γίνεται λόγος για τις εφημερίδες και τον «πρόεδρο της Κυβερνήσεως» που «ησχολήθησαν τας ημέρας αυτάς με ωρισμένας μωροτάτας –ατυχώς όχι μόνον μωράς αλλά καθαρώς και απροσχηματίστως εγκληματικάς, λόγω των μοιραίων συνεπειών τα οποίας συνεπάγονται- εκδηλώσεις αναξίων του ονόματος του Έλληνος ατόμων και χαρακτήρισαν τας εκδηλώσεις αυτάς ως αντιπατριωτικά και στρέφοντας κατά της ευημερίας του εθνικού συνόλου».

Διαβάζουμε επίσης ότι από τις πρώτες μέρες η πόλη όπως και το σύνολο της κατεχόμενης Ελλάδας «ήρχισε να ζη ζωήν ομαλήν και να γνωρίζει τας προπολεμικάς συνθήκας», ενώ ο συντάκτης αναρωτιέται «εις ποίον σημείον η ελληνική Κυβέρνησις εχρειάσθη την συνδρομήν των γερμανικών αρχών και έμεινεν αβοήθητος;». Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο κατακεραυνώνει όσους σαμποτάρουν εκείνους που προστάτεψαν τον λαό από τους Βρετανούς και φτάνουν στο άκρον άωτον της οικτρότητας να αφαιρέσουν «και αυτήν την πολεμικήν σημαίαν των από τον βράχον της Ακροπόλεως, όπου κατ ευγενή και αβρόφρονα διάθεσιν εκυμάτιζε παραπλεύρως της κυανολεύκου». Στον τίτλο άλλου άρθρου που περιλαμβάνει την ανακοίνωση του Γερμανού φρούραρχου της Ακρόπολης στο οποίο σημειώνεται ότι διενεργούνται αυστηρές ανακρίσεις και οι ένοχοι θα τιμωρηθούν με την ποινή του θανάτου, τονίζεται μεταξύ άλλων ότι «Οφείλεται ευγνωμοσύνη προς τας αρχάς της κατοχής».

Στο πρωτοσέλιδο της Βραδυνής (2/6/1941) φιγουράρουν ειδυλλιακές φωτογραφίες «από την ζωήν των Γερμανών στρατιωτών στην Ελλάδα», ηθοποιών του γερμανικού στρατού να δίνουν παράσταση «εις ένα αρχαίο Ελληνικόν θέατρον» και ενός Γερμανού στρατιωτικού να καλλωπίζεται εις ένα ελληνικόν κουρείον. Υπάρχει πιο περίτρανη απόδειξη ότι οι Γερμανοί είναι φίλοι μας; Στο ίδιο πρωτοσέλιδο ελάχιστα εκατοστά πιο κάτω ο συντάκτης αλλάζει ύφος «Δεν είναι δυνατόν να ήσαν άνθρωποι με σώας τας φρένας αυτοί που υπεξήρεσαν, εν ώρα νυκτός, την Γερμανικήν Σημαίαν η οποία εκυμάτιζεν επί της Ακροπόλεως, παραπλεύρως της Εθνικής μας Σημαίας. Πάντως δεν είναι δυνατόν να ήσαν Έλληνες που αγαπούν το Έθνος των. Διότι μόνον παράφρονες ή όργανα ξένης προπαγάνδας ημπορούσαν να διαπράξουν μίαν τόσον επαίσχυντον, αλλά και τόσον επικίνδυνον, ως προς τας συνεπείας της, πράξιν».

Ο συντάκτης φροντίζει επίσης να ενημερώσει ότι «Είναι βεβαίως περιττόν να τονισθή ότι ο ελληνικός λαός εν τω συνόλω του θλίβεται ειλικρινώς δια τας παράφρονας αυτάς πράξεις ελαχίστων και μεμονωμένων ατόμων, των οποίων άλλως τε είναι άγνωστος εισέτι η προέλευσις και τας αποδοκιμαζει με αποτροπιασμόν και αγανάκτησιν». Αφού πλέκει το εγκώμιο της σημαίας με τον αγκυλωτό σταυρό τον οποίο καλύπτουν ήδη πολλές δάφνες δόξης εις τα πολυάριθμα πεδία των μαχών καθώς και παραθέτει θετικά σχόλια του Φύρερ για τον ελληνικό λαό και στην ουσία προσπαθεί να εξηγήσει στον αναγνώστη ότι είναι μεγάλη του τιμή η κατάληψη της χώρας από τα γερμανικά στρατεύματα, ο συντάκτης κλείνει το κείμενο με οργή και απαξίωση για εκείνους που δεν σέβονται το σύμβολο της φιλίας και της συνεργασίας, δηλαδή τη σημαία με τη σβάστικα πάνω στον βράχο της Ακρόπολης. Γι’ αυτούς λοιπόν τους ασυνείδητους γράφει ότι «ή δεν έχουν σώας τας φρένας ή είνε εχθροί της ίδιας των της Πατρίδας».

Στα Αθηναϊκά Νέα της ίδιας μέρας γίνεται λόγος για οικτρές πράξεις που δημιουργούν κακή ατμόσφαιρα όσον αφορά τις σχέσεις του ελληνικού λαού με τους εκπροσώπους του Γερμανικού Ράιχ. «Αι σκέψεις τας οποίας αναπτύσσομεν και τώρα, όπως κάθε άλλην φοράν δεν έχουν παρά μίαν αφετηρίαν: την ειλικρινή πρόθεσίν μας όπως συμβάλωμεν εις το έργον της ψυχολογικής προσαρμογή του τόπου μας επί της πραγματικότητος η οποία εδημιουργήθη. Όπως υποβοηθήσωμεν και ημείς εις το να καταστεί βαθυτέρα και ευρυτέρα η κατανόησις των συνθηκών, αίτινες μετά την πολεμικήν περιπέτειαν αποτελούν τους ζωτικούς και αποφασιστικού παράγοντας της εθνικής ζωής μας».

Γίνεται μια αναφορά στις απώλειες του πολέμου για την ελληνική πλευρά και στη φιλική συμπεριφορά των Γερμανών και τελικά αυτό που καταλαβαίνει κάποιος είναι πως ό,τι έγινε ήταν μια φριχτή παρεξήγηση, ότι τζάμπα χάθηκαν τόσες ζωές και ότι αφού δεν μπορούμε να αλλάξουμε το παρελθόν, τι να κάνουμε, νερό κι αλάτι, και τέλος πάντων για να επανέλθουμε στο θέμα «Είνε εύλογον κατόπιν τούτου ο ελληνικός λαός να αισθάνεται βαθείαν και ζωηράν αγανάκτησιν δι’ όλας αυτάς τας οικτράς πράξεις και εκδηλώσεις, τας τόσον αντιθέτους προς την έννοιαν της ελληνικής τιμής». Εδώ ο συντάκτης ξέχασε να αναφέρει την αξία της φιλοξενίας που κρατά από την αρχαία μας Ελλάδα. Παρ’ όλα αυτά συνεχίζει αναφερόμενος σε «ηθική πώρωση και ασέβεια προς τας ιερωτέρας παραδόσεις του πολιτισμού μας» (ο δωσιλογισμός συγκαταλέγεται άραγε σε αυτές κατά τον συντάκτη;) ενώ αναφέρεται «στας ιδιαιτέρας συνομιλίας των τας ωμότητας που διεπράχθησαν εν Κρήτη, στιγματίζοντες ούτω το ελληνικόν όνομα και παρουσιάζοντες εις τα όμματα του κόσμου ως μίαν πρωτόγονον ζούγκλαν την πατρίδα μας». Φυσικά εννοεί τη Μάχη της Κρήτης η οποία είχε ξεκινήσει λίγες μέρες πριν.

Το δημοσίευμα συνεχίζει με φράσεις όπως «Οι Γερμανοί μας εφέρθησαν ως φίλοι», «Δεν μας προσέβαλον εις τίποτε» για να καταλήξει και πάλι στο θέμα των ημερών που είναι η υποστολή της ναζιστικής σημαίας σημειώνοντας ότι όσοι ευθύνονται για την πράξη «Είνε πεπωρωμένοι άνθρωποι ή όργανα ξένων». Ενώ είναι πλέον βέβαιος ότι «Και όλος ο ελληνικός λαός θα ακούση με ανακούφισιν την λήψιν παντός μέτρου, και του πλέον αυστηρού, που θα αποφασισθή εναντίον των. Δια να εξουδετερωθούν το ταχύτερον. Και δια να αφήσουν την Ελλάδα, την τιμίαν, την γνωρίζουσαν να εκτιμά και να αγαπά τους αληθινούς φίλους της, να τραβήξη των δρόμον της παρά το πλευρόν των, εις μίαν Ευρώπην, καλλιτέραν της χθεσινής».

Κι επειδή όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν, έπειτα από αυτή την παράθεση δημοσιευμάτων, ίσως ήρθε η κατάλληλη στιγμή να αναφωνήσομεν «Ζήτω το Έθνος».

• Θερμές ευχαριστίες στον Κώστα Αδαμόπουλο για τη συνδρομή του στη συγκέντρωση του αρχειακού υλικού. 

Documento Newsletter