Οπαδική βία: «Η τιμωρία είναι νέα παιδιά να κουβαλάνε μέσα τους ένα φόνο, όχι η φυλακή»

Οπαδική βία: «Η τιμωρία είναι νέα παιδιά να κουβαλάνε μέσα τους ένα φόνο, όχι η φυλακή»

Η εν ψυχρώ δολοφονία του 19χρονου Αλκη Καμπανού στη Θεσσαλονίκη συγκλόνισε την ελληνική κοινωνία, η οποία –ακόμη μία φορά– βγήκε από τη λήθη της και αντιμετώπισε την οπαδική βία ως κάτι πρωτόγνωρο. Εδώ και δεκαετίες η Ελλάδα μετράει νεκρούς βαμμένους με το χρώμα της ομάδας που αγαπούσαν και το κράτος επιμένει να κάνει αυτό που κάνει πάντα: επενδύει στην καταστολή και όχι στην πρόληψη.

Με αφορμή τον τραγικό θάνατο του Αλκη, η κυβέρνηση αποφασίζει μια σειρά από μέτρα. Ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη Τάκης Θεοδωρικάκος κάνει λόγο για εκπαίδευση των αστυνομικών με βάση το αγγλικό πρότυπο, ενώ ανακοινώνεται η αναστολή λειτουργίας των συνδέσμων. Μεταξύ άλλων, αποφασίζεται η αυστηροποίηση των ποινών για εγκλήματα που σχετίζονται με την οπαδική βία.

Για τον Ι.Λ. βέβαια, ο οποίος έχει καταδικαστεί σε ισόβια για δολοφονία ύστερα από οπαδική συμπλοκή, το μεγαλύτερο τίμημα, που στην «κακιά στιγμή» ο φανατισμός δεν τον άφησε να το αντιληφθεί, είναι αυτό που κουβαλάς μέσα σου. Οχι η ποινή. Μάλιστα κατά την άποψή του «το κράτος απλώς ενεργοποιείται όταν πεθάνει ένα νέο παιδί για τα μάτια του κόσμου».

«Δεν χαντάκωσα τη ζωή μου, εγώ ζω, το παιδί είναι νεκρό»

Πάνω από δέκα χρόνια πριν, διανύοντας τα πρώτα χρόνια μετά τα 20, ο Ι.Λ. συμμετέχοντας σε οπαδική συμπλοκή στέρησε τη ζωή από ένα επίσης νέο παιδί, οπαδό αντίπαλης ομάδας, του «αιώνιου εχθρού». Για ένα χρώμα διαφορά.

«Δεν αξίζει να στερήσεις τη ζωή ενός ανθρώπου όχι μόνο για ένα χρώμα αλλά για τίποτε. Με ρωτάνε πώς νιώθω που χαράμισα τόσα χρόνια της ζωής μου. Δεν το βλέπω έτσι. Είμαι στη φυλακή πάνω από δέκα χρόνια και ποτέ δεν είπα ότι χαντάκωσα τη δική μου τη ζωή. Γιατί εγώ είμαι εδώ. Ζω. Το παιδί που είναι νεκρό δεν είναι. Τελείωσε. Η δική μου ζωή χαντακώθηκε; Οχι. Στέρησα τη ζωή ενός ανθρώπου. Εννοείται ότι αν μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω, δεν θα το έκανα ποτέ. Ποτέ δεν θα βάλω στη ζυγαριά ότι εγώ χαράμισα τη ζωή μου. Μιλάμε για έναν που είναι στη φυλακή, ο οποίος όμως ζει, και μιλάμε και για έναν άνθρωπο που είναι νεκρός» λέει στο Documento μιλώντας μέσα από τη φυλακή όπου βρίσκεται πάνω από μία δεκαετία και προσθέτει κατηγορηματικά: «Οι δικοί μου άνθρωποι έχουν χαραμιστεί μαζί μου. Κουβαλάς το κακό που έχεις κάνει σε έναν άλλο, αλλά και το κακό που έχεις κάνει στους δικούς σου ανθρώπους».

«Ζεις με τον θάνατο ενός παιδιού»

Κοντά στα 40 του χρόνια πια, ζώντας εδώ και χρόνια έγκλειστος στις ελληνικές φυλακές, μας μιλά με αφορμή τον τραγικό θάνατο του Αλκη και κάνει λόγο για το «φρένο» που πρέπει να μπει στους νέους προτού καταστρέψουν τη ζωή τους.

«Αν μπορούσα να μιλήσω στα νέα παιδιά που φανατίζονται έτσι, θα τους έλεγα “κάπου πρέπει να πατήσετε φρένο, διότι είναι κρίμα να κουβαλάτε σε όλη σας τη ζωή το κακό που θα κάνετε σε έναν άλλο άνθρωπο. Γιατί θα το κουβαλάτε. Αυτή είναι η τιμωρία, όχι η φυλακή”» λέει χαρακτηριστικά.

«Με ρωτάνε: “Εχεις μετανιώσει γι’ αυτό που έχεις κάνει;”. Τι να απαντήσω; Είναι ρητορική η ερώτηση» λέει και συνεχίζει: «Οταν μαθαίνεις ότι έκανες κακό σε έναν άνθρωπο και δεν μπορείς να το γυρίσεις πίσω, τη στιγμή που το μαθαίνεις καταρρέει ο κόσμος σου, μετανιώνεις την ώρα και τη στιγμή όχι μόνο που το έκανες, αλλά και που έχεις γεννηθεί. Δεν χρειάστηκε να περάσουν χρόνια για να μετανιώσω. Ούτε να “σωφρονιστώ”. Εκείνη τη στιγμή ξεκινάει και γράφεται για σένα ένα άλλο βιβλίο στη ζωή σου, ζεις με τον θάνατο ενός παιδιού. Γιατί παιδί ήταν. Οπως ήμουν κι εγώ».

«Οταν κουβαλάς μαχαίρι μπορεί να κάνεις ζημιά»

Προσπαθώντας να περιγράψει την ώρα της συμπλοκής ξεκαθαρίζει ότι δεν καταλάβαινε τι έκανε. «Το μυαλό μου δεν λειτουργούσε. Φαντάσου έναν άνθρωπο που είναι εθισμένος στην αδρεναλίνη. Ζητούσα την αδρεναλίνη. Εννοείται ότι δεν καταλάβαινα τι έκανα. Εννοείται πως δεν ένιωθα. Κανείς δεν νιώθει. Πιστεύω ότι το 99% δεν πάει να σκοτώσει σε οπαδική συμπλοκή. Εγώ δεν πήγαινα να σκοτώσω. Ωστόσο δεν είναι όλα αγγελικά πλασμένα. Οταν πάνω σου κουβαλάς ένα μαχαίρι, ένα πτυσσόμενο, μια πέτρα, ξέρεις ότι υπάρχει περίπτωση να κάνεις ζημιά στον απέναντί σου. Τώρα αυτή η ζημιά θα είναι μικρή, θα είναι μεγάλη, δεν το ξέρεις. Από καθαρή τύχη δεν έχουμε θρηνήσει παραπάνω θύματα» σημειώνει.

Θέμα υπεροχής η οπαδική συμπλοκή

Ενας από τους βασικούς λόγους για να προκύψει μια οπαδική συμπλοκή, όπως αναφέρει ο ίδιος, είναι η αίσθηση υπεροχής. Οπως λέει, «όταν κάποιος είναι επιρρεπής, ανασφαλής και θέλει να δειχτεί, εννοείται πως όταν πάνε από τον σύνδεσμο πέντε άτομα να παίξουν ξύλο θα ακολουθήσει και αυτός. Ολοι οι οπαδοί κουβαλάνε μια ιδεολογία. Ο καθένας πιστεύει –έτσι πίστευα κι εγώ– ότι είναι καλύτερος από τον άλλο. Οτι είναι πιο “καθαρός” και η ομάδα του άλλου είναι πιο “βρόμικη”. Αυτά σκεφτόμουν τότε. Οτι εγώ έπρεπε να υπερτερώ. Ξέρω ότι ακούγεται λίγο φασιστικό, δεν έχω καμία σχέση με τον φασισμό. Τότε έτσι σκεφτόμουν και έτσι σκέφτονται και όλοι αυτοί που ασχολούνται με αυτά».

«Δεν θέλω το παιδί μου να πάει σε κανένα σύνδεσμο»

Απαντώντας στο τι θα έλεγε στο παιδί του αν ακολουθούσε την πορεία του οπαδικού φανατισμού, ξεκαθαρίζει ότι θα ένιωθε λύπη, επειδή «η ευθύνη θα ήταν καθαρά δική μου. Δεν θα είχα καταφέρει να μεταλαμπαδεύσω στο παιδί μου πως αυτό που έκανα εγώ είναι ό,τι χειρότερο υπάρχει. Προσωπικά το παιδί μου δεν θα ’θελα να πάει σε κανένα σύνδεσμο».

Nατάσα Τσουκαλά: «Καθαρά πολιτική επικοινωνιακή λειτουργία η αυστηροποίηση των ποινών»

Η Nατάσα Τσουκαλά, καθηγήτρια Εγκληματολογίας στο ParisSaclay, έχοντας μελετήσει για χρόνια την οπαδική βία στην Ευρώπη, μιλά στο Documento για το «αγγλικό πρότυπο» από το οποίο εμπνέεται η κυβέρνηση στην Ελλάδα, αλλά και για ορισμένες πραγματικά ουσιαστικές λύσεις που έδωσε το Βέλγιο μετά την τραγωδία του Χέιζελ το 1985, όπου έχασαν τη ζωή τους 39 άνθρωποι.

«Ενα αποτυχημένο μοντέλο διαχείρισης της οπαδικής βίας έχει παρουσιαστεί στην Ευρώπη ως πρότυπο προς μίμηση. Αυτό που παρουσιάστηκε ως αγγλική επιτυχία μετά το Χέιζελ είναι απλώς ένα gentrification, ένας εξευγενισμός στα γήπεδα» σημειώνει και συνεχίζει: «Κατά τη διάρκεια του αποκλεισμού τους από τις ευρωπαϊκές διοργανώσεις οι Αγγλοι έριξαν πολλά λεφτά στον εκσυγχρονισμό των παλιών και στην κατασκευή νέων γηπέδων. Φυσικά, ήθελαν να κάνουν απόσβεση αυτών των επενδύσεων. Αλλαξαν επομένως θεαματικά την κοινωνική σύνθεση του κοινού, ανεβάζοντας υπερβολικά το κόστος των ετήσιων συνδρομών –γεγονός που απέκλεισε de facto την εργατική τάξη από την οποία μέχρι τότε προερχόταν η πλειονότητα των οπαδών– και προσελκύοντας μεσαία αστικά στρώματα: οικογένειες με παιδιά, ζευγάρια κ.λπ. Αυτό το κοινό αντιμετωπίστηκε ως καταναλωτής στον οποίο προσφέρθηκαν πολλοί καταναλωτικοί πειρασμοί στο γήπεδο. Αυτό το κοινό, που αποτελείται από θεατές μάλλον παρά οπαδούς, υπέκυψε στους πειρασμούς με χαρά. Το εργατικής προέλευσης κοινό, που ήταν όντως βίαιο κατά καιρούς, εξωθήθηκε έτσι στους φτηνότερους αγώνες Β΄ Εθνικής, όπου ξαφνικά είχαμε μεγάλη άνοδο των βίαιων επεισοδίων, τα οποία όμως δεν αναφέρονται σχεδόν ποτέ από τα ΜΜΕ πανεθνικής κυκλοφορίας, άρα είναι και κοινωνικά αόρατα. Αλλοι εξωθήθηκαν να βλέπουν τους αγώνες σε παμπ. Και εκεί είχαμε επίσης άνοδο των συμπλοκών, αλλά η αστυνομία τις καταγράφει ως συμπλοκές μεταξύ μεθυσμένων. Αυτό που έκαναν λοιπόν στην Αγγλία είχε ομολογουμένως μεγάλη επιτυχία, αλλά δεν λέγεται πετυχημένο μοντέλο ελέγχου της οπαδικής βίας. Λέγεται κουκούλωμα κάτω από το χαλί».

«Αναποτελεσματική η αυστηροποίηση ποινών»

Το ακολουθούμενο μοντέλο της αυστηροποίησης των ποινών – εξηγεί η Νατάσα Τσουκαλά– «επιτελεί πρωτίστως μια καθαρά πολιτική επικοινωνιακή λειτουργία. Είναι κοινός τόπος στην εγκληματολογία ότι η αυστηροποίηση των ποινών δεν αποτρέπει κανέναν εγκληματία από το να εγκληματήσει. Διότι, με εξαίρεση τα εγκλήματα που τελούνται εν βρασμώ ψυχής, ο εγκληματίας την ώρα που εγκληματεί θεωρεί καταρχήν ότι θα μείνει ασύλληπτος, αλλιώς πιθανότατα δεν θα εγκληματούσε. Επομένως, η αυστηροποίηση των ποινών δεν έχει ουσιαστικό αποτρεπτικό αντίκτυπο στην εγκληματικότητα. Αυτό που χρειάζεται η κοινωνία, δηλαδή το να μην ξανασυμβούν τέτοια εγκλήματα, δεν πρόκειται να επιτευχθεί με την επιβολή αυστηρότερων ποινών. Η αυστηροποίηση επιτελεί πρωτίστως μια καθαρά πολιτική επικοινωνιακή λειτουργία. Επιτρέπει στην κυβέρνηση να δείξει προς τον κόσμο ότι επιτελεί έργο επιδεικνύοντας τη δέουσα πυγμή. Μόνο που το έργο αυτό είναι αναποτελεσματικό».

«Το πολύ πετυχημένο βελγικό πρότυπο»

Σχολιάζοντας τους χειρισμούς της ελληνικής κυβέρνησης η καθηγήτρια Εγκληματολογίας τονίζει: «Εάν ήθελε η κυβέρνηση πραγματικά να αντιμετωπίσει την οπαδική βία, θα εμπνεόταν από το πολύ πετυχημένο βελγικό πρότυπο που τέθηκε σε εφαρμογή μετά την τραγωδία του Xέιζελ. Οι βελγικές αρχές αποφάσισαν να διαχειριστούν την οπαδική βία προσφεύγοντας κυρίως σε εγκληματολόγους, ψυχολόγους και κοινωνικούς λειτουργούς. Αυτοί πλαισίωσαν τους βίαιους οπαδούς με στόχο να κοπεί ο συνδετικός κρίκος μεταξύ εκείνης της γενιάς και της επόμενης, ούτως ώστε σιγά σιγά η οπαδική βία να απαξιωθεί στα μάτια των επόμενων γενεών και τα νέα παιδιά να μη γοητεύονται από παρεμφερείς συμπεριφορές. Σε βάθος εικοσαετίας το πέτυχαν, γι’ αυτό και έγιναν πρότυπο προς μίμηση από το Συμβούλιο της Ευρώπης εμπνέοντας τις σχετικές συστάσεις του. Εάν λοιπόν η κυβέρνηση ήθελε να διαχειριστεί ουσιαστικά το ζήτημα, θα έθετε σε εφαρμογή αυτές τις πετυχημένες προληπτικές πολιτικές. Το πρόβλημα όμως είναι ότι τέτοιου είδους προληπτικές πολιτικές δεν έχουν πολιτικό ενδιαφέρον επειδή αποδίδουν καρπούς σε βάθος χρόνου. Οι κυβερνήσεις στην Ελλάδα θέλουν αυτό που κάνουν να επιφέρει άμεσο και ορατό αποτέλεσμα για να εξαργυρωθεί στις επόμενες εκλογές».

Σχετικά με την αναστολή λειτουργίας των συνδέσμων, η Ν. Τσουκαλά εκτιμά: «Το μέτρο είναι καθαρά επικοινωνιακό, άνευ ουσιώδους αποτελέσματος. Εάν η πολιτεία ενδιαφερόταν για το ζήτημα των συνδέσμων, θα είχε μπει στον κόπο τα προηγούμενα χρόνια να έχει ελέγξει εάν λειτουργούσαν νόμιμα ή όχι. Η διαχρονική αδιαφορία για τη νομιμότητα της λειτουργίας των συνδέσμων δεν αντισταθμίζεται με ένα ανούσια τιμωρητικό μέτρο προσωρινού κλεισίματός τους. Εξίσου προβληματική είναι η οριζόντια εφαρμογή του μέτρου. Στον βαθμό που κάποιοι σύνδεσμοι λειτουργούσαν νόμιμα και δεν βρέθηκαν στις έρευνες παράνομα αντικείμενα στους χώρους τους, γιατί να κλείσουν; Επειδή είναι πιο εντυπωσιακό επικοινωνιακά; Η αυθαιρεσία του μέτρου παραπέμπει στην αυθαιρεσία πολλών οριζόντιων μέτρων για τη διαχείριση της πανδημίας. Το μήνυμα δηλαδή της κυβέρνησης προς τους οπαδούς είναι “είστε όλοι δυνάμει επικίνδυνοι, επειδή είστε όλοι οπαδοί”;».

Ετικέτες

Documento Newsletter