Όταν ο Μάνος Αντώναρος έγραφε για τη Ρίκα Βαγιάννη και τον Γιάννη Διακογιάννη

Όταν ο Μάνος Αντώναρος έγραφε για τη Ρίκα Βαγιάννη και τον Γιάννη Διακογιάννη

Μάνος Αντώναρος, Ρίκα Βαγιάνη. Δύο δημοσιογράφοι που δεν υπάρχουν πια στη ζωή κι ένα κείμενο που θα τους συνδέει άρρηκτα.

Πρόκειται για ένα κείμενο που είχε γράψει ο Μάνος Αντώναρος το 2012, επ ευκαιρία των Ολυμπιακών Αγώνων και ενός εξαιρετικού κείμενου της Ρίκας Βαγιάννη, μέσω του οποίου θυμόταν τον Γιάννη Διακογιάννη.

«Η Ρίκα κι ο μπαμπάς της(μας)

Με τη Ρίκα Βαγιάννη δεν είμαστε φίλοι με τη στενή έννοια του όρου. Δεν τηλεφωνιόμαστε. Δεν πίνουμε καφέδες μαζί. Δεν μοιραζόμαστε τα μυστικά μας… αλλά αγαπιόμαστε. Τουλάχιστον εγώ την αγαπώ πολύ και θέλω να σας διευκρινίσω πώς δεν αγαπώ πολλούς απ’ αυτό το επάγγελμα… πιθανότατα να μην αγαπούν πολλοί και μένα.

Όταν όμως τη δω στο απέναντι πεζοδρόμιο… ακόμα και να βιάζομαι θα περάσω οπωσδήποτε απέναντι για να της σκάσω ένα φιλί. Είναι σπαθί η Ρίκα κι αυτό το εκτιμώ βαθειά.

Κάναμε κάποτε μαζί (για μικρό χρονικό διάστημα) ραδιοφωνική εκπομπή στον 9.84. Τέλεια… ατάκα στην ατάκα… περνάγαμε υπέροχα.

Ηταν καλοκαιράκι και ετοιμαζόμουν να πάρω (πρώτος) άδεια.

Καθώς ήμασταν off air μου λέει:

-Σου΄χω νέα.

-Για πες…

-Δεν θα πας άδεια αύριο.

-Γιατί;

-Επειδή θα πάω εγώ… είμαι ερωτευμένη με έναν τύπο και πρέπει αύριο να φύγω οπωσδήποτε μαζί του διακοπές.

(Είμαι εύκολος άνθρωπος σ’ αυτά. Αλλωστε σε όλη μου τη ζωή πρόσεξα (έδωσα σκληρές μάχες) για να ‘μια σε μόνιμη άδεια. Το να μεταθέσω τις δικαοπές μου για αργότερα δεν είναι για μένα big deal.)

Την κοίταξα στα μάτια. Με κοίταξε και εκείνη. Σταθερά.

-ΟΚ… της ειπα…

-Ωραία… σου΄χω κι άλλα νέα…

-Για πες…

-Θα μου δώσεις και το μισθό σου (15νθήμερο) γιατί ο δικός μου δεν μου φτάνει…

-ΟΚ!

-Α, και ένα τελευταίο: Θα κλέψω και μια εβδομάδα από τις δικές σου διακοπές.

Χαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχα! Τους αγαπώ αυτούς τους ανθρώπους που ξέρουν να παίρνουν αυτό που θέλουν και εκείνοι που τους το δίνου, είναι χαρούμενοι που το κάνουν…

Την έχασα για μερικά χρόνια μέχρι που μου τηλεφώνησε μερικές μέρες πριν τους Ολυμπιακούς της Αθήνας…

-Δεν μου λες ποδήλατο ξέρεις;

-Αμέ.

-Ωραία. Σου΄χω μια πρόταση που αποκλείεται να αρνηθείς…

-Ακούω….

-Θα έρθει ένας διάσημος αγγλος δημοσιογράφος… ο οποίος θέλει το εξής: Έναν Ελληνα δημοσιογράφο…που να μιλάει καλά αγγλικά… και ένα δίπλό ποδήλατο… θα κάνουν τη διαδρομή Μαραθώνας-Καλογρέζα και οσο ποδηλατούν ο Ελληνας θα του εξηγεί διάφορα για τον Σπύρο Λούη… για τους αρχαίους Ολυμπιακούς… για τη διαδρομή…κλπ… θα το δει όλος ο πλανήτης (νομίζω ότι ήταν παραγωγή του BBC) και με έχουν βάλει να βρω τον συνάδελφο… Και εγω βρήκα εσένα… Καλή βόλτα… θα αρνηθείς μόνο αν είσαι τρελλός … που πολύ το φοβάμαι, αλλά θα το ξεπεράσουμε… ή αν έχεις πάθει εμφραγμα.

Επεσα κάτω από τα γέλια…

-Γιατί γελάς παιδάκι μου; με ρώτησε.

-Επειδή πρίν μια εβδομάδα βγήκα από την εντατική από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου.

Συνήθως η Ρίκα έχει πάντα την τελευταία ατάκα… Αυτή τη φορά όμως την έριξα νοκ ντάουν στο πρώτο λεπτό του πρώτου γύρου. Εμεινε (απίστευτο για τα κυβικά της) αμίλητη.

Εγω συνέχιζα να γελάω.

-Είσαι πολύ μαλάκας…. ψιθύρισε… είσαι καλά βρε;

-Ναι, τώρα είμαι μια χαρά. Σ’ ευχαριστώ που σκέφτηκες εμένα…

-Να’σαι καλά… Φιλιά… Να προσέχεις ακούς;

Η Ρίκα Βαγιάνη είναι η κόρη του Γιάννη Διακογιάννη. Είμαι ακριβώς (πιο ακριβώς δεν γίνεται) της γενιάς που μεγάλωσε με τη φωνή του τιτανομέγιστου αυτού σπορτκάστερ (κι όχι –βέβαια- μόνο)…Αυτές τις μέρες που (κουτσο)βλέπω Ολυμπιακούς με τρώει το χέρι μου να γράψω γι’ αυτόν. Δεν το’χω κάνει επειδή είμαι σίγουρος ότι δεν έχω την ικανότητα να γράψω γι’ αυτή τη φωνή… not even close… Το πόσο θέλω όμως δεν λέγεται… όταν μάλιστα διάβασα το πολύ γενναιόδωρο άρθρο για τους σύγχρονους σπορτκαστερς που έγραψε ο Νίκος Παπαδογιάννης (με τον οποίον ψιλο-πικράθηκα που με άφησε ξεκρέμαστο στο θέμα του Βουγιούκα και της (μη)συμμετοχής του στην Εθνική Ομάδα) έδωσα πραγματική μάχη με τον εαυτό μου να μην γράψω για τον κ. Διακογιάννη… μέχρι που διάβασα το post που έγραψε για τον μπαμπά της η Ρίκα στο protagon.

To κάνω (αν και δεν το συνηθίζω) copy/paste για να το διαβάσετε…. Για να καταλάβετε εσείς που δεν ξέρετε και για συγκινηθείτε εσείς που΄χατε την ευτυχία να τον ακούσετε.

Νessouno,mai*: Ο μπαμπάς λείπει σε ταξίδι για δουλειές

«Μούχει σπάσει τα νεύρα», μουρμούραγε η μάνα μου στις φιλενάδες της τα ολυμπιακά καλοκαίρια.

Κρυφάκουγα .

«Ότι τι, δηλαδή;”

«Ποτέ, μα ποτέ, δεν είναι εδώ. Δεν έχω άντρα εγώ!».

«Μα λείπει για τους Αγώνες! Είναι αυτός λόγος διαζυγίου;»

Ποτέ δεν ήταν “εδώ” τέτοια εποχή, Οι Ολυμπιακοί Αγώνες στο σπίτι μας είχαν πάντα τον τίτλο της ίδιας ταινίας: «Ο μπαμπάς λείπει σε ταξίδι για δουλειές» -και να σκεφτείτε πώς η ταινία δεν είχε καν γυριστεί.

Αν δεν είχαμε Ολυμπιακούς, είχαμε Μουντιάλ. Κι αν δεν είχαμε Μουντιάλ είχαμε Παγκόσμιο Στίβου, κι αν δεν είχαμε Παγκόσμιο Στίβου, είχαμε Τελικούς Κυπέλλου, Πρωταθλητριών, ή Κυπελλούχων ή Ουέφες, ή Πανευρωπαϊκό, και πάει λέγοντας.

“Μεγαλώσαμε μαζί του», μου λένε όλοι, σαν συνενοημένοι. «Μεγαλώσαμε με τη φωνή του».

Κι εγώ με τη φωνή του μεγάλωσα. Ποτέ δεν ήταν σπίτι. Κι όταν ήταν, πάλι δεν ήταν. Αν δεν είχε ταξίδια, είχε εφημερίδα, κι αν δεν είχε εφημερίδα, είχε εκπομπή, η «Αθλητική Κυριακή» και ο «Κόσμος της Μπάλας». Κι αν δεν είχε εκπομπή, είχε γήπεδο, ή σύσκεψη και δεν ξέρω κι εγώ ποια άλλη ζουρλαμάρα.

Δεν κατάφερε να με κάνει να αγαπήσω το γήπεδο. Θυμάμαι το δέος του μπροστά στον Πελέ και τον Κρόιφ. Ο μεγάλος αθλητής του έφερνε ρίγη, σε όποιο αγώνισμα κι αν κατέβαινε.

Στο γήπεδο, πάντως, αρχίσαμε άσχημα. Με πήρε κανα δυό φορές μαζί του, εγώ, αντί για φάσεις και τεχνικές ξεσήκωσα ό,τι μπινελίκι και γαμοσταβρίδι εκσφενδονιζόταν στη Λεωφόρο. Μισή μερίδα παιδί. Ένα κυριακάτικο απόγευμα ρώτησα τη μαμά μου αν χωράει στον πωπό του διαιτητή μια ολόκληρη ποδοσφαιρική μπάλα. Και αλήθεια βοηθάει να βάλεις βαζελίνη για να περάσει από τη σούφρα του και επίσης, τι ακριβώς είναι η σούφρα, μαμά;

Κάπως έτσι κόπηκαν τα σούρτα-φέρτα στα ματς. Μαχαίρι.

Κατάφερε όμως να με κάνει να αγαπήσω το στίβο. Ο στίβος ήταν άλλο πράμα-εκκλησία. Η μαμά με άφηνε να πηγαίνω μαζί του όσο ήθελα. Στο στίβο, κανείς δεν ήθελε να βάλει τίποτα στον πωπό κανενός, με βαζελίνη ή χωρίς. Ή, τουλάχιστον, δεν το ξεφώνιζε. Ο στίβος ήταν Αγώνες. Αμιλλα. Κάτι σαν έντονη πνευματική εμπειρία στην οποία συμμετείχαν σε κρεσέντο όλες οι αισθήσεις αν το έβλεπε κανείς, τουλάχιστον, από τη δική του ματιά.

«Και πάμε στο ύψος: Εδώ οι αθλητές προετοιμάζονται για το άλμα» ανακοίνωνε ψιθυριστά στη μετάδοση, σαν να προέτρεπε το κοινό να μην ταράξει την ηρεμία του άλτη. Εδινε σήμα στον ηχολήπτη ότι ετοιμάζεται να «κόψει» μικρόφωνο. Κι άρχιζε τα πριβέ: Στριμωχτή εγώ, μισό παιδί, πολύ αδύνατο, στην καμπίνα δίπλα του. Κάπνιζε αμέτρητρα Gitanes στον κλειστό θαλαμίσκο. Στην Αμερική του σήμερα, θα τον είχαν πάει μέσα για έκθεση ανηλίκου σε θανατηφόρο παθητικό κάπνισμα. Δεν ήθελε να πάει Ατλάντα: Δεν γούσταρε. Εβλεπε μέσα από τον αθλητισμό να έρχονται σκοτεινές εποχές, έβλεπε πράγματα που οι άλλοι δεν διακρίναμε, ήταν φάσεις μπροστά, κουσούρι της δουλειάς, να προβλέπει.

Χρόνια πριν, εγώ μισή μερίδα παιδί: Στα τρία μέτρα μπροστά μας, ο Βζόλα, ετοιμαζεται να καταρρίψει το παγκόσμιο ρεκόρ, μετά την απόσπαση του Πανευρωπαϊκού χρυσού Nέων στο ύψος. Ή κάτι τέτοιο. Αρχίζαν τα πριβέ.

«Κοίτα τον. Όχι, το άλμα, Ρίνγκο: την αυτοσυγκέντρωση να βλέπεις, εδώ είναι η δύναμη, Αυτός, θα δεις, θα γίνει μέγας άλτης. Θα γράψει ιστορία.”

Μάλιστα. Τσεκ.

Όχι το άλμα, λοιπόν, αλλά το αμέσως πριν: Την προς τα μέσα κατάδυση.

«Κάνε άλμα μεγαλύτερο από τη φθορά», έγραφε το “Σηματολόγιο” του Ελύτη. Aυτά τα φρόντιζε η μάνα μου στο σπίτι, αφήνοντας –τάχα μου- τυχαία ανοιχτά βιβλία στο τραπέζι της κουζίνας. Εκανε απελπισμένες προσπάθειες να μην εξελιχθώ σε γρυλλίζοντα σκυλο-χούλιγκαν, αλλά πλαγίως, ήξερε ότι δεν θα διάβαζα ποτέ κάτι που θα μου υποδείκνυε, δήθεν για να “καλλιεργηθώ”. Υποδορείως κούμπωναν εντός μου, κλικ-κλακ, η ποίηση κι ο αθλητισμός, το κορμί το σάρκινο και το Άλλο, το πώς το λέγανε, να δεις, ψυχή το λέγανε. Κλικ-κλακ.

Μεγάλωνα.

Ανάμεσα στον Πελέ και τον Ελύτη, τη Μοσχολιού και το Φον Κάραγιαν. Όλα έβγαζαν νόημα. Ακόμα και τα πιο ανεξήγητα. Από το λυσασμένο Μπερναμπέου ως την Επίδαυρο της ΅Ορέστειας΅ του Κουν, κι από τον Τάφο του Ινδού ως τη Scala, με κόκκινη Πανσέληνο. «Νessouno, mai», κι όμως, όλα είχαν νόημα.

Η ζωή μας, ένα Gitanes με φίλτρο.

Ψαχνόμουν. Μισή γυναίκα πια.

«Κοίτα τις που είναι σαν άντρες, Ρίνγκο»: Δεν μάσαγε τα λόγια του για τα γενειοφόρα θηλυκά εκτρώματα του «μεγαλείου» της τότε Ανατολικής Γερμανίας, «Κοίτα τις. Αυτό δεν είναι αθλητισμός, είναι τερατογένεση- ο άνθρωπος πρέπει να αγωνίζεται στα ανθρώπινα μέτρα, μόνο τότε αξίζει. Που θα μας οδηγήσουν όλες αυτές οι επιδόσεις, όλα αυτά τα ρεκόρ, αναρωτιέμαι…

Δεν είχε απάντηση. Καμιά φορά όμως, αξίζει να κάνεις μόνο την ερώτηση: Η προς τα μέσα κατάδυση, που λέγαμε.

Ελειπε πολύ. Συνέχεια. Αλλά εμένα, δεν μου «έλειπε». Η αγάπη εκπέμπει πιο δυνατά από το τηλεοπτικό σήμα.

Εντάξει, μείνανε και κάτι ψιλο-οιδιπόδεια –τα λένε και σύνδρομα της Ηλέκτρας- αν είστε πολύ ψείρας στα ψυχαναλυτικά. Εντάξει, ακόμα βλέπω Αγώνες από ξένα μόνο κανάλια, ή με τη φωνή στο mute. Από κακία που δεν είναι η φωνή του.

Μου έμαθε πως οι Ολυμπιακοί κύκλοι συμβολίζουν τις ανθρώπινες φυλές- κι ο τελευταίος όλη την ανθρωπότητα: Ολοι μας, από ένας κρίκος στης ζωής την εύθραυστη, αλλά αιώνια αλυσίδα. Η πάσα ουσία είναι η ισότητα και η συνύπαρξη, αλλιώς δεν αγωνιζόμαστε, απλώς πηδάμε παλούκια, σαν τα πιθήκια, με το συμπάθειο κιόλας.

Κανένα αξίωμα δεν δέχτηκε, καμιά τιμή δεν καταδέχτηκε. Όταν τα παράτησε, τα παράτησε ξερά. Όπως τα Gitanes- πέταξε το πακέτο μαζί με τα μικρόφωνα και δεν κανακοίταξε καπνό. Χωρίς εθισμούς και κολλήματα σε «περασμένα μεγαλεία».

Στο φίνις κρίνονται όλα.

«Οι κίτρινοι, Ρίνγκο, είναι καλοί στο πίνγκ πόνγκ, ας πούμε, και στα γυμναστικά. Οι άσπροι στο τένις και τα άλματα, οι μαύροι στις αποστάσεις και τα σπριντ. Αλλά αυτό δεν σημαίνει απολύτως τίποτα, Ρίνγκο. Το φυσικό πλεονέκτημα καλό είναι, αλλά ο αθλητισμός είναι μαγεία είναι ζωή, όλο απρόοπτα, κανενός το χρώμα δεν σημαίνει τίποτα. Στο φίνις κρίνονται όλα.»

Τώρα λείπει πάλι.

Αυτές τις μέρες, κάπου στις μικρές Κυκλάδες, ίσως πάρει το μάτι σας έναν όμορφο, ηλιοκαμένο παππού, που μπαινοβγαίνει ακατάπαυστα σ’ ένα επαρχιακό νοσοκομείο: Προσέχει τη γυναίκα του που ανέβασε πυρετό στις διακοπές. Της φέρνει νέα, αναψυκτικά και ψαρόσουπα από τη διπλανή ταβέρνα. Η εξέλιξη του συναρπαστικού αγώνα «Μαμά vs Πνευμονία», αναμεταδίδεται στο τηλέφωνο λεπτομερώς, ανάλαφρα, ελλειπτικά, αλλά ουσιαστικά: Δεν σας κάνω πλάκα, είναι γοητευτικός, ακόμα κι όταν περιγράφει νοσηλείες! Aχ, όντως, Νessouno, mai…

«Μου σπάει τα νεύρα», μουρμουράει η μάνα μου. «Δεν φεύγει λεπτό από εδώ. Του λέω, έλα, πήγαινε μια βόλτα, να δεις κανένα αγώνισμα, να ξεσκάσεις, αυτός τίποτα, εδώ, μπάστακας δίπλα μου, όλη μέρα, ασχολείται μαζί μου. Κι έχουμε και Ολυμπιακούς αγώνες!.»

«Ρε μάνα, το ότι σου συμπαραστέκεται ολοψύχως ο άντρας σου όταν ασθενείς, δεν το λες ακριβώς και λόγο διαζυγίου».

«Το ξέρω. Αρρωστη είμαι, παιδί μου, όχι ηλίθια»

Η προς την αγάπη κατάδυση. Πριν το άλμα και μετά. Πάνω από τη φθορά.

Στο σπίτι το δικό μας, πάλι, στην άλλη άκρη της Ελλάδας, οι Oλυμπιακοί Αγώνες παίζουν επί 24ώρου βάσεως.

Με τη φωνή στο mute, μπαμπά. Νessouno,mai…

Και με το νου στο finish, εκεί που κρίνονται όλα.»

Αχ, βρε Ρίκα… νάξερες μόνο πόσα “αδέλφια” έχεις!»

(Πηγή: gazzetta.gr)

Documento Newsletter