Από τον Ματίας Ζίντελαρ στον Αντρές Εσκομπάρ και από τον υιό Τσαουσέσκου στον Ιρανό παλαιστή Ναβίντ Αφκαρί
Στην τραγική υπόθεση του Ναβίντ Αφκαρί η λέξη-κλειδί ήταν «Κισάς». Η απόφαση για την εκτέλεση του Ιρανού πρωτοπαλαιστή ελήφθη από την οικογένεια του θύματος, οφθαλμόν αντί οφθαλμού, αίμα για το αίμα, με σφραγίδα «επαναστατικού δικαστηρίου».
Ωστόσο, οι ανθρωπιστικές οργανώσεις και η Διεθνής Αμνηστία ρίχνουν την ευθύνη στη σκληροπυρηνική ιρανική κυβέρνηση και ισχυρίζονται ότι ο Αφκαρί ομολόγησε τον φόνο που διέπραξε κατόπιν βασανιστηρίων. «Τον σκοτώσατε επειδή κατέβαινε σε αντικυβερνητικές διαδηλώσεις» ξεσπαθώνουν.
Η ΔΟΕ απειλεί να αποβάλει το Ιράν, η Ευρωπαϊκή Ενωση καταδικάζει τη βαρβαρότητα και η αθλητική κοινωνία θυμάται τους αθλητές που μαρτύρησαν στο όνομα της ελευθερίας, της ισότητας και της δημοκρατίας. Κάποιοι άντεξαν, άλλοι όχι. Για κάθε Νάντια Κομανέτσι υπάρχει ένας Ματίας Ζίντελαρ. Τους ενώνουν όλους ο Μοχάμεντ Αλι, οι μαύρες γροθιές των Κάρλος – Σμιθ,ο Τζέσε Οουενς, ακόμη και ο Κόλιν Κάπερνικ.
To φευγιό της Νάντια
Η Ρουμάνα θεά της ενόργανης γυμναστικής Νάντια Κομανέτσι ήταν επί πέντε χρόνια άβουλη μαριονέτα του μέθυσου σαδιστή Νίκου Τσαουσέσκου, ο οποίος την έδερνε, τη βίαζε και τη βασάνιζε. «Κάποτε η κόρη μου γύρισε σπίτι με τα νύχια βγαλμένα» αποκάλυψε η μητέρα της, Αλεξαντρίνα. «Θα ήθελα να κρεμάσουν αυτό τον άνθρωπο από τη γλώσσα ώσπου να ψοφήσει». Η διάσημη ολυμπιονίκης είχε αυτοκτονικές τάσεις, αλλά κατόρθωσε να αυτομολήσει από τη Ρουμανία το 1989, στα 28 της, με προορισμό τις ΗΠΑ (όπου ζει ακόμη), λίγο προτού πέσουν οι Τσαουσέσκου. Ο γιος του δικτάτορα καταδικάστηκε σε εικοσαετή κάθειρξη, αλλά απελευθερώθηκε και πέθανε από κίρρωση του ήπατος το 1996 σε ηλικία 45 ετών.
Ο Βιεννέζος Ματίας Ζίντελαρ ήταν ο «Μότσαρτ του ποδοσφαίρου», ο «χάρτινος» όπως τον αποκαλούσαν όσοι θαύμαζαν τις λεπτεπίλεπτες ντρίμπλες του με την περίφημη «Βούντερτιμ» της Αυστρίας. Οταν η πατρίδα του προσαρτήθηκε στη ναζιστική Γερμανία το 1938, ο 35άχρονος Ζίντελαρ αρνήθηκε να φορέσει τη φανέλα με τη σβάστικα. «Γέρασα και θα τα παρατήσω» δικαιολογήθηκε. Εναν χρόνο αργότερα βρέθηκε νεκρός στο διαμέρισμά του από δηλητηρίαση μονοξειδίου του άνθρακα μαζί με τη μνηστή του. Η Γκεστάπο είχε φακελώσει τον Ζίντελαρ και παρακολουθούσε το καφενείο όπου σύχναζε, οπότε οι φήμες για δολοφονία του δύστροπου αρτίστα της μπάλας έγιναν χιονοστιβάδα. Η επίσημη εκδοχή ήταν «ατύχημα». Ο Ζίντελαρ ανακηρύχθηκε αθλητής του αιώνα στην Αυστρία.
«Eφονεύθη χθες ο Πούσκας» παιάνισε το πένθιμο εμβατήριο η «Αθλητική Ηχώ» της 26ης Οκτωβρίου 1956. «Εμάχετο επί κεφαλής τμήματος επαναστατών εις την Βουδαπέστην. Εβλήθη από ριπήν πυροβόλου». Τα εκκωφαντικά fake news διαψεύστηκαν από το ίδιο το… θύμα, αλλά η ουγγρική επανάσταση μαινόταν. «Δεν γίνεται να επιστρέψουμε στη Βουδαπέστη» αποφάσισαν οι ποδοσφαιριστές της παινεμένης εθνικής ομάδας. Και βάλθηκαν να φυγαδεύουν τις οικογένειές τους. Ο Πούσκας,ο Κότσιτς και ο Τσίμπορ ζήτησαν πολιτικό άσυλο στη Δύση και οργάνωσαν τουρνέ για οικονομική ενίσχυση των 200.000 προσφύγων, ενώ ο γκολκίπερ Γκρόσιτς μετέτρεψε το σπίτι του σε άσυλο για τους εξεγερμένους. «Να επιστρέψετε αμέσως και να ετοιμαστείτε για την τιμωρία σας» γάβγισε το υπουργείο Αθλητισμού. Η χρυσή ομάδα ξεκληρίστηκε, αλλά κανείς δεν νοιαζόταν πια για το ποδόσφαιρο.
Το καμάρι του Σαντάμ
Ο Ουντάι Χουσεΐν δεν ήταν μοναχά γιος του Σαντάμ αλλά και πρόεδρος της Ολυμπιακής Επιτροπής του Ιράκ επί 19 χρόνια: ένας κτηνώδης Νίκου Τσαουσέσκου της Μέσης Ανατολής. Οι μαρτυρίες που έφτασαν στη ΔΟΕ μιλούσαν για τουλάχιστον 50 δολοφονημένους ή άγρια βασανισμένους αθλητές που τόλμησαν να υστερήσουν στους αγωνιστικούς χώρους. Ο Ουντάι τους φυλάκιζε σε ανήλιαγα κελιά, τους έδερνε με σιδερόβεργες, τους χτυπούσε στα πέλματα, τους έσερνε ημίγυμνους στα πεζοδρόμια, τους «βάπτιζε» σε βοθρολύματα, τους ξύριζε τα κεφάλια και τα κατουρούσε. Ακόμη και ο σημαιοφόρος στην ολυμπιάδα του 1996 αρσιβαρίστας Ραέντ Αχμέντ συγκαταλέγεται στις ορδές των ταπεινωμένων. Ο Ουντάι σκοτώθηκε το 2003 στο Τικρίτ, στις μάχες που δρομολόγησαν την εκθρόνιση του πατέρα του. Προαλειφόταν για νέος Σαντάμ.
Στη Βόρεια Κορέα τα βασανιστήρια είναι μάλλον ψυχολογικά παρά σωματικά. Οταν οι ποδοσφαιριστές της εθνικής ομάδας γύρισαν με άδεια χέρια από το Μουντιάλ του 2010 (τρεις ήττες, 1-12 τέρματα) σύσσωμη η αποστολή υποχρεώθηκε σε εξάωρη «ανάκριση» από κυβερνητικούς παράγοντες μπροστά στα μάτια εκατοντάδων αθλητών, προπονητών και επισήμων. Ο προπονητής Κιμ Γιονγκ-Χουνγκ καταδικάστηκε σε καταναγκαστικά έργα μερικών εβδομάδων. Οι δημόσιες ταπεινώσεις είναι κλασική μέθοδος του κόμματος προς τους αθλητές που αποδεικνύονται ανάξιοι του χρίσματος, ιδίως όταν χάνουν από Κινέζους, Γιαπωνέζους, Αμερικανούς και Νοτιοκορεάτες. «Εμάς το 1966 ο Κιμ Ιλ-Σουνγκ μας έκλεισε σε κελιά επειδή μαθεύτηκε ότι πίναμε και ξενυχτούσαμε με γυναίκες» εξομολογήθηκε ένας από τους ποδοσφαιριστές που τότε έφτασαν στα παγκόσμια προημιτελικά