Όταν η ψυχανάλυση διδάσκει  την πολιτική

  Όταν η ψυχανάλυση διδάσκει  την πολιτική

Η πολιτική των Μακρόν-Μητσοτάκη  και τα  ψυχαναλυτικά σημεία

Τι λάθος κάνει ο Γάλλος πρόεδρος και περισσότεροι από 3,5 εκατομμύρια πολίτες σε όλη τη Γαλλία βρίσκονται στους δρόμους διαδηλώνοντας για τις «μεταρρυθμίσεις»  του Εμανουέλ Μακρόν;

Όσοι πολιτικοί σκέφτονται σαν τον  Μακρόν όπως και ο κ. Μητσοτάκης   με τον αυτοκρατορικό τους εξουσιασμό  καταργούν ένα πολιτικό αξίωμα. Πρόκειται για το αξίωμα σύμφωνα με το οποίο οι πολιτικές εξελίξεις  διαθέτουν τις  διαφυγές που κατανεύουν σταθερά προς τα ρήγματα, τις ρωγμές, (δηλαδή τις αποκλιμακώσεις) οι οποίες δρομολογούν άλλες αποκαταστάσεις ανταπόδοσης των πολιτικών διαδικασιών. Αυτή η πολιτική τακτική αποτελούσε ένα αξίωμα που θεμελιώθηκε στον ευρωπαϊκό πολιτικό πολιτισμό με τη Γαλλική Επανάσταση.

Δε θα φανεί παράξενο αλλά η ψυχανάλυση (η οποία φαίνεται να είναι αρκετά αποστασιοποιημένη από την πολιτική) διαθέτει την εργαλειοθήκη εκείνη η οποία μας χαρίζει το περίγραμμα του διαστοχασμού που   φωτίζει  τις αναδιφήσεις οι οποίες αντλούν κριτήρια  αξιολογικού χαρακτήρα και που αναμφισβήτητα  θα ήταν αναγκαίες   για τις μορφές εξουσίας.

Οι  Μισελίν και Ευγένιος   Ενρίκεζ  σε άρθρο τους στο περιοδικό Topique το 1971 μιλώντας για τον τρόπο σκέψης  της ψυχαναλυτικής «θεραπευτικής», δηλαδή για τους κανόνες και τις  εργαλειακές  τους  αλυσώσεις και για το αν θα πρέπει να ανατρέπονται εκείνοι (οι κανόνες) όταν δημιουργούν περαιτέρω προβλήματα και καταλήγουν σε αδιέξοδα μας δίνουν ένα μοντέλο χειρισμού πλήρως όμως εφαρμόσιμο και για την πολιτική.

Η ψυχανάλυση δημιουργεί μια φυγοκέντριση που  αδειάζει τα αδιέξοδα των ολοκληρωτικών εξουσιών  θα μας πουν οι Μισελέν και Ευγένιος Ενρίκεζ. Στη δομική της λειτουργία δεν καλαφατίζει τις ρωγμές (όπως κάνει η πολιτική) αλλά  καναλιζάρει μέσα από τις ρωγμές τις αντιθέσεις ως χαρισματικές εξαιρέσεις.

Παλιά συνταγή (αλλά ξεχασμένη πια)  η οποία  υπήρχε στις συμμετοχικές  κοινωνίες  και έτσι εξουδετέρωναν τις αντιθέσεις οι οποίες δημιουργούσαν  δυσεπίλυτα προβλήματα.

Σε κάποια μελέτη του ο Ευγένιος Ενρικέζ  θα πει ότι την ψυχανάλυση την εφηύρε ο Φρόϋντ και όχι ο Μπρόϊερ γιατί ακριβώς δε φοβήθηκε να βγάλει στο φως την αντίθεση του αναλυόμενου και ούτε προσπάθησε  να  καλαφατίσει την αντίθεση του.

Ο ψυχαναλυτής δεν προβάλλει καμία βία σε αντίθεση με τον πολιτικό. Μάλιστα ο αναλυόμενος  με τη σιωπηλή  παρουσία του ψυχαναλυτή, δε συναντά αντιστάσεις, ούτε κατευθύνεται σε  στερητικούς κανόνες, σε αντίθεση με τον πολιτικό ο οποίος  με την αδιαλλαξία του, την «αλαθοσύνη» του, την παράλογη διεκδίκηση του,  λειτουργεί στερητικά  και χειραγωγικά.

Πριν τη Γαλλική Επανάσταση υπήρχε το μοντέλο του πολιτικού  πατερούλη (το κύριο σημαίνον le signifiant maistre) το οποίο θα χάσει  τη συμβολική επίδρασή του με τη Γαλλική Επανάσταση. Ωστόσο στη μεταμοντέρνα και παγκοσμιοποιημένη εποχή μας, κάποιοι πολιτικοί μαζί με την τεχνοποιημένη διαχείριση και  αυτοματοποιημένη διοίκηση επιμένουν να καλλιεργούν το μοντέλο του πολιτικού πατερούλη γιατί αισθάνονται ότι αποτελεί τη φόρμα κυριαρχίας.

Ο Μακρόν και ο Μητσοτάκης στην Ευρώπη αποτελούν τα μοντέλα του μετανεωτερικού πολιτικού πατερούλη. Βολεμένοι  σε εκείνο που αναφέρει ο Μαξ Χορκχάιμερ ότι η πολιτική στο εγγύς μέλλον θα αποτελεί ένα μηχανισμό που θα καλύπτει τις δημιουργημένες ανάγκες, αλλά θα  εξαφανίζει και το νόημα από την ανθρώπινη δράση. Παράλληλα οι πολιτικοί διαχειριστές (πάντα κατά τον Χορκχάιμερ)  θα λειτουργούν κάτω από μια παιδαριώδη πρακτική. Ένα μοντέλο όμως του πολιτικού πατερούλη  αναπαριστάνει τη  σχέση της κυριαρχίας γι’ αυτό και οι Μακρόν, Μητσοτάκης, επιθυμούν να αντιπροσωπεύσουν το νόμου του σημαίνοντος του.

Και οι  δύο (Μακρόν Μητσοτάκης) έχουν κοινές πολιτικές λειτουργίες. Αρνούνται με πείσμα τους ανασχηματισμούς των κυβερνήσεων τους, ακόμη και αν κάποιοι πολιτικοί τους, εκφράζουν σκανδαλώδη ανικανότητα. Εφαρμόζουν ένα «βιο-πίνακα» (όπως θα έλεγε ο Μισέλ Φουκώ) πειθαρχικής εξουσίας. Αποποιούνται όλες τις ευθύνες τους γιατί κληρώθηκαν όπως πιστεύουν εκείνοι  ως «ανεμέσητοι» και «θεείκελοι» να σώσουν τους λαούς τους.  Επέλεξαν για τη διακυβέρνηση των χωρών του ένα στελεχιακό δυναμικό προσώπων ως σύμβουλοι ή ως διαχειριστές δημοσίων οργανισμών που προέρχονται από το τραπεζικό περιβάλλον και σαφώς  εμφορούνται από μια «ηθική της προσωρινότητας» όπως θα έλεγε ο Άκτον.

Η πολιτική διαχείριση των Μακρόν και Μητσοτάκη δημιουργούν επιδιωκόμενες τελικές καταστάσεις. Το είδαμε με τα κίτρινα γιλέκα,  με τις  εξελίξεις του συνταξιοδοτικού στη Γαλλία, αλλά και  με τους ανεμβολιάστους πολίτες και υγειονομικούς στην Ελλάδα.  Εισάγουν κριτήρια οφέλους στο όνομα της ελεύθερης αγοράς η οποία αυτοδικαιολογείται και δεν υπόκειται σε έλεγχους. Παράλληλα στεγανοποιούν μηχανισμούς που καλύπτουν τα σκάνδαλα. Το σκάνδαλο Uber Files και παράνομες χρηματοδοτήσεις των προεκλογικών εκστρατειών το 2017 και το 2022, στην αμερικανική εταιρεία Mckinsey  για τον Μακρόν και πολυάριθμα σκάνδαλα για τον Μητσοτάκη. Η ελληνική περίπτωση είναι ιδιαίτερη,  δεδομένου ότι υπάρχουν ιδεομανείς υπουργοί του κέρδους στην κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη, όπου μπορούμε να μιλάμε πλέον  για μια παθολογική απόληξη μιας ροπής για κερδοσκοπία από κυβερνητικά στελέχη δίχως φρένο.

Επιπλέον και οι δύο διαθέτουν μια  αυτοκρατορική  συμπεριφορά με έναν εγγενή δογματισμό. Τόσο το ύφος τους, όσο και η πρωθυπουργική λειτουργία τους εκφράζουν μια απόσταση από τον πολίτη  αναγνωρίζοντας στην εξουσία το διπλασιασμό του εαυτού τους και την ενοποίηση του εαυτού τους (Μακιαβέλι). Ενώ δημιουργούν μορφές κοινωνικού αποκλεισμού και διατηρούν μια ψυχρή ουδετερότητα στην κατανόηση των πληγέντων   από τη σαρωτική βαρβαρότητα της πολιτικής που εφαρμόζουν.

Επηρμένοι, αδιάλλακτοι, με υπερβολική αίσθηση της κατοχής και της κυριαρχίας, ανατρέπουν το σχήμα εξουσίας του Ζακ Λακάν που περιγράφει τη σχέση δούλου – αφέντη μέσα από τη σχέση τυφλού και παραλυτικού έτσι όπως απεικονιζόταν στις εικονοποϊές  του 15ου αιώνα, όπου ο παραλυτικός (αφέντης) κουβαλούσε τον τυφλό (δούλο). Σε μια αντιμετάθεση της θεματικής το παραπάνω σχήμα στην περίπτωση του Μακρόν και Μητσοτάκη αλλάζει. Έτσι ο ηγέτης είναι ο τυφλός από τον ναρκισσισμό του και ο δούλος είναι ο παραλυτικός από την άγνοια και τον φόβο του. Η εξέλιξη είναι ότι  δημιουργείται έτσι μια  πολιτική τύφλωση η οποία  γίνεται  ευμενής.

Ο Απόστολος Αποστόλου είναι καθηγητής πολιτικής και κοινωνικής φιλοσοφίας

Documento Newsletter