Δεν είμαστε Ευρωπαίοι! Οχι, τούτη η φράση ίσως να μην αποτελεί σχήμα οξύμωρο αλλά κυριολεκτικό.
Το γεγονός ότι ζούμε τη ζωή μας πατώντας επάνω σε χώμα ευρωπαϊκό δεν μας καθιστά αυτομάτως και αυτοδίκαια Ευρωπαίους, τουλάχιστον όχι με την έννοια που οι πρωτομάστορες της Ευρωπαϊκής Ενωσης οραματίστηκαν. Ο αντικειμενικός παρατηρητής μάλλον θα διαπιστώσει πως η ΕΕ είναι μια ένωση εθνικών κυρίως αλλά και οικονομικών εγωισμών σε έναν κάθιδρο αγώνα επικράτησης του ενός έναντι τού άλλου. Στο σημείο αυτό χρήσιμη θα ήταν μια υπενθύμιση προερχόμενη από την Ιστορία. Η Ρώμη κατέκτησε τον ελληνικό κόσμο γιατί ήταν συγκροτημένη κάτω από ένα πολίτευμα που ισχυροποιούσε την εσωτερική της συνοχή την ώρα που οι Ελληνες κάθε πόλης-κράτους είχαν μια εμμονή στη μοναδικότητα και την υπεροχή της πόλης τους. Αυτό τους καθιστούσε αυτομάτως μη επιδεκτικούς στην ολοκλήρωση τής οικουμενικότητας της κοσμοθεωρίας τους σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο. Το αποτέλεσμα ήταν να υποβαθμιστεί το διακύβευμα της πολιτικής σε μια απλή επιδίωξη κάποιας εφήμερης επικράτησης του ενός έναντι του άλλου αδιαφορώντας για τα τεκταινόμενα στα δυτικά των συνόρων τους.
Στην Ευρώπη της οικονομικής ορθοδοξίας και των εγωιστικών πολιτικών ο ευρωσκεπτικισμός μάλλον ενισχύθηκε τις ημέρες της πανδημίας της Covid-19. Το δημοσιονομικό σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης δείχνει πως κέρδισε τον πρώτο γύρο αυτής της άνισης μάχης της κοινωνίας με τον ιό αφήνοντας πολλούς ανθρώπους να ζουν με αβέβαιο εργασιακό και οικονομικό μέλλον. Χωρίς κάποιο ουσιαστικό όραμα ταυτότητας, όπως περίτρανα διαφάνηκε, η ΕΕ δεν στάθηκε στο ύψος τής ιστορικής περίστασης ως ενιαία οντότητα, αλλά επέλεξε να προτάξει το εθνικό συμφέρον ενός εκάστου κράτους-μέλους έναντι του συλλογικού. Εύλογα λοιπόν ο Ευρωπαίος πολίτης θέτει το ερώτημα: προτεραιότητα στα συμφέροντα της χώρας ή της Ευρώπης; Είναι βεβαίως πρώτιστο καθήκον κάθε κυβέρνησης να διαφυλάξει και να εργαστεί για το συμφέρον της χώρας της, γι’ αυτό άλλωστε οι πολίτες τής δίνουν την ευθύνη, όμως μήπως πια έχει έρθει η στιγμή που οι καιροί και οι περιστάσεις απαιτούν το συμφέρον αυτό να διευρυνθεί; Μήπως τα κριτήρια με τα οποία οι εθνικές κυβερνήσεις λαμβάνουν αποφάσεις και χαράσσουν πολιτική πρέπει να διευρυνθούν και να συμπεριλάβουν εν τοις πράγμασι στα δομικά συστατικά τους την έννοια τής συλλογικής ευρωπαϊκής συνείδησης;
Η ΕΕ είναι ένα σύστημα που παλεύει να παραμείνει πολιτικό χωρίς να έχει τη συγκρότηση κρατικής οντότητας. Το σύμφωνο σταθερότητας, που λόγω της ανελαστικότητας και των αγκυλώσεών του έχει αναδειχτεί σε δαμόκλειο σπάθη της Ευρώπης, καθιστά αυτό το εξόχως δύσκολο εγχείρημα ακόμη δυσκολότερο. Ασύμμετρα συμφέροντα, έλλειψη πραγματικής αλληλεγγύης, επικοινωνιακά τεχνάσματα αλλά και ανήθικες πρακτικές εις βάρος των πολιτών σε ζητήματα ελευθερίας, δικαιωμάτων, εργασίας κ.λπ. αποτελούν ίσως τον κακό εαυτό μιας Ευρώπης που κατά τα άλλα είναι ισχυρή, αν η ίδια βεβαίως συνειδητοποιήσει επιτέλους την ισχύ της. Οσο επιτρέπεται σε εθνικούς λαϊκισμούς να επιβάλλουν ανορθόδοξες πολιτικές επιλογές τόσο η ΕΕ θα πασχίζει να βρει το όραμα και την ταυτότητά της, ενώ ταυτόχρονα οι δυνάμεις της αποσύνθεσης θα ενισχύονται. Επειδή οι πολιτικές δεν επιβάλλονται αλλά υποδεικνύονται από τους πολίτες, είναι κρίσιμο κάθε Ευρωπαίος να κάνει με δικά του έξοδα τούτη τη δύσκολη ερώτηση: είμαι Ευρωπαίος στ’ αλήθεια; Κι ίσως θα πρέπει να θυμηθεί πως το να συλλογάται κανείς σαν Ευρωπαίος δεν σημαίνει πως δεν θα συλλογάται καλά και σαν πολίτης της χώρας του. Στα δυτικά των συνόρων τίποτε δεν έχει αλλάξει…
Ο Κώστας Θερμογιάννης είναι αρθρογράφος, διαχειριστής του ιστοτόπου tovivlio.net