Ομοβροντία νομικών κατά Μητσοτάκη για τη δίωξη Βαξεβάνη και τη «συμμορία»

Οι δηλώσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη στη Βουλή με τις οποίες καταστρατήγησε το τεκμήριο της αθωότητας, περιγράφοντας τον δημοσιογράφο Κώστα Βαξεβάνη αλλά και συναδέλφους του ως συμμορία και υπόκοσμο, οδήγησαν τον δημοσιογράφο και εκδότη του Documento να προχωρήσει σε αγωγή κατά του πρωθυπουργού.

Πέρα από το ηθικό θέμα, ότι ένας πρωθυπουργός χρησιμοποιεί κατά πρωτοφανή τρόπο την ιδιότητά του για να συκοφαντήσει όσους αντιμάχεται και κυρίως να παρέμβει στη Δικαιοσύνη, υπάρχει σοβαρό νομικό θέμα. Από το 2019 η Ελλάδα έχει εναρμονιστεί με την Ευρωπαϊκή οδηγία (2026/343 ΕΕ) περί τεκμηρίου της αθωότητας, η οποία προβλέπει πως «Ο ύποπτος ή κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ασκήσει αγωγή αποζημίωσης εξαιτίας της προσβολής του τεκμηρίου αθωότητάς του από δηλώσεις δημόσιων αρχών (σύμφωνα με το άρθρο 7 του Νόμου 4596/2019)».

Ακόμη και πριν την θέσπιση της συγκεκριμένης διάταξης, την τελευταία φορά που Πρωθυπουργός και Υπουργός της ΝΔ από το βήμα της Βουλής μίλησαν για απατεώνες και υπόκοσμο, ενώ δεν υπήρχε τελεσίδικη απόφαση, η Ελλάδα καταδικάστηκε στο ΕΔΔΑ για παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας – Α. 6§2 ΕΣΔΑ (Υπόθεση Κώνστα κατά Ελλάδος, 53466/07).

Ο Δ. Κώνστας προσέφυγε στο ΕΔΔΑ, το οποίο υποχρέωσε την Ελλάδα να του καταβάλει αποζημίωση 12.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 10.000 ευρώ για δικαστικά έξοδα. Στην απόφασή του το δικαστήριο υπενθύμιζε ότι κυρίως οι εκπρόσωποι του κράτους οφείλουν να σέβονται το τεκμήριο αθωότητας των κατηγορουμένων και να μην προβαίνουν σε δημόσιες δηλώσεις που προεξοφλούν την ενοχή τους, προτού υπάρξουν τελεσίδικες αποφάσεις των δικαστηρίων.

Έγκριτοι νομικοί της χώρας σχολιάζουν τις δηλώσεις του Πρωθυπουργού και την καταπάτηση της ελευθεροτυπίας, την καταστρατήγηση του τεκμηρίου αθωότητας και την ευθεία παρέμβαση στην δικαιοσύνη.

Βαρύτατο θεσμικό ατόπημα

Ακρίτας Καϊδατζής

Επίκ. καθηγητής Νομικής Α.Π.Θ.

Από το βήμα της βουλής, ο πρωθυπουργός χαρακτήρισε «υπόκοσμο» και «συμμορία» δημοσιογράφους που, όπως είπε, «δημοσίευσαν ψεύτικα στοιχεία για να στήσουν ψεύτικες κατηγορίες». Κρίσιμη λεπτομέρεια: οι δημοσιογράφοι, που δεν κατονομάζονται αλλά επαρκώς φωτογραφίζονται, ερευνώνται ήδη από τη δικαιοσύνη για τις κατηγορίες αυτές. Ακόμα κι αν το να αποκαλέσεις κάποιους «υπόκοσμο» μπορεί να θεωρηθεί αξιολογική κρίση, δηλαδή άποψη, κατά τα λοιπά η δήλωση περιέχει πραγματικούς ισχυρισμούς.

Αυτό είναι ένα βαρύτατο θεσμικό ατόπημα. Και μάλιστα διπλό. Στρέφεται καταρχάς κατά της ελευθερίας του τύπου. Όχι τόσο, και πάντως όχι μόνο, κατά των συγκεκριμένων δημοσιογράφων. Αλλά κυρίως κατά όσων άλλων ασκούν ερευνητική δημοσιογραφία και κριτική, ακόμα και υπερβολική ή άδικη, κατά της εξουσίας. Το μήνυμα προς αυτούς είναι: «Προσέξτε, γιατί θα σας κυνηγήσουμε». Αυτό είναι το περιβόητο chilling effect.

Η δήλωση στρέφεται όμως ταυτόχρονα και κατά της δικαστικής ανεξαρτησίας. Όταν σε εκκρεμή ποινική διαδικασία παράγοντες της εκτελεστικής εξουσίας παραβιάζουν το τεκμήριο της αθωότητας, εκφράζουν δηλαδή βεβαιότητα για τη διάπραξη ή μη ορισμένου αδικήματος, ασκούν ανεπίτρεπτη θεσμική πίεση προς τα δικαστικά όργανα που ερευνούν την υπόθεση. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει αρκετές φορές καταδικάσει κράτη, και την Ελλάδα, για αντίστοιχες δηλώσεις κυβερνητικών αξιωματούχων.

«Ο Πρωθυπουργός παραγνώρισε το τεκμήριο αθωότητας»

Ιφιγένεια Καμτσίδου, Αναπληρώτρια καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου Α.Π.Θ.

Μέλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων του Συμβουλίου της Ευρώπης (CPT)

Η ποινικοποίηση της δραστηριότητας δημοσιογράφων που με δημοσιεύματά τους αναφέρθηκαν σε υποθέσεις με ευρύτατο κοινωνικοπολιτικό ενδιαφέρον γεννά έντονη ανησυχία για την προστασία των ελευθεριών της έκφρασης και του Τύπου στην χώρα. Στις υποθέσεις αυτές αναφέρθηκε και ο Πρωθυπουργός, ο οποίος από το βήμα της Βουλής προχώρησε σε απολύτως απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς για τους δημοσιογράφους, περιγράφοντας την δράση τους με όρους που προδικάζουν την διάπραξη ποινικών αδικημάτων και μπορούν να προκαταλάβουν την κρίση των αρμόδιων δικαστικών λειτουργών. Με άλλα λόγια, ο Πρωθυπουργός παραγνώρισε το τεκμήριο αθωότητας και, ταυτόχρονα, υπέδειξε στην δικαιοσύνη την κατεύθυνση που πρέπει να ακολουθήσει. Η παραβίαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών είναι ευθεία και δραστική: Οι δικαστικοί λειτουργοί καλούνται να επιβεβαιώσουν τις «διαπιστώσεις» του αρχηγού της κυβέρνησης, σε αντίθεση με όσα η νομολογία τους παγίως αποδέχεται και έχει εισφέρει στην ανάπτυξη του κράτους δικαίου και των δημοκρατικών θεσμών.  Πραγματικά, τα ελληνικά δικαστήρια έχουν αξιοποιήσει τους συνταγματικούς κανόνες που, ήδη από το 1827, προστατεύουν την ελευθερία της έκφρασης και του Τύπου και την άρρηκτα συνδεόμενη με αυτές ελεύθερη δημοσιογραφία. Αυτές, λοιπόν, αναγνωρίζονται όχι μόνον ως εξουσίες των φορέων τους, αλλά και ως θεσμικές εγγυήσεις, ως ασπίδα, δηλαδή, της ομαλής λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος. Συνακόλουθα, με βάση και την νομολογία γίνεται ευρύτατα δεκτό, ότι κατοχυρώνεται η δυνατότητα δημοσιογράφων, ιδιοκτητών των εντύπων και εκδοτών να διαδίδουν ελεύθερα στοχασμούς, ειδήσεις και πληροφορίες, καθώς και να ασκούν κριτική και έλεγχο στα δημόσια πράγματα και ειδικότερα σε πρόσωπα που ασκούν δημόσιο λειτούργημα ή δραστηριότητα με σημαντική κοινωνική διάσταση, για τα ζητήματα  που σχετίζονται με την πολιτικά ή κοινωνικά ενδιαφέρουσα δράση τους.

Σε αυτό το πλαίσιο, η στάθμιση των ελευθεριών της έκφρασης και του Τύπου με το δικαίωμα της προσωπικότητας, στηρίζεται στην σπουδαιότητα των κοινωνικών αγαθών που εξυπηρετούν οι πρώτες και καταλήγει στην νομιμοποίηση των προσβολών της προσωπικότητας που τυχόν συνεπάγεται η ενάσκησή τους.  Εξίσου σταθερά τα Δικαστήρια κάνουν δεκτό ότι τα πρόσωπα που συνδέονται με την λειτουργία του Τύπου έχουν δικαιολογημένο ενδιαφέρον να δημοσιεύουν πληροφορίες και σχόλια σχετικά με τις πράξεις και την συμπεριφορά προσώπων που παρουσιάζουν ενδιαφέρον για το κοινωνικό σύνολο και επιτρέπουν στα μέλη του να αξιολογήσουν την πράξη των εξουσιαζόντων. Για τον λόγο αυτό, δεν αποτελεί άδικη πράξη  (άρθρο 367 ΠΚ) η δημοσίευση ειδήσεων που είναι αναγκαίες για την πληροφόρηση και ενημέρωση του κοινού, ακόμη και όταν τα δημοσιεύματα περιέχουν αντικειμενικώς ανακριβή στοιχεία, εφόσον βέβαια ελλείπει η γνώση πως αυτά είναι ψευδή.

Είναι κρίσιμο να σημειωθεί, ότι την ίδια στάση διατηρεί και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που υπενθυμίζει σταθερά στα κράτη- μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, ότι σε αυτή την κατηγορία υποθέσεων «Το περιθώριο εκτίμησης που διαθέτουν οι εθνικές αρχές καθορίζεται από το συμφέρον μιας δημοκρατικής κοινωνίας να επιτρέπει στον Τύπο να επιτελεί τον αναγκαίο ρόλο του ως σκυλί- φύλακας» (July και SARL Libιration κατά Γαλλίας, 14 Φεβρουαρίου 2008).

Η παρέμβαση του Πρωθυπουργού στην Βουλή αμφισβητεί τα παραπάνω δικαιοκρατικά και δημοκρατικά κεκτημένα της ελληνικής και ευρωπαϊκής νομικής παράδοσης. Καθήκον των Δικαστηρίων είναι να εξασφαλίσουν τον σεβασμό τους και την διατήρηση της χώρας εντός του ευρωπαϊκού δικαιοκρατικού πλαισίου.

Ατοπήματα πρωθυπουργών που καταδικάζουν την Ελλάδα

Βασίλης Σωτηρόπουλος

Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω

Το ημερολόγιο έγραφε 24 Μαϊου 2011 όταν η Ελλάδα καταδικάστηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για τις δηλώσεις του Κώστα Καραμανλή, τότε πρωθυπουργού και του τότε υπουργού Δικαιοσύνης που είχαν χαρακτηρίσει από βήματος Βουλής ένοχο έναν πρώην πρύτανη του Παντείου (2007-2008). Η υπόθεση του πρώην πρύτανη βρισκόταν ακόμη στην δικαιοσύνη και δεν είχε δικαστεί στον δεύτερο βαθμό. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο όμως έκρινε ότι αυτές οι δηλώσεις των κορυφαίων πολιτειακών παραγόντων σήμαιναν ότι η Ελλάδα δεν μεταχειριζόταν τον κατηγορούμενο ως αθώο, όπως οφείλει κάθε ευρωπαϊκό κράτος που δεσμεύεται από το τεκμήριο της αθωότητας. Η αθωότητα τεκμαίρεται για οποιονδήποτε δεν έχει καταδικαστεί σε αμετάκλητο βαθμό. Ένοχος με πρωτόδικη καταδίκη απλά δεν υπάρχει.

Μετά από αυτή την καταδίκη της χώρας θα περίμενε κανείς ότι οι πρωθυπουργοί θα πρόσεχαν όταν από βήματος Βουλής σχολιάζουν υποθέσεις ανθρώπων που εκκρεμούν στην Δικαιοσύνη. Δυστυχώς όμως η πράξη απέδειξε ότι οι ίδιοι και ενδεχομένως και οι συνεργάτες που ετοιμάζουν αυτές τις ομιλίες ελάχιστα έχουν ασχοληθεί με αυτό το ζήτημα. Θυμόμαστε τις δηλώσεις του πρώην πρωθυπουργού Αλ. Τσίπρα που μίλησε χωρίς επιφυλάξεις για έναν ποινικά διωκόμενο ενεχυροδανειστή, ο οποίος στην συνέχεια όμως απηλλάγη από τις κατηγορίες. Τώρα είχαμε επίσης ανεπιφύλακτες διατυπώσεις του πρωθυπουργού Κ.Μητσοτάκη για δημοσιογράφους που ελέγχονται, πάλι χωρίς σεβασμό του τεκμηρίου της αθωότητας. Οι δηλώσεις Καραμανλή κόστισαν μία καταδίκη της χώρας στο ΕΔΔΑ και μια αποζημίωση 22.000 ευρώ που πληρώσαμε όλοι μας ως φορολογούμενοι στον προσφεύγοντα.

Η γνώμη μου είναι ότι οι πολιτικοί θα αρχίσουν να προσέχουν περισσότερο τα λόγια τους όταν οι αποζημιώσεις δεν θα πληρώνονται από όλους μας αλλά από τους ίδιους τους δράστες. Όταν δηλαδή το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους θα αρχίσει να κινεί την διαδικασία για τον καταλόγισμό των χρηματικών ποσών που πληρώνει η χώρα για τις διεθνείς καταδίκες της στα ίδια τα φυσικά πρόσωπα που ασκώντας δημόσια εξουσία δεν τηρούν τις υποχρεώσεις σεβασμού του τεκμηρίου της αθωότητας. Από το 2011 μέχρι σήμερα έχει θεσπιστεί βέβαια και εθνική νομοθεσία που εισάγει διατάξεις για αγωγή κατά του Ελληνικού Δημοσίου. Δεν χρειάζεται δηλαδή κάποιος να προσφύγει απευθείας στο ΕΔΔΑ όπως ο κ. Κώνστας. Θα έχει ενδιαφέρον το αποτέλεσμα μιας τέτοιας δίκης, όταν η ελληνική δικαιοσύνη θα δικάζει τις δηλώσεις του πρωθυπουργού. Θα είναι ένα σημαντικό τεστ για την ανεξαρτησία της.

Η δίκαιη δίκη, το τεκμήριο της αθωότητας και η πρωθυπουργική ομιλία

Βασίλης Χειρδάρης, Ποινικολόγος

Σε ένα σύγχρονο κράτος δικαίου και σε μια πολιτεία που σέβεται τη διάκριση των εξουσιών, τη δικαστική εξουσία, το κράτος δικαίου και τα θεμελιώδη δικαιώματα των κατηγορουμένων δεν θα είχε χώρο  το μέρος της ομιλίας του Πρωθυπουργού στη Βουλή που αφορούσε σοβαρή εκκρεμή ποινική υπόθεση, όπου ήδη έχουν κληθεί να απολογηθούν κατηγορούμενοι για κακουργηματικές πράξεις.

Η ιδιομορφία του θέματος είναι ότι βρίσκεται στη δικαστική εξουσία υπό διερεύνηση  και δη στο κρίσιμο ανακριτικό στάδιο μια υπόθεση που κατηγορούμενοι για κακουργηματικές πράξεις μεταξύ άλλων είναι και άτομα με θεσμικές ιδιότητες που είχαν ως καθήκον τους τον έλεγχο και κριτική της εξουσίας (δημοσιογράφοι)  και τον προδικαστικό έλεγχο για διάπραξη ή μη υποθέσεων διαφθοράς (εισαγγελείς). Τελικά σε μια μεγάλη υπόθεση (Novartis) έγινε αντιστροφή ρόλων και οι ελέγχοντες κατέστησαν ελεγχόμενοι και κατηγορούμενοι με κατηγόρους τους πρώην ελεγχόμενους.

Ενώ λοιπόν είχαν κληθεί ήδη δύο πολύ γνωστοί δημοσιογράφοι για να απολογηθούν στην Ανακρίτρια του Αρείου Πάγου για σοβαρά αδικήματα κακουργηματικού χαρακτήρα και ενόψει Κλήσεων για απολογία και των υπολοίπων  υπόπτων και κατηγορουμένων σε μια υπόθεση πασίγνωστη, για την οποία ασχολήθηκε επισταμένως η Βουλή, από του άμβωνά της τα επισημότερα χείλη της εκτελεστικής εξουσίας προέβησαν σε αναφορές που είχαν άμεση σχέση με τις κατηγορίες και τα ερευνόμενα γεγονότα της εκκρεμούσας στη δικαιοσύνη δικογραφίας.

Ο επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας ανέφερε ότι οι δημοσιογράφοι  δημοσίευσαν ψεύτικα στοιχεία για να στήσουν ψεύτικες κατηγορίες, ότι υπήρχε συμμορία (στις κατηγορίες που κλήθηκαν να απολογηθούν  υπάρχει και σύσταση συμμορίας) και όχι δημοσιογραφία, ότι έγινε από τους γενικά  εμπλεκομένους στοχοποίηση πολιτικών προσώπων και ότι υπήρξε σκευωρία. Ουσιαστικά προέβη σε δικαιοδοτική κρίση επί πολλών θεμάτων που εκκρεμούσαν στην ανάκριση και που ήταν προς διερεύνηση της αλήθειας ή μη από την ανακρίτρια, από το δικαστικό Συμβούλιο και από το Ειδικό Δικαστήριο στη συνέχεια.

Έτσι η εκτελεστική εξουσία, μέσω του επικεφαλής της, φαίνεται να παρεμβαίνει στη λειτουργία της δικαστικής εξουσίας και να προβαίνει σε δικαιοδοτικές κρίσεις (έκρινε ότι διεπράχθησαν ερευνόμενα γεγονότα) σε βάρος υπόπτων και κατηγορουμένων. Με το θεσμικό κύρος του δηλούντος οι παραπάνω δηλώσεις αφενός μεν δημιουργούν επιβαρυμένο κλίμα αβεβαιότητας της δικαστικής υπόθεσης με πλήγμα της δίκαιης δίκης σε βάρος των κατηγορουμένων  αφού εκφράζουν  ότι αυτοί διέπραξαν παράνομες πράξεις και αφετέρου πλήττουν το θεμελιώδες δικαίωμα   του τεκμηρίου της αθωότητάς τους.

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με σωρεία αποφάσεων έχει καταδικάσει τη χώρα μας και άλλες χώρες για παραβίαση της δίκαιης δίκης και του τεκμηρίου αθωότητας που προήλθε από δηλώσεις κρατικών αξιωματούχων. Μια ενδεικτικά παρεμφερή απόφαση  είναι η υπόθεση Maslarova κατά Βουλγαρίας της 31.01.2019, όπου υπήρξε καταδίκη για παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας από  δηλώσεις Βουλευτή για υπόθεση που εκκρεμούσε στην προδικασία με κατηγορούμενη πρώην Υπουργό που μπορούσαν να ερμηνευτούν από το ευρύ κοινό ως κατηγορηματική δήλωση κρατικού αξιωματούχου περί της  ενοχής της.

Βεβαίως για την παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητας δεν υπάρχει μόνον το ΕΔΔΑ για να κρίνει αλλά και τα ελληνικά δικαστήρια στα οποία μπορεί να εγερθεί αγωγή (άρθρο 7 ν. 4598/2019) για καταβολή αποζημίωσης.

Άραγε ήταν αναγκαία σε μια πολιτική αντιπαράθεση και σε έναν πολιτικό αντίλογο να αναφερθεί ανώτατος πολιτειακός παράγοντας σε μια εκκρεμή υπόθεση που αφορούσε αποκλειστικά τη δικαιοσύνη; Ασφαλώς και όχι.

Μερικές φορές το κλίμα που δημιουργείται από τέτοιες δηλώσεις είναι δύσκολο να αντιμετωπιστεί. Αν παραπεμφθεί ή καταδικαστεί κάποιος από τους κατηγορουμένους ή υπόπτους ποιος δεν θα σκεφθεί ότι η δίωξη ή η καταδίκη δεν είναι πολιτική ή ότι δεν επηρεάστηκε η δικαστική εξουσία, όταν ο επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας αποφαίνεται περί της ενοχής του με κατηγορηματικό τρόπο και χωρίς ίχνος αμφιβολίας; Περισσότερη προσοχή δεν θα έβλαπτε…

Η παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητας 

Θεόδωρος Μαντάς, Ποινικολόγος

Το τεκμήριο αθωότητας αποτελεί δομικό στοιχείο του δικαιικού μας συστήματος και ως τέτοιο δεν δύναται να αποτελεί επιλογή αλλά συνταγματική επιταγή.
Οτιδήποτε το προσβάλλει, καταλύει την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και προσβάλλει βάναυσα το Σύνταγμα και την αστική Δημοκρατία.
Συνεπώς, αποτελεί το μοναδικό κεκτημένο που δεν επιτρέπει εκπτώσεις ή παραχωρήσεις. Το τεκμήριο αθωότητας ή το σέβεσαι ή το καταλύεις. Αυτός ο σεβασμός, ο οποίος είναι απαραίτητος να επιδεικνύεται από κάθε Έλληνα πολίτη, είναι αυτονόητο, ότι δημιουργεί υποχρέωση να μην παραβιάζεται από κανένα πρόσωπο που έχει θεσμικό ρόλο στη συντεταγμένη πολιτεία.

Όταν το τεκμήριο αθωότητας παραβιάζεται και μάλιστα στο δημόσιο λόγο, από κορυφαία πρόσωπα της Πολιτείας, συνιστά βαρύτατη προσβολή του πολιτεύματος και της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης.

Οι δηλώσεις του Πρωθυπουργού στη βουλή αποτελούν παρέμβαση στη Δικαιοσύνη

Κώστας Παπαδάκης, Δικηγόρος

Το πρώτο που οφείλει να επισημάνει ο καθένας, όσον αφορά τον Κυριάκο Μητσοτάκη, είναι ότι πράγματι οι δηλώσεις του στη βουλή αποτελούν παρέμβαση στη Δικαιοσύνη. Δεν είναι δηλώσεις ενός απλού πολίτη, είναι δηλώσεις ενός φορέα εξουσίας, η οποία κατά το Σύνταγμα είναι ανεξάρτητη. Έχει άλλη βαρύτητα ότι οι δηλώσεις αυτές γίνονται από έναν άνθρωπο που έχει την ιδιότητα του Πρωθυπουργού και όχι του μέλους, του βουλευτή, του οπαδού, του πολίτη κτλ .

Το δεύτερο είναι η ασυνήθιστη εμπάθεια και φρασεολογία, διότι αυτές οι λέξεις που χρησιμοποιεί ο πρωθυπουργός, όπως ελευθεροδολοφονοι, συμμορία, υπόκοσμος κτλ είναι απαράδεκτες και εν πάση περιπτώσει, λέγοντας αυτά, θα έπρεπε να κοιτάει προς τα μέσα.

Τώρα επί της ουσίας εκείνο που ήθελα να προσθέσω είναι το εξής: Η κάθε δίωξη δημοσιογράφου συνοδεύεται από την επωδό ότι δεν διώκεται για τις απόψεις του αλλά διώκεται γιατί λέει ψέματα. Είναι ένα μόνιμο προκάλυμμα διώξεων δημοσιογράφων και διώξεων απόψεων γενικά, γιατί ποτέ κανένας Ποινικός Κώδικας και ποτέ κανένα Σύνταγμα δεν επέτρεψε τη δίωξη άποψης.

Στο σημείο λοιπόν αυτό θα ήθελα να θυμίσω ότι το Σύνταγμα δεν προστατεύει μόνο την ελευθερία του λόγου προστατεύει και τον τύπο. Τύπος δεν είναι μόνο η έκφραση στοχασμού, είναι και η ερευνητική δημοσιογραφία ,είναι το καθήκον ενημέρωσης του κοινού, είναι και το δικαίωμα ενημέρωσης του κοινού.

Το να κατηγορείς ένα δημοσιογράφο ότι παρήγαγε ψεύτικα στοιχεία για να στήσει μία ψεύτικη δίκη είναι ανήκουστο, όταν μάλιστα αυτό αποδίδεται σε συγκεκριμένες συνεντεύξεις με παράγοντες της υπόθεσης και στοιχεί α τα οποία δημοσιεύτηκαν και δεν αμφισβητήθηκαν.

Ο συνδυασμός των συμπεριφορών αυτών συνεκτιμώμενος με το γεγονός ότι τα περισσότερα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης εξαρτώνται οικονομικά από την κυβέρνηση και από ισχυρά οικονομικά συμφέροντα αλλά και σε συνδυασμό με την πρόσφατη τροποποίηση του άρθρου για τη διασπορά ψευδών ειδήσεων -που ναι μεν δεν καταλαμβάνει τους συγκεκριμένους κατηγορούμενους γιατί η πράξεις τους είναι προγενέστερες- δημιουργεί ένα ασφυκτικό πλαίσιο εναντίον της ελεύθερης και ερευνητικής δημοσιογραφίας, πραγματικά είναι ανησυχητικό διότι πλήττει έναν από τους θεμελιώδεις πυλώνες αυτού που λέγεται αστική Δημοκρατία.