Ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης μιλάει για την εμπειρία της πρώτης διαδικτυακής διοργάνωσης
Για πρώτη φορά έπειτα από δύο δεκαετίες το Φεστιβάλ Ντοκιµαντέρ Θεσσαλονίκης δοκιµάζει –αναγκαστικά– έναν νέο τρόπο διεξαγωγής του, χωρίς τη φυσική παρουσία θεατών. O Ορέστης Ανδρεαδάκης, καλλιτεχνικός διευθυντής του φεστιβάλ, µιλάει για τις δύσκολες αποφάσεις ελέω κορονοϊού, την οµαλή και επιτυχηµένη online διοργάνωση καθώς και την ψυχραιµία που απαιτείται στο ενδεχόµενο ενός δεύτερου κύµατος που θα βάλει και πάλι το σινεµά στον πάγο.
Το Φεστιβάλ Ντοκιµαντέρ Θεσσαλονίκης στην εποχή του κορονοϊού. Ποια ήταν η µεγαλύτερη δυσκολία που αντιµετωπίσατε σε αυτήν τη διοργάνωση;
Η πιο δύσκολη απόφαση που πάρθηκε και σίγουρα από τις πιο δύσκολες στην ιστορία του θεσµού ήταν η αναβολή του 22ου Φεστιβάλ Ντοκιµαντέρ. Η αµέσως επόµενη ήταν η απόφαση να το πραγµατοποιήσουµε online. Οµως έπρεπε να σκεφτούµε τους κινηµατογραφιστές που µας εµπιστεύτηκαν τις ταινίες τους, τους εργαζόµενους που περίµεναν να δουλέψουν και φυσικά τους θεατές που αδηµονούσαν να δουν ντοκιµαντέρ. Αναδιοργανωθήκαµε, προσαρµοστήκαµε στις νέες διαδικτυακές απαιτήσεις και βγήκαµε στον αέρα.
Η απόφαση να διεξαχθεί το φεστιβάλ online ήταν κάτι που προέκυψε προφανώς µε βαριά καρδιά. Θεωρείτε ότι δικαιωθήκατε µε την απόφαση αυτή; ∆ώστε µας το στίγµα των συνθηκών που οδήγησαν στην οριστική µεταφορά του φεστιβάλ, τόσο χρονικά όσο και στη µορφή και στον τρόπο λειτουργίας του.
Οταν κληθήκαµε να πάρουµε την απόφαση ο κορονοϊός είχε µόλις έρθει στη χώρα µας. Τα κρούσµατα στην Ελλάδα ήταν ελάχιστα. ∆εν υπήρχε καραντίνα, δεν είχαν ξεκινήσει τα µέτρα προστασίας. Η µόνη εικόνα που είχαµε στη διάθεσή µας ήταν από το εξωτερικό. Επίσης, ήµασταν το πρώτο κινηµατογραφικό φεστιβάλ µε ηµεροµηνίες στις αρχές του Μαρτίου. Επρεπε λοιπόν να αποφασίσουµε µε βάση πιθανά σενάρια και όχι πραγµατικές καταστάσεις. Οταν τα ξεδιπλώσαµε στο τραπέζι αντιληφθήκαµε τους κινδύνους. Και πάνω από όλα την ευθύνη που είχαµε για όλον αυτό τον κόσµο: για τους εργαζόµενους, τους θεατές και τους επισκέπτες. Ο φόβος ήταν ένας: να µην αρρωστήσει κανείς. Παράλληλα µιλούσαµε µε το υπουργείο Πολιτισµού, µε τις υγειονοµικές υπηρεσίες, µε την Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας, µε τον ∆ήµο Θεσσαλονίκης και φυσικά µε δεκάδες εκπροσώπους της εγχώριας και της παγκόσµιας κινηµατογραφικής κοινότητας.
Ποιο στοιχείο ή γεγονός ήταν το πλέον απρόσµενο στη διαδικασία της online µεταµόρφωσης του φεστιβάλ;
Η νέα καθηµερινότητα και οι αντιφάσεις της. Να βρίσκεσαι κάθε µέρα µε είκοσι παράθυρα στο zoom αλλά να είσαι αποµονωµένος, µόνος. Να ανακαλύπτεις νέους τρόπους επικοινωνίας ή µάλλον τους πιο παλιούς, όπως για παράδειγµα το σταθερό τηλέφωνο που πήρε φωτιά. Το τεχνικό κοµµάτι ήταν επίσης πρωτόγνωρο. Κανείς από εµάς δεν είχε την εµπειρία και αναγκαστήκαµε να µάθουµε τα πάντα από την αρχή. Ολο το προσωπικό επανεκπαιδεύτηκε στις νέες συνθήκες, παρακολούθησε ειδικά σεµινάρια µε ξένους επαγγελµατίες και εργαζόταν ασταµάτητα επί δύο µήνες. Στην πραγµατικότητα έπρεπε να µεταφέρουµε ένα υλικό φεστιβάλ σε έναν άυλο κόσµο.
Πώς αντέδρασαν οι σινεφίλ στη νέα τάξη πραγµάτων; Υπάρχουν κάποια αριθµητικά στοιχεία από τις online προβολές να µας παραθέσετε;
Οι άνθρωποι που παρακολουθούν ντοκιµαντέρ είναι µυηµένοι σε ένα είδος το οποίο βρίσκεται µπροστά από την εποχή του. Από τους αριθµούς έγινε φανερό ότι ήθελαν να δουν τα καλύτερα ντοκιµαντέρ από όλο τον κόσµο ανεξαρτήτως τρόπου. Αυτό φάνηκε από τις πρώτες κιόλας ώρες που άνοιξε η πλατφόρµα. Τη στιγµή που απαντώ σε αυτές τις ερωτήσεις βρισκόµαστε στην έκτη ηµέρα προβολών και έχουµε ξεπεράσει τα 60.000 δωρεάν εισιτήρια. Η αλήθεια είναι πως δεν ξέραµε τι να περιµένουµε. ∆εν ξέραµε πώς θα αντιδράσει ο κόσµος µετά την καραντίνα. Οι θεατές µάς έδειξαν για ακόµη µια φορά ότι εάν τους προσφέρεις κάτι αληθινό, ουσιαστικό, θα είναι πάντα εκεί να το στηρίξουν.
Προτού ξεκινήσει το φεστιβάλ δηµιουργήθηκε ένα θέµα µε τους συµβασιούχους υπαλλήλους. Τι ακριβώς συνέβη και πώς λύθηκε το ζήτηµα;
Κάθε Μάρτιο και κάθε Νοέµβριο το φεστιβάλ προσλαµβάνει έναν µεγάλο αριθµό εποχικών υπαλλήλων µε συµβάσεις που διαρκούν από δέκα ηµέρες έως λίγες εβδοµάδες. Αυτές οι συµβάσεις χρηµατοδοτούνται από κονδύλια του ΕΣΠΑ. Για το 22ο Φεστιβάλ Ντοκιµαντέρ έγινε όπως πάντα η ίδια διαδικασία και είχαν προκηρυχθεί 136 συµβάσεις. Μάλιστα 34 από αυτές είχαν ήδη ξεκινήσει. Οµως λόγω της έκτακτης συνθήκης µε τον κορονοϊό και εξαιτίας της αναβολής του φεστιβάλ τον Μάρτιο αυτές σταµάτησαν, µε στόχο να ξεκινήσουν κανονικά ξανά µε τον εκ νέου προγραµµατισµό της διοργάνωσης. Το οποίο και έγινε µόλις οριστικοποιήθηκε η διαδικτυακή υλοποίηση του φεστιβάλ. Για το online 22ο φεστιβάλ εργάστηκε όλο το προσωπικό που είχε επιλεγεί και είχε τη δυνατότητα. Φυσικά ακολουθήσαµε ένα αυστηρό υγειονοµικό πρωτόκολλο µε καθηµερινή παρουσία γιατρού και νοσηλευτή οι οποίοι έδιναν οδηγίες για τη σωστή χρήση µάσκας, γαντιών και απολύµανσης. Εξάλλου ένας από τους βασικούς λόγους που αποφασίσαµε να κάνουµε το φεστιβάλ online ήταν ότι δεν θέλαµε να χαθεί ούτε µία θέση εργασίας.
Εκτός από την πανδηµία ποιο θεωρείτε περισσότερο το πλέον συµβολικό χαρακτηριστικό της φετινής διοργάνωσης;
Είναι αδύνατο να το αποµονώσεις από την πανδηµία. Στην πανδηµία οφείλεται κάθε απόφαση που πήραµε γι’ αυτό το φεστιβάλ. Σε συµβολικό επίπεδο, είναι το πρώτο φεστιβάλ που δεν γίνεται σε φυσικούς χώρους. Χωρίς Ολύµπιον, θάλασσα, λιµάνι, πλακόστρωτο και κουβέντες µέχρι αργά τη νύχτα.
Ξέρω ότι θα ήταν δύσκολο αν όχι άβολο να µας πείτε τα αγαπηµένα σας ντοκιµαντέρ από τη φετινή διοργάνωση. Πείτε µας όµως ένα για το οποίο να είχατε τις πιο έντονες αντιδράσεις από πλευράς θεατών.
Μου είναι εξαιρετικά δύσκολο να επιλέξω κάποιες από αυτές. Ωστόσο υπήρχε µία ταινία που δεν µπορέσαµε τελικά να τη συµπεριλάβουµε στο πρόγραµµα η οποία ήταν παγκόσµια πρεµιέρα και οι δηµιουργοί δεν ήθελαν να παιχτεί online. Ηταν το φιλµ που θα άνοιγε επισήµως το Φεστιβάλ Ντοκιµαντέρ στις 5 Μαρτίου, µε τίτλο «Τι µου έµαθε το χταπόδι;». Ηταν η κορωνίδα του αφιερώµατος για την Ανθρωπόκαινο, ένα αποκαλυπτικό ντοκιµαντέρ για τη σχέση του ανθρώπου µε τα άλλα έµψυχα όντα και την υποχρέωσή του να τα σέβεται και να συµβιώνει µαζί τους.
Φέτος το κυρίαρχο αφιέρωµα ήταν για την Ανθρωπόκαινο Εποχή. Προφανώς ο πολύς κόσµος αγνοεί τι ακριβώς σηµαίνει ο όρος αυτός. Πώς καταλήξατε σε αυτό το κόνσεπτ και πώς σκεφτήκατε να το εξηγήσετε στο κοινό;
Η λέξη «ανθρωπόκαινος» εµπεριέχει άπειρες διαστάσεις. Γεωλογικές, περιβαλλοντικές, κοινωνικές, φιλοσοφικές, πολιτικές, πολιτισµικές. Τι αφήνει τελικά το πέρασµα του ανθρώπου από τον πλανήτη; Αν αναλογιστούµε την εξαφάνιση ειδών, την οικολογική καταστροφή, τις συνέπειες των πυρηνικών δοκιµών, την κλιµατική αλλαγή, την υπερβολική χρήση πλαστικού, την υπερκατανάλωση κρέατος, καταλαβαίνουµε τι αποτύπωµα θα αφήσουµε στις επόµενες γενιές. Η τέχνη τα καταγράφει όλα αυτά µε τον καλύτερο τρόπο. ∆εν είναι άλλωστε η πρώτη φορά που ασχολούµαστε µε αυτά τα θέµατα. Πέρυσι είχαµε πραγµατοποιήσει ένα µεγάλο αφιέρωµα µε τίτλο «Γιατί να κοιτάζουµε τα ζώα», µε κεντρικό καλεσµένο τον βραβευµένο µε Οσκαρ Ελληνοαµερικανό ντοκιµαντερίστα Λούι Ψυχογιό. Οταν έπεσε στα χέρια µας ένα κείµενο για την Ανθρωπόκαινο Εποχή καταλάβαµε ότι όλα συνδέονται. Το κείµενο έγινε κείµενα, τα κείµενα βιβλία, τα βιβλία συζητήσεις κι επαφές µε δηµιουργούς και πολύ γρήγορα άρχισε να σχηµατίζεται το αφιέρωµα. Στη διάρκεια της καραντίνας το αφιέρωµα απέκτησε µια διάσταση πιο επίκαιρη. Με τον κόσµο κλεισµένο στο σπίτι του η φύση ανέπνευσε, ενώ όλα τα παραπάνω θέµατα έγιναν επιτακτικά αιτήµατα.
Ο φόβος ενός νέου κύµατος της Covid-19 τον επόµενο χειµώνα προφανώς σας απασχολεί και λόγω του µεγάλου φεστιβάλ του Νοεµβρίου. Αν συµβεί κάτι τέτοιο –που το απευχόµαστε όλοι µας φυσικά–, τι σκέφτεστε να πράξετε έχοντας πλέον και την τωρινή εµπειρία;
Φυσικά µας απασχολούν όλα αυτά και γι’ αυτό έχουµε αρχίσει να επεξεργαζόµαστε τουλάχιστον τρία διαφορετικά σενάρια. Το ιδανικό είναι να γίνει το φεστιβάλ σε φυσικούς χώρους. Αυτό αγαπάµε, αυτό περιµένουν το κοινό της Θεσσαλονίκης και ο κόσµος του σινεµά. Ωστόσο πρέπει να είµαστε έτοιµοι για όλες τις άλλες εκδοχές.
Το οικονοµικό κόστος της φετινής διοργάνωσης ποιο είναι; Πώς καλύφθηκε ή θα καλυφθεί η πιθανή οικονοµική ζηµιά που προέρχεται από την έλλειψη των εισιτηρίων και της διαφήµισης;
Ο αρχικός προϋπολογισµός για την 22η διοργάνωση του Μαρτίου ήταν 650.000 ευρώ. Μπορεί το φεστιβάλ του Μαρτίου να αναβλήθηκε, όµως είχαν δροµολογηθεί πολλές εργασίες που έπρεπε να πληρώσουµε: ενοίκια ταινιών, αποζηµιώσεις προµηθευτών, κατασκευές χώρων, τεχνικός εξοπλισµός, εκτυπώσεις έντυπου υλικού κ.ά. Τηρήσαµε στο ακέραιο όλες τις οικονοµικές υποχρεώσεις µας και δεν αφήσαµε κανένα χρέος. Φυσικά είχαµε και απώλεια εσόδων από τα εισιτήρια του φεστιβάλ σε φυσικούς χώρους που δεν έγινε. Ωστόσο όλοι σχεδόν οι χορηγοί στάθηκαν δίπλα µας και µας στήριξαν σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες και τους ευχαριστούµε. Και φυσικά πολύτιµη είναι η υποστήριξη του υπουργείου Πολιτισµού και της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας µέσω του προγράµµατος ΕΣΠΑ, τους οποίους επίσης ευχαριστούµε.