Το 1960 η ταινία του Μικελάντζελο Αντονιόνι «L’ avventura» διαγωνίζεται στο φεστιβάλ των Κανών για τον Χρυσό Φοίνικα. Το τέλος της επίσημης πρεμιέρας του φιλμ, βρίσκει το κοινό αρχικά μουδιασμένο. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα όμως ξεσπά σε άγριες αποδοκιμασίες κατά του ιταλού σκηνοθέτη, ο οποίος σοκαρισμένος και βουρκωμένος φεύγει από την αίθουσα.
Η 29χρονη τότε Μόνικα Βίτι, η πρωταγωνίστρια του φιλμ και αργότερα σύντροφος του σκηνοθέτη, επίσης έφυγε κλαίγοντας από την αίθουσα του Παλέ. Σε μια συνέντευξη της πολλά χρόνια μετά, αναφέρθηκε στο παραπάνω στιγμιότυπο ως εξής: «Ήταν φριχτό. Του φέρθηκαν τόσο άσχημα που παραλίγο να τον διαλύσουν». Ευτυχώς για τον Αντονιόνι, την επόμενη μέρα οι πρώτες θετικές κριτικές που δεν επηρεάστηκαν από τα γιουχαΐσματα του κοινού, μίλησαν για ένα σπουδαίο γεμάτο καινοτομίες φιλμ. Για μια ταινία στην οποία, για πρώτη φορά ίσως στην ιστορία του σινεμά, ο ψυχισμός μιας γυναίκας αποδόθηκε «με τόση μεγάλη ακρίβεια από ένα άντρα σκηνοθέτη». Το αίνιγμα που σκεπάζει την υπόθεση (η μυστηριώδης εξαφάνιση μιας γυναίκας κατά τη διάρκεια κρουαζιέρας μεγαλοαστών στα ιταλικά Αιολικά νησιά), δεν είναι τίποτε παραπάνω από την έκφραση αναζήτησης νοήματος σε μια τελματωμένη ζωή από πλευράς ηρωίδας. Πίσω από την εξαφάνιση της δυσαρεστημένης με την μονότονη ζωή της Άννας, κρύβεται η κριτική του σκηνοθέτη για την μπουρζουαζία της χώρας του, με όπλα του την κατάργηση της παραδοσιακής αφήγησης και την επιστράτευση νουάρ (ένα είδος που λάτρευε ο Αντονιόνι) συμβόλων. Είναι χαρακτηριστική η σκηνή, που οι ράθυμοι και μπλαζέ φίλοι της Άννας, εξακολουθούν να απολαμβάνουν τις ανέσεις των θαλασσινών διακοπών ακόμη κι όταν το θρίλερ ξεκινά μόλις γίνεται αντιληπτή η εξαφάνιση της. Μόνο η κολλητή και ο φίλος της θα συνεχίσουν τις έρευνες για τον εντοπισμό της.
Ο Αντονιόνι με το φιλμ αυτό εγκαινίασε την περίφημη τριλογία (κατά άλλους αναλυτές τετραλογία καθώς προσθέτουν δίπλα στα «Περιπέτεια», «Νύχτα», «Έκλειψη» και την «Κόκκινη έρημο») της μοναξιάς και της αποξένωσης. Χρησιμοποιώντας την αποστασιοποίηση του δράματος, τελετουργικούς αργούς ρυθμούς και ένα ασυνήθιστο στυλ (η επικέντρωση στις οπτικές συνθέσεις με την ανάλυση των χαρακτήρων να λειτουργεί συμπληρωματικά) ο ιταλός σκηνοθέτης αμφισβητεί παραδοσιακούς κανόνες στον κινηματογράφο και προβαίνει στην διατύπωση μιας ριζοσπαστικής κινηματογραφικής γλώσσας που επηρέασε αμέτρητους σκηνοθέτες μέχρι και σήμερα. Το φιλμ του Ασγκάρ Φαραντί «Τι απέγινε η Έλι;» για παράδειγμα, που γυρίστηκε το 2009 κι έκανε διάσημο παγκοσμίως τον ιρανό σκηνοθέτη, είναι μια πιστή αντιγραφή της «Περιπέτειας» μεταφερμένη στο Ιράν του σήμερα καθώς αφηγείται τις περιπέτειες μια παρέας ιρανών αστών που πηγαίνουν εκδρομή στην Κασπία θάλασσα, όταν η όμορφη Έλι εξαφανίζεται χωρίς να αφήσει κανένα ίχνος.
Η «Περιπέτεια» κατάφερε τελικά να φύγει θριαμβεύτρια από τις Κάνες το 1960. Δεν κέρδισε μεν τον Χρυσό Φοίνικα, ο οποίος πήγε στο «La dolce vita» του Φελίνι αλλά απέσπασε το δεύτερο σημαντικό βραβείο του φεστιβάλ, εκείνο της Κριτικής Επιτροπής, που το μοιράστηκε με το ιαπωνικό «Odd obsession» («Ακόλαστη σάρκα» η ελληνική του… μετάφραση) του Κον Ιτσικάουα, ένα υπαρξιακό θρίλερ γύρω από το δράμα ενός ανικανοποίητου ερωτικά άντρα, που αποτελεί μεταφορά του μυθιστορήματος «Key» του διάσημου συγγραφέα Γιασουχίρο Τανιζάκι.
Σήμερα η «Περιπέτεια» θεωρείται μια ταινία-σταθμός στην ιστορία του κινηματογράφου και ένα από τα 5 κορυφαία φιλμ του 1960 μαζί με τα «Ψυχώ», «Με κομμένη την ανάσα», «La dolce vita» και «Ο Ρόκκο και τα αδέλφια του». Η ταινία προβάλλεται την Πέμπτη 27 Οκτωβρίου (Παγκόσμια ημέρα οπτικοακουστικής κληρονομιάς) στο πλαίσιο του αφιερώματος Cinema made in Italy/Athens που διοργανώνει η Ταινιοθήκη της Ελλάδος σε συνεργασία με τη Cinecittà, την πολιτιστική πρωτοβουλία της Ιταλικής Πρεσβείας Tempo Forte και το Ιταλικό Μορφωτικό Ινστιτούτο Αθηνών.
https://www.festival-cannes.com/en/films/avventura#pid=3876