Όταν ο Λαπαθιώτης πήγε στο σπίτι του Καβάφη

Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης γεννήθηκε σαν σήμερα, τα ξημερώματα της 31ης Οκτωβρίου 1888 σε ένα σπίτι της πλατείας Αγίων Θεοδώρων στο κέντρο της Αθήνας. Γιος του μαθηματικού και ανώτερου στρατιωτικού Λεωνίδα Λαπαθιώτη, ο οποίος διετέλεσε βουλευτής τη διετία 1903-05 και υπουργός στρατιωτικών το 1909 και της Βασιλικής Παπαδοπούλου –ανιψιάς του Χαρίλαου Τρικούπη– είχε την ευκαιρία να μεγαλώσει σε ένα περιβάλλον το οποίο του πρόσφερε τα ερεθίσματα και την καλλιέργεια που τον έκαναν να ξεχωρίσει ως λαμπρή προσωπικότητα των γραμμάτων. 

Φύση ανήσυχη, ασχολήθηκε από πολύ νωρίς με την ποίηση ενώ επίσημα εμφανίστηκε στα γράμματα το 1905 στο περιοδικό «Νουμάς». Τα περισσότερα έργα του τα έγραψε στο σπίτι του κάτω από τον λόφο του Στρέφη όπου έζησε για περισσότερες από τέσσερις δεκαετίες. Εκεί έβαλε τέλος στη ζωή του στις 8 Ιανουαρίου 1944, με το όπλο του πατέρα του. 

Στο αυτοβιογραφικό κείμενο «Η ζωή μου», το οποίο πρωτοδημοσιεύτηκε σε συνέχειες στο περιοδικό «Μπουκέτο» (Απρ.-Οκτ. 1940) καταγράφει στιγμιότυπα του βίου του. Το ενδιαφέρον με αυτό το κείμενο το οποίο κυκλοφορεί σε αυτοτελή τόμο από τις εκδόσεις Κέδρος, είναι ότι μέσα από αυτές τις περιγραφές φωτίζει και πλευρές της πνευματικής ζωής κατά τις τρεις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Παραθέτουμε το απόσπασμα στο οποίο περιγράφει τη γνωριμία του με τον Κωνσταντίνο Καβάφη κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού του στην Αίγυπτο. 

 

«Όπως ήταν φυσικό, και το περίμενα, χάρις στη φιλολογική μου ιδιότητα, από τις πρώτες μέρες της αφίξεώς μας, ήρθα σ’ επαφή με τους καλλιτεχνικούς και φιλολογικούς κύκλους, που αφθονούσαν εκεί πέρα. Και τότε, κάποιος Αλεξανδρινός φίλος μου, μου πρότεινε να πάω να γνωρίσω τον Καβάφη, που, ομολογώ, πως την εποχή εκείνη ελάχιστα τον είχα παρακολουθήσει, και δεν τον είχα ακόμη εκτιμήσει όσο του άξιζε, όπως συνέβη όταν τον γνώρισα καλύτερα, αργότερα. Πήγαμε, λοιπόν σπίτι του, ένα απόγεμα προς το βράδυ. Ο ιδιόρρυθμος σε όλα του και χαριτωμένος ποιητής, προειδοποιημένος για το γεγονός της επισκέψεώς μας, είχε αναμμένες προς τιμήν μου τις σπανίας τέχνης κρεμαστές δαμασκηνές του λάμπες και μας περίμενε. 

«Λυγερότατος, περιποιητικότατος, με δέχτηκε θερμά και ζωηρά, και καθισμένοι στα ντιβάνια του μικρού, χαρακτηριστικού, εντελώς ανατολίτικού, γραφείου-σαλονιού του, κουβεντιάσαμε για όλα τα ζητήματα που μας απασχολούσαν. Με την ιδιάζουσά του προφορά, που από τότε απαθανατίστηκε από τόσους και τόσους γνώριμούς μου, την ξενική και ραφιναρισμένη, με τις ειρωνικές και ιδιότυπα φινετσάτες μεταπτώσεις κι αποχρώσεις, μου έκαμε εξαίρετη εντύπωση , λεπτότατου και ευχάριστου “causer”. Έφυγα, υποσχόμενος να ξαναπάω σύντομα, κι αφού μας πρόσφερε, μ’ ένα σωρό ορεκτικά, από τ’ αγαπημένο του κονιάκ. Έπειτα όμως με την έντονη και πολυάσχολη ζωή μου τον ξέχασα, τ’ ομολογώ και βράδυνα πολύ να ξαναπάω».