Όταν ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής εγκαινίαζε το 2007, το Μουσείο Δημοκρατίας στον Άη Στράτη, το νησί που επί δεκαετίες υπήρξε τόπος εκτοπισμού πολιτικών εξορίστων, γνώριζε καλά και δεν δίστασε να το πει ότι «διασώζεται, αναδεικνύεται, παραδίδεται σ’ αυτή τη γενιά και τις επόμενες ο χώρος που στα “πέτρινα χρόνια” της ελληνικής ιστορίας του περασμένου αιώνα στέγαζε το νοσηλευτήριο εκτοπισμένων για τα πολιτικά τους φρονήματα Ελληνίδων και Ελλήνων -ανάμεσα στους οποίους ο Γιάννης Ρίτσος, ο Μενέλαος Λουντέμης, ο Μάνος Κατράκης, ο Τίτος Πατρίκιος-».
Όπως δεν δίστασε να πει, αν και πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, ότι «Σήμερα οι Έλληνες, ανεξάρτητα από ιδεολογικές αφετηρίες και εκλογική συμπεριφορά, τιμούμε όλες και όλους όσοι αγωνίστηκαν για αξίες και ιδανικά, θέτοντας το συλλογικό πάνω από το προσωπικό συμφέρον. Αποδεικνύουμε στην πράξη το σεβασμό μας στις αγωνίστριες και τους αγωνιστές απ’ όλο το πολιτικό φάσμα».
Όλα αυτά, ηθελημένα προφανώς, ο τωρινός πρωθυπουργός και πρόεδρος της ΝΔ Κυριάκος Μητσοτάκης ως γνήσιος νεοφιλελεύθερος αναθεωρητής τα αγνόησε, θέλοντας να εξοστρακίσει τις μνήμες και να αποστειρώσει τα βιώματα. Κάπως έτσι τα στρατόπεδα εξορίστων και οι πολιτικές που τα δημιούργησαν «εξαφανίζονται» και τα νησιά της εξορίας αποκαλούνται… τοπόσημα, σαν να είναι οι ουρανοξύστες που υποτίθεται ότι θα στηθούν στο Ελληνικό όταν βρουν «επενδυτές».
Για αυτόν, τους λογογράφους και τους υπόλοιπους παρατρεχάμενούς του, πρέπει να πάψουν να υπάρχουν μνήμες. Για να γίνει πιο εύκολο το να πάψουν να υπάρχουν δικαιώματα. Και η Δημοκρατία να εκπέσει σε αυτό το αυταρχικό για την πλειονότητα αλλά ιδιαίτερα προσοδοφόρο για τους λίγους καθεστώς, που σκιαγραφούν οι πολιτικές της μητσοτακικής ΝΔ.