Το νομοσχέδιο Χατζηδάκη διαμορφώνει ένα ζοφερό εργασιακό πεδίο βγαλμένο από το μακρινό παρελθόν, ενώ επικαλείται δήθεν την Ευρώπη και τον εκσυγχρονισμό.
Το τελευταίο διάστημα, που προηγήθηκε της ψήφισης του νομοσχεδίου Χατζηδάκη, ο ΣΥΡΙΖΑ προσπάθησε -και εν πολλοίς τα κατάφερε- να διαπεράσει τη μιντιακή κουρτίνα που έχει ρίξει η κυβέρνηση σε όσα έφερνε στα εργασιακά προκειμένου να διαχειριστεί το πολιτικό κόστος. Φαίνεται πως οι πολίτες έλαβαν το μήνυμα τελικά συνειδητοποιώντας τι έρχεται, εν μέρει επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε παρά τις δυσκολίες να το επικοινωνήσει αποτελεσματικά αλλά και επειδή ο κόσμος ξέρει πλέον τι να περιμένει από τη συγκεκριμένη κυβέρνηση. Ξέρει με λίγα λόγια με ποιους συνταυτίζεται η ΝΔ και ποιους εμμονικά υποστηρίζει, για ποιον χτυπά η καμπάνα όταν οι «άριστοι» κάνουν «την κρίση ευκαιρία». Και αυτό συνιστά μια νίκη, καθώς αυτή την αντίδραση θα την συναντά η κυβέρνηση να μεγαλώνει όσο θα προσπαθεί να περνά αντιλαϊκά νομοσχέδια όπως αυτά που ξέρουμε ότι έπονται. Δυστυχώς, αυτή η νίκη δεν ακυρώνει όσα φέρνει το εν λόγω νομοσχέδιο και -από ότι φαίνεται- δεν την πτοεί ώστε να αλλάξει γραμμή πλεύσης.
Η προσπάθεια αποπροσανατολισμού της κοινής γνώμης εννοείται ότι συνεχίστηκε καθ’ όλη τη συζήτηση του νομοσχεδίου στις Επιτροπές αλλά και την Ολομέλεια. Προκειμένου δε το νομοσχέδιο να αποκτήσει μια έστω και κατ’ επίφαση θετική χροιά, συγχωνεύθηκε με την ενσωμάτωση στην ελληνική έννομη τάξη δύο Συμβάσεων της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας και μίας Ευρωπαϊκής Οδηγίας σχετικά με τις γονικές άδειες, την πρόληψη της βίας και την ασφάλεια στην εργασία. Η νομοθέτηση για την τηλεργασία των δημοσίων υπαλλήλων πήγε σε άλλο νομοσχέδιο, που ψηφιζόταν παράλληλα, ενώ οι διατάξεις για την τηλεργασία των ιδιωτικών υπαλλήλων συμπεριλήφθηκαν σε αυτό. Ακόμη και στη νομοθέτηση δηλαδή, η διευθέτηση των διατάξεων ανά νομοσχέδιο έγινε με μια άκρως επικοινωνιακή λογική. Με λίγα λόγια η κυβέρνηση γνωρίζοντας τι έφερνε στα εργασιακά, αποπειράθηκε να «κρύψει» τις επίμαχες, διαλυτικές διατάξεις μαζί με άλλες, πιο ανώδυνες, θετικής χροιάς για τους εργαζόμενους, προκειμένου να θολώσει τα νερά και να μπορέσει να έχει δήθεν κάτι θετικό να πει στην Ολομέλεια.
Προφανώς και η γονική άδεια για τον πατέρα ή η πρόληψη της παρενόχλησης κτλ στην εργασία είναι θετικές ρυθμίσεις, το θέμα όμως είναι σε ποιο βασικό θεσμικό πλαίσιο για την εργασία ήρθαν να πατήσουν και να στηριχτούν. Γιατί αυτό το βασικό θεσμικό πλαίσιο, που είχε κατακτηθεί μεταπολιτευτικά με αγώνες,αυτό κατέλυσε με τις δικές της διατάξεις η κυβέρνηση, δυστυχώς. Εδώ βρίσκεται και το βασικό σημείο της κριτικής και της συζήτησης για το εν λόγω νομοσχέδιο, οι αλλαγές που στις διατάξεις που έφερε η κυβέρνησηείναι τόσο διαλυτικές και βλαπτικές και αλλάζουν τόσο πολύ το εργασιακό τοπίο, ώστε όλα τα υπόλοιπα να καθίστανται δευτερεύοντα.
Έτσι εξηγείται, πχ η επιχειρηματολογία της κυβέρνησης αλλά και των βουλευτών της ΝΔ στη συζήτηση τόσο στις Επιτροπές όσο και στην Ολομέλεια: ήταν για όλα τα άλλα εκτός από το νομοσχέδιο. Γιατί όταν ερχόταν η συζήτηση στην ουσία, ακούγονταν επιχειρήματα του τύπου: «ο εργαζόμενος μπορεί να θέλει να δουλεύει υπερωρίες χωρίς να πληρώνεται, δεν είναι τρελός», «θα έχει χρόνο να πηγαίνει να μαζεύει τις ελιές» κτλ. Πίσω από αυτές τις φαιδρές δικαιολογίες που ακούστηκαν από τα πιο υπεύθυνα χείλη, κρυβόταν το πρόβλημα: πώς να πουν στον κόσμο αυτά που άλλαζαν για τη δουλειά του, για την καθημερινότητά του;Πώς να μιλήσουν στα ίσα για τον παροπλισμό του ΣΕΠΕ, την απαγόρευση των απεργιών, τη στοχοποίηση του συνδικαλισμού, τις απλήρωτες (και ατέλειωτες) υπερωρίες, το διακεκομμένο ωράριο, την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων και την πρόκριση των ατομικών;Με πικρό μειδίαμα διαπιστώσαμε κατά τη συζήτηση στη Βουλή ότι το εργατικό κίνημα και οι εργαζόμενοι που πάλεψαν σε όλο τον κόσμο και έχυσαν αίμα για να καθιερωθεί το 8ωρο, δεν ήξεραν τι τους γινόταν (αν είναι να πιστέψουμε όσα μας είπαν οι κυβερνώντες της ΝΔ).Δε θα είχαν ακούσει φαίνεται ότι χωρίς 8ωρο «συμφιλιώνεται» καλύτερα η οικογενειακή με την επαγγελματική ζωή, δεν είχε βρεθεί ένας «άριστος» να τους τα εξηγήσει, όπως σε εμάς εδώ.
Πέρα όμως από τα επιχειρήματα -κοροϊδία και τους παραπειστικούς τίτλους του νομοσχεδίου,η ουσία παραμένει: η κυβέρνηση αφήνει τον εργαζόμενο εντελώς μόνο απέναντι στην εργοδοσία, χωρίς σωματεία, συλλογικές συμβάσεις χωρίς ούτε καν τη κρατική,θεσμική, νομική παρουσία (ΣΕΠΕ), χωρίς δικαίωμα να απεργήσει αποτελεσματικά, χωρίς συνδικαλισμό. Να διαπραγματευθούν, λέει, ως ίσος προς ίσο με τους εργοδότες,(ιδίως τους μεγαλο-εργοδότες που θα είναι και οι κυρίως ωφελημένοι της νέας κατάστασης) και τους εγκαταλείπει στη μοίρα τους. Είναι σα να παραδίδει τον εργαζόμενο στον εργοδότη δεμένο, και η ίδια να νίπτει τας χείρας της αποποιούμενη κάθε ευθύνη. Αυτό, όμως, δε λέγεται αυτορρύθμιση της αγοράς, αλλά μεροληψία υπέρ των μεγάλων συμφερόντων. Γι’ αυτό και η κυβέρνηση δεν μας εξήγησε το λόγο, τη φοβερή ανάγκη που την ανάγκασε να πάρει τόσο βλαπτικά μέτρα για τον κόσμο. Γιατί τέτοια ανάγκη δεν υπάρχει. Δεν εξαναγκάζεται, είναι επιλογή της προκειμένου να ενισχύσει και άλλο τα μεγάλα συμφέροντα που τη στηρίζουν και την έφεραν στην εξουσία. Οπότε, οικειοθελώς, «δίνει» τον κόσμο της εργασίας, αυτόν που εν πολλοίς την ψήφισε,δυστυχώς, σε ασημένια πιατέλα. Για braingainβέβαια ούτε λόγος, τα επόμενα χρόνια ολοένα και περισσότεροι νέοι μας θα επιλέξουν το εξωτερικό για εργασία -και καριέρα- με προοπτική, ενώ εδώ η ανεργία θα μας αποδεικνύει ότι το να βάζεις έναν εργαζόμενο να κάνει τη δουλειά τριώνδεν είναι και τόσο ωφέλιμο -τι έκπληξη!- για την απασχόληση.
Η κυβέρνηση, όμως, με την αφορμή -δικαιολογία μόνιμη- της πανδημίας, είναι σε διαδικασία υλοποίησης και άλλων «φιλολαϊκών» μέτρων, δυστυχώς: το νομοσχέδιο για τα εργασιακά άνοιξε μόνο το χορό της καταστροφής ή όπως το αποκαλεί η κυβέρνηση, «των μεταρρυθμίσεων». Φαίνεται πώς έπεται το ασφαλιστικό «Πινοσέτ», η ιδιωτικοποίηση του ΕΣΥ (αφού ξεχάστηκαν τα χειροκροτήματα στους «ήρωες»)και πολλά περαιτέρω. Το συλλαλητήριο της περασμένης Πέμπτης ήταν μια σημαντική αρχή και πρέπει να δώσει τον τόνο σε μια εκ νέου προσπάθεια διεκδίκησης των χαμένων δικαιωμάτων, για την επαναφορά των οποίων έχει δεσμευτεί και ο ΣΥΡΙΖΑ όταν επανέλθει στην εξουσία. Ο κόσμος -με μας στο πλευρό του- είναι ανάγκη να συνειδητοποιήσει,χωρίς να έχει πλέον αυταπάτες, ότι του αφαιρούν με άνεση και θράσος όσα είχαν κερδίσει δύσκολα, ύστερα από αγώνες, και του είχαν κληροδοτήσει για το μέλλον οι προηγούμενες γενιές. Αν δεν προσπαθήσει να διεκδικήσει -με την αντίδρασή του, τους αγώνες του και την ψήφο του- εκ νέου μαχητικά και με επιμονή όσα του πήραν ήδη οι κυβερνώντες, όχι μόνο δε θα του επιστραφούν, αλλά οι απώλειες σε δικαιώματα και κατακτήσεις, δυστυχώς, θα συνεχιστούν.