Οταν το «πρότυπο» του νομοσχεδίου που ψηφίζεται τη Δευτέρα, με τις ακριβοπληρωμένες και διορισμένες διοικήσεις, υστερεί έναντι των άλλων δημόσιων
Σαν έτοιμη από καιρό, αλλά τελικά λίγο πριν εκπνεύσει η θητεία της, η κυβέρνηση της ΝΔ και η αρμόδια για τον πολιτισμό υπουργός Στυλιανή Μενδώνη φέρνουν με διαδικασίες-εξπρές για ψήφιση στη Βουλή ένα νομοσχέδιο που μετατρέπει πέντε εμβληματικά κρατικά μουσεία (Εθνικό Αρχαιολογικό, Αρχαιολογικά Θεσσαλονίκης και Ηρακλείου, Βυζαντινό και Χριστιανικό, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού στη Θεσσαλονίκη) από δημόσιες υπηρεσίες σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (ΝΠΔΔ), με ακριβοπληρωμένες και διορισμένες από τον εκάστοτε υπουργό διοικήσεις.
Με επιχειρήματα την «ευελιξία» και τον «εκσυγχρονισμό», τη δήθεν αυτοτέλεια και την ψευδεπίγραφη οικονομική αυτάρκεια, στην πραγματικότητα η κυβέρνηση θέλει να περάσει τη διαχείριση των ανεκτίμητης αξίας μουσειακών συλλογών σε χέρια ιδιωτών, «κοινωφελών» ιδρυμάτων πολιτισμού και κομματικών φίλων.
Ελλείψει σοβαρών επιχειρημάτων που να βασίζονται σε πραγματικά οικονομοτεχνικά δεδομένα ή σε συναφούς χαρακτήρα μελέτες, το μοναδικό που απέμεινε στην κυβέρνηση για να πλαισιώνει τα νεοφιλελεύθερα φληναφήματα που εκφωνούν η ίδια και οι λιγοστοί υποστηρικτές της πολιτικής της είναι να επικαλείται ως θετικό παράδειγμα το Μουσείο της Ακρόπολης που ιδρύθηκε εξαρχής ως ΝΠΔΔ.
Το μόνο, ωστόσο, που έχει να επιδείξει ως θετικό το πολυδιαφημισμένο Μουσείο της Ακρόπολης είναι ο μεγάλος αριθμός των επισκεπτών του, απόρροια των εκθεμάτων του που προέρχονται από το γνωστότερο και δημοφιλέστερο παγκοσμίως μνημείο του κλασικού κόσμου, που παραμένει, άλλωστε, και το πλέον επισκέψιμο στη χώρα. Γι’ αυτό τον λόγο εξάλλου τεράστιο όγκο επισκεπτών είχε και το παλαιό, μικρό, ανεπαρκές και μουσειολογικά ξεπερασμένο Μουσείο της Ακρόπολης πάνω στον βράχο.
Αξίζει δε να επισημανθεί πως οι επισκέπτες της Ακρόπολης είναι περισσότεροι από εκείνους του Μουσείου της Ακρόπολης. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το εννεάμηνο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου 2022 οι επισκέπτες του αρχαιολογικού χώρου ανήλθαν σε 2.378.305, ενώ στο μουσείο πήγαν σχεδόν οι μισοί (1.122.596). Στην πραγματικότητα αυτό σημαίνει αποτυχία του μουσείου να προσελκύσει τους επισκέπτες του βράχου, οι οποίοι θα είχαν επισκεφτεί αντίστοιχα τα παλαιό μουσείο αν αυτό υπήρχε. Δείχνει επίσης μια άλλη μεγάλη αδυναμία του δήθεν διοικητικά ευέλικτου και αποτελεσματικού μοντέλου του, που τόσα χρόνια δεν έχει καταφέρει να έχει ενιαίο εισιτήριο με τον αρχαιολογικό χώρο από τον οποίο προέρχονται τα εκθέματά του!
Εν ολίγοις είναι τα εκθέματα και η φήμη του μνημείου προέλευσής τους που φέρνουν τους επισκέπτες και όχι το μουσειολογικό πρόγραμμα, οι εκθεσιακές, ενημερωτικές ή εκπαιδευτικές δράσεις του μουσείου που τα φιλοξενεί.
Για το πρώτο, το μουσειολογικό του πρόγραμμα, το Μουσείο της Ακρόπολης έχει δεχτεί σφοδρή κριτική από τους πλέον ειδικούς μουσειολόγους, ενώ η εκθεσιακή του πρόταση που, ας σημειωθεί, έγινε χωρίς καν τη συμμετοχή μουσειολόγου, εγκρίθηκε εκ των υστέρων και περίπου υποχρεωτικά από το αρμόδιο Συμβούλιο Μουσείων, σε μια συνεδρίαση που τα επικριτικά σχόλια και οι αρνητικές επισημάνσεις είχαν τον κύριο λόγο.
Για τις εκθεσιακές, ενημερωτικές ή εκπαιδευτικές δράσεις του μια απλή σύγκρισή του με τα πέντε υπό μετατροπή καθεστώτος λειτουργίας κρατικά μουσεία θα ήταν συντριπτική σε βάρος του. Διότι δεν μπορούν να συγκριθούν οι συνολικά επτά περιοδικές εκθέσεις που οργάνωσε από την ίδρυσή του ως σήμερα με τις διπλάσιες που έχει οργανώσει την ίδια περίοδο το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο για παράδειγμα. Διότι δεν μπορεί να συγκριθεί το εύρος των εκπαιδευτικών του προγραμμάτων, που και αυτά τα οργάνωσε επί χρόνια με «δανεικό» προσωπικό από την Υπηρεσία Συντήρησης Μνημείων Ακρόπολης, με αυτά του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου ή του Αρχαιολογικού της Θεσσαλονίκης.
Κανένας λόγος βέβαια δεν θα μπορούσε να γίνει για την πενιχρή συμβολή του σε επιστημονικό ή ερευνητικό επίπεδο σε σύγκριση με τα πέντε κρατικά μουσεία που συνεχίζουν, παρά τις αντιξοότητες και τη μηδαμινή οικονομική ενίσχυση, να πρωτοστατούν στα πεδία αυτά, όπως εύκολα αποδεικνύεται από τις δημοσιεύσεις και τις εκδόσεις τους, τα ερευνητικά προγράμματα και τις διεθνείς συνεργασίες που αναπτύσσουν συστηματικά.
Σε καμία κριτική δεν αντέχει ούτε το επιχείρημα περί οικονομικής αυτοτέλειας, όταν το ίδιο το Μουσείο της Ακρόπολης, τον όγκο των επισκεπτών του και παρά τη μεγάλη αύξηση του αντιτίμου του εισιτηρίου του, δεν φαίνεται να προσελκύει ούτε ικανές χορηγίες, ενώ συνεχίζει να επιδοτείται από τον κρατικό προϋπολογισμό. Μόνο το 2022 επιχορηγήθηκε από το υπουργείο Πολιτισμού με 600.000 ευρώ, πέρα από τις αποζημιώσεις που έλαβε λόγω των μέτρων περιορισμού του κορονοϊού, ενώ με το νομοσχέδιο που τώρα συζητείται του χαρίζονται και περίπου 1.000.000 ευρώ από τη μη καταβολή του 30% των εισπράξεών του στο κράτος.
Τι μένει από το διαφημιζόμενο μοντέλο διοίκησης του Μουσείου Ακρόπολης που, όπως σημειώνουν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι σε αυτό, «μάλλον πρότυπο παραδείγματος προς αποφυγή αποτελεί παρά κάτι άλλο»; Οτι έχει την «ευελιξία» να στεγάζει στους χώρους του το συνέδριο της ΟΝΝΕΔ, της νεολαίας του κυβερνώντος κόμματος, ή τον εορτασμό των γενεθλίων του έκπτωτου τέως βασιλιά; Ή ότι υποχρεωνόταν, ατυχώς, ο αείμνηστος πρώτος πρόεδρος του ΔΣ του να διαφημίζει το μενού του εστιατορίου του;
Αν είναι έτσι, ευχαριστούμε, αλλά δεν θα πάρουμε.
Ο Στάθης Γκότσης Iστορικoύ στο Βυζαντινό Μουσείο, γενικού γραμματέα του Ενιαίου Συλλόγου Υπαλλήλων ΥΠΠΟ Αττικής, Στερεάς και Νήσων