Γεννήθηκα στους Μολάους Λακωνίας στα τέλη της δεκαετίας του ’50. Από μικρός υποστήριζα τον Ολυμπιακό. Το 1965 έγινα και Μπόκα Τζούνιορς! Ο θείος ενός συμμαθητή μου, ο μπαρμπα-Σπύρος, είχε γυρίσει από την «Αργεντίνη» (sic!), όπου είχε πάει μετανάστης, και μας μιλούσε για τη «γενοβέζικη» ομάδα του Μπουένος Αϊρες. Είχα βρεθεί να έχω πάρει δώρο μια κούπα για το γάλα με το σήμα της ομάδας του μεγάλου λιμανιού, τα δε ονόματα Ρόμα, Μαρσολίνι, Ρατίν και Ρόχας είχαν ενταχθεί στο ενεργό μου λεξιλόγιο. Στο World Cup του 1966 υποστήριζα την Αργεντινή και μάθαινα τα πάντα από το «Φως».
Στις αρχές της δεκαετίας του ’70 σχεδόν όλη η Ελλάδα, μαζί κι εγώ, ήμασταν Αγιαξ και εθνική Ολλανδίας. Διπλός μεγάλος έρωτας. Ο νέος έρωτας, ορμητικός και ακάθεκτος, έκανε τον παλιό μου αργεντίνικο έρωτα να ξεχαστεί σχεδόν εύκολα. Πώς; Στις 24 Ιουνίου 1974 η Ολλανδία συνέτριψε την Αργεντινή με 4-0. Ο Κρόιφ, ο Κρολ, ο Ρεπ και πάλι ο Κρόιφ έβαλαν τα γκολ και μαζί με τους συμπαίκτες τους έδωσαν υπό ραγδαιότατη βροχή παράσταση μπαλέτου στο Γκελζενκίρχεν, το γήπεδο της Σάλκε. Εχω την ακράδαντη γνώμη ότι εκείνο το ματς είναι το αιώνιο παράδειγμα του λεγόμενου totaalfoetbal. Η ήττα της Ολλανδίας από τη Γερμανία με 2-1 στον τελικό μας έθλιψε οικογενειακώς.
Και ναι μεν το ολλανδικό ποδόσφαιρο θαυμαζόταν ακόμη, αλλά από το 1974 και μετά άρχισε να κυριαρχεί ο πρακτικός λόγος (die praktische Vernunft, θα λέγαμε με λόγια του Εμμανουήλ Καντ) της Μπάγερν Μονάχου. Θυμήθηκα τότε μια μέρα ξαφνικά ότι ο Αγιαξ είχε αποκλειστεί ήδη από τις 7 Νοεμβρίου 1973 στο Κύπελλο Πρωταθλητριών από την ΤΣΣΚΑ Σόφιας, γεγονός που με έκανε να ξαναθυμηθώ τον παλιό αργεντίνικο έρωτά μου. Νιώθω όμως την ανάγκη να το γράψω εδώ: είμαι μέχρι σήμερα Ολυμπιακός, Μπόκα Τζούνιορς και Αγιαξ – με αυτήν τη σειρά.
Ξαναθερμάνθηκε –είπα– ο έρωτάς μου για την «μπλανκοσελέστε», αλλά δεν σβήστηκε καθόλου η αγάπη μου για το πορτοκαλί χρώμα της Οράγγης. Και τα φέρνει έτσι η τύχη και στον τελικό του Μουντιάλ του 1978 βρίσκονται αντιμέτωποι στο στάδιο Μονουμεντάλ η Αργεντινή με την Ολλανδία. «Ποιον υποστηρίζουμε, Γιώργη;» ρώταγα τον εαυτό μου. Τη μια απαντούσα «οράνιε», την άλλη «μπλανκοσελέστε». Οταν ξεκίνησε ο αγώνας και είδα στην οθόνη της τηλεόρασης τον άθλιο δικτάτορα και δολοφόνο Βιδέλα είπα δυνατά και αποφασιστικά: «Ολλανδία»! Δεν θα πω πολλά, αλλά έπιανα τον εαυτό μου κάθε δύο λεπτά να παρακαλάει να μη βάλει καμία ομάδα γκολ, λες κι έτσι θα σωζόμουν από το μαρτύριο που περνούσα. Είχα μεγαλώσει όμως πια και τα λεγόμενα τρυφερά χρόνια της ζωής μου ήταν πίσω, δούλευε δε και η εκλογίκευση των πραγμάτων –τι σόι αριστερός είσαι εσύ που καταδέχεσαι να υποστηρίζεις την ομάδα που υποστηρίζουν οι φασίστες;–, να μην τα πολυλογούμε, στενοχωρήθηκα πολύ που «ηττηθήκαμε» με 3-1.
Περάσανε λίγα χρόνια. Μαζί με την αστική δημοκρατία ήρθε και έλαμψε στην Αργεντινή το άστρο του Μαραντόνα, αλλά συνάμα και τα άστρα του Βαλντάνο, του Μπουρουσάγα, του Παλέρμο, του Ρικέλμε, του Μέσι. Αλλά και στην Ολλανδία μεγαλούργησε και πάλι ο Αγιαξ και ανέτειλαν τα αστέρια του Φαν Μπάστεν, του Γκούλιτ, του Ράικαρντ… The rest is personal history. Στα 64 μου χρόνια πια το λέω άφοβα: είμαι και Ολλανδία και Αργεντινή. Παρακαλώ μονάχα ένα: να μη βρεθούν οι ομάδες μου αντίπαλοι ούτε σε φιλικό αγώνα.
*Ο Γιώργος Κεντρωτής είναι Συγγραφέας – καθηγητής στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο