Όταν ο Καμύ αντίκρισε το Μανχάταν

Όταν ο Καμύ αντίκρισε το Μανχάταν

Στις 10 Μαρτίου 1946, λίγους μήνες προτού συμπληρώσει τα 33 του χρόνια, ο Αλμπέρ Καμύ ταξίδεψε στις ΗΠΑ στο πλαίσιο μιας σειράς διαλέξεων που θα έδινε σε αμερικανικά πανεπιστήμια – μεταξύ των οποίων το Χάρβαρντ. Ήταν ήδη διάσημος δημοσιογράφος και συγγραφέας, 11 χρόνια προτού γίνει παγκοσμίως γνωστός παίρνοντας το Νόμπελ Λογοτεχνίας.

«Το ταξίδι μου στην Αμερική μού έμαθε πολλά πράγματα και θα μου χρειαζόταν πολύς χρόνος για να τα εκθέσω λεπτομερώς εδώ. Πρόκειται για μια μεγάλη χώρα, δυνατή και πειθαρχημένη μέσα στην ελευθερία, μα που αγνοεί πολλά πράγματα, και πρώτα απ’ όλα την Ευρώπη» θα έλεγε αργότερα στον πρώην δάσκαλό του στο δημοτικό, Λουί Ζερμέν, τον οποίο ευχαρίστησε δημόσια όταν έλαβε το Νόμπελ – επρόκειτο για τον άνθρωπο που πιστεύοντας στον Καμύ του έκανε αφιλοκερδώς μαθήματα εξασφαλίζοντάς του υποτροφία για το λύκειο.

Οι σημειώσεις του για τις ΗΠΑ περιλαμβάνονται στο βιβλίο «Ημερολόγια ταξιδιού» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πατάκη (μτφρ. Νίκη Καρακίτσου-Douge, Μαρία Κασαμπάλογλου-Roblin) και αποτελούν το ένα από τα δύο ημερολόγιά του για τα ταξίδια που έκανε στην αμερικανική ήπειρο σε διάστημα δύο χρόνων – το άλλο αφορά εκείνο στη Λατινική Αμερική το 1949. Εξαρχής φαίνεται να νιώθει άβολα με όσα βιώνει στο πλοίο (πέντε άτομα μένουν σε καμπίνα τεσσάρων), ενώ προσπαθεί να αναρρώσει από μια γρίπη που τον ταλαιπωρεί. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος που περιγράφει τους συνταξιδιώτες του τους οποίους δεν πολυσυμπαθεί –«σκατόφατσες, διεφθαρμένες από την απληστία και την ανικανότητα» περιγράφει μια παρέα επενδυτών–, ενώ η μόνη του παρηγοριά δείχνει να είναι δύο συνταξιδιώτισσές του.
Έχει μεγάλο ενδιαφέρον η άποψή του για τη Νέα Υόρκη, γιατί φαίνεται να είναι παγιωμένη εκ των προτέρων, σε βαθμό που αγγίζει τα όρια της προκατάληψης. «Ανεβαίνουμε το λιμάνι της Νέας Υόρκης. Καταπληκτικό θέαμα παρά την καταχνιά ή και εξαιτίας της. Εδώ βρίσκονται η τάξη, η εξουσία, η οικονομική ισχύς. Η καρδιά τρέμει μπροστά σε τόση θαυμαστή απανθρωπιά. […] Κούραση. Η γρίπη μου επανέρχεται. Και με πόδια που τρέμουν, δέχομαι το πρώτο ξάφνιασμα της Νέας Υόρκης. Με την πρώτη ματιά, βλέπω μια πόλη απεχθή και απάνθρωπη».

Εντυπωσιάζεται με τη φιλοξενία, την εγκαρδιότητα και τη ζωοφιλία των Αμερικανών, με τους οδοκαθαριστές που φορούν γάντια και με την κυκλοφορία που γίνεται με πειθαρχία. Ωστόσο όλοι γύρω του του φαίνονται σαν να έχουν βγει από b-movies, τον ενοχλούν οι τεράστιες φωτεινές διαφημιστικές επιγραφές, το μεγάλο μέγεθος των πάντων, το εύρος και η άνεση, καθώς και οι ουρανοξύστες που στα μάτια του συμβολίζουν το απόγειο της αλαζονείας.

Συναντιέται με σπουδαίου εκδότες, επιμελητές και μεταφραστές, για τους οποίους δεν αναφέρει πολλά, ωστόσο όπως γράφει η πρώτη φορά που νιώθει καλά είναι όταν μπαίνει στην Τσαϊνατάουν. «Δειπνούμε στην Τσαϊνατάουν. Και για πρώτη φορά αναπνέω σ’ έναν τόπο όπου συναντώ την αληθινή ζωή, την ξέχειλη και μετρημένη που αγαπώ». Η δεύτερη φορά που δείχνει ότι περνάει καλά είναι «Σε μια νέγρικη μπουάτ, με τον Δόκτορα Τζέρρυ Γουίντερ. Ο Ρόκκο, ο νέγρος πιανίστας, ο πιο καταπληκτικός απ’ όσους άκουσα εδώ και χρόνια. Παίζει όρθιος σε ένα κυλιόμενο πιάνο που το σπρώχνει μπροστά του. Ο ρυθμός, η δύναμη, η ακρίβεια αυτού του παιξίματος, και ο ίδιος που συμμετέχει, πηδά, χορεύει, ρίχνει το κεφάλι και τα μαλλιά του δεξιά κι αριστερά. Εντύπωση πως μόνο οι νέγροι δίνουν τη ζωή, το πάθος και τη νοσταλγία σε τούτη τη χώρα που αποικίζουν με τον τρόπο τους».

Στο τέλος του ταξιδιού αυτού ο Καμύ σε ρόλο τραγικού ήρωα στοχάζεται το μέλλον του. «Σε εικοσιπέντε χρόνια θα είμαι 57 χρονών. Εικοσιπέντε χρόνια, λοιπόν, για να πραγματοποιήσω το έργο μου και να βρω αυτό που ψάχνω. Ύστερα τα γηρατειά και ο θάνατος». Ωστόσο, το νήμα της ζωής του κόπηκε πολύ νωρίτερα, στις 4 Ιανουαρίου 1960 σε τροχαίο δυστύχημα, όταν επέβαινε στο αυτοκίνητο που οδηγούσε ο φίλος του εκδότης Μισέλ Γκαλιμάρ.

 

Documento Newsletter