Πυρά κατά του ΔΝΤ εξαπολύουν στις επιστολές που συνοδεύουν την έκθεση του Ταμείου για την ελληνική οικονομία, ο υπουργός Οικονομικών Ευκλειδης Τσακαλώτος, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας και (λίγο) ο εκπρόσωπος της Ελλάδας στο Ταμείο, Μιχάλης Ψαλιδόπουλος.
Ο υπουργός Οικονομικών, Ευκλείδης Τσακαλώτος, χαρακτηρίζει παραπλανητική την παρουσίαση που κάνει το ταμείο για την ελληνική οικονομία και θεωρεί ότι οι προβλέψεις δεν αντανακλούν την πραγματική αναπτυξιακή δυναμική της χώρας, δεδομένου ότι το ταμείο στην έκθεση υποβαθμίζει το ρυθμό ανάπτυξης του ΑΕΠ.
Ο κ. Τσακαλώτος συμφωνεί με τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης, αλλά διαφωνεί με τον τρόπο, υποστηρίζοντας ότι αυτό θα πρέπει να γίνει με την αύξηση της φορολογικής συμμόρφωσης και όχι με τη μείωση του αφορολόγητου.
Οι βασικές επισημάνσεις του έχουν ως εξής:
«Παρά τις ενδείξεις και την ανάλυση που παρουσιάσθηκε, παρατηρούμε ότι η έκθεση δεν είναι δίκαιη σε αρκετούς τομείς, ενώ πολλά από τα συμπεράσματά της δεν είναι συνεπή με τα πρόσφατα και καλά τεκμηριωμένα εμπειρικά στοιχεία», σημειώνει στην επιστολή του ο κ. Τσακαλώτος. Ο υπουργός Οικονομικών διευκρινίζει ότι
«Η έκθεση παρουσιάζει μία συνολική εικόνα της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας, που δεν είναι αντιπροσωπευτική της πραγματικής προσπάθειας που καταβλήθηκε από την ελληνική κυβέρνηση, κατά τη διάρκεια του προγράμματος του ESM (Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας). Η εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων επιταχύνθηκε σημαντικά, ιδιαίτερα των μεταρρυθμίσεων σε βάθος, όπως η ενοποίηση των ασφαλιστικών ταμείων σε ένα ενιαίο ταμείο, η συνολική συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση, η δημιουργία ανεξάρτητης φορολογικής αρχής, πολλές μεταρρυθμίσεις στην αγορά προϊόντων (περιλαμβανομένης της σημαντικής προόδου στην εισαγωγή των συστάσεων του ΟΟΣΑ) και ένα ευρύ πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων. Αντίθετα, η έκθεση αναφέρει μία επιβράδυνση της δυναμικής των μεταρρυθμίσεων, η οποία δεν προκύπτει από όσα έχουν ήδη γίνει στη δημοσιονομική πολιτική, τον χρηματοπιστωτικό τομέα και σε πολλούς τομείς διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων».
Ο υπουργός Οικονομικών σημειώνει ότι επακόλουθο «της παραπλανητικής παρουσίασης της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας» είναι ότι δεν λαμβάνονται υπόψη κατάλληλα τα αποτελέσματα των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στην Ανάλυση για τη Βιωσιμότητα του Χρέους (DSA)» και τονίζει πως η αυξημένη προσπάθεια θα έπρεπε, κατ’ αρχήν, να οδηγήσει στην αύξηση του δυνητικού ρυθμού ανάπτυξης στο μέλλον. Ωστόσο, προσθέτει, ο μακροχρόνιος ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης μειώθηκε από το ΔΝΤ στην ανάλυση για το χρέος, στο 1% από 1,25%, τον Μάιο του 2016 και είναι η δεύτερη συνεχόμενη μείωση των προβλέψεων του για την ανάπτυξη.
Όσον αφορά στις δημοσιονομικές εξελίξεις, ο κ. Τσακαλώτος τονίζει ότι «η δημοσιονομική επίδοση του 2015 και το δημοσιονομικό αποτέλεσμα του 2016 είναι σημαντικά καλύτερα από τις αρχικές εκτιμήσεις». Το ΔΝΤ είχε προβλέψει αρχικά ένα πρωτογενές έλλειμμα -0,5% του ΑΕΠ το 2016 που θα μετατρεπόταν σε πλεόνασμα 1,5% του ΑΕΠ το 2018 με τα τρέχοντα νομοθετημένα μέτρα. «Οι αρχικές ενδείξεις δείχνουν ότι, αντίθετα, το δημοσιονομικό πλεόνασμα για το 2016 θα είναι στην περιοχή του 2% του ΑΕΠ», επισημαίνει ο υπουργός, προσθέτοντας: «Παρά τη σημαντική δημοσιονομική υπεραπόδοση, η ανάλυση (του ΔΝΤ) δεν προχωρά σε μία σημαντική αναθεώρηση των δημοσιονομικών πλεονασμάτων για το 2018 και μετά, παραμένοντας στο προβλεφθέν επίπεδο του 1,5%, παρά τα συντριπτικά στοιχεία για το αντίθετο».
Πέραν της ανάγκης δημοσιονομικών αναθεωρήσεων, το σημαντικό δημοσιονομικό πλεόνασμα του 2016 αμφισβητεί επιχειρήματα της έκθεσης
Σχετικά με την αναφορά για την ανάγκη ενός φιλικού προς την ανάπτυξη μείγματος πολιτικής, ο υπουργός αναφέρει ότι «παρουσιάζονται ανεπαρκή ή παραπλανητικά στοιχεία σχετικά με την επίδραση του σημερινού μείγματος πολιτικής και τα αποτελέσματα του προτεινόμενου νέου μείγματος». «Αν και συμφωνούμε ότι η φορολογική βάση πρέπει να διευρυνθεί, αυτό θα πρέπει να γίνει με την αύξηση της φορολογικής συμμόρφωσης και όχι με τη μείωση του αφορολόγητου», καταλήγει ο υπουργός.
Στουρνάρας: Η έκθεση υποβαθμίζει τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας
«Διαφωνούμε με ορισμένες από τις διαπιστώσεις της σχετικά με την προσαρμογή των διαφόρων συνιστωσών της συνολικής ζήτησης, όπως οι εξαγωγές, καθώς και της προσφοράς, όπως η μετατόπιση των πόρων από μη εμπορεύσιμους σε εμπορεύσιμους τομείς», επισημαίνει στην επιστολή του ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας και συνεχίζει αναφέροντας ότι «η έκθεση υποβαθμίζει την πρόοδο στον οικονομικό τομέα και είναι υπερβολικά απαισιόδοξη σχετικά με τις μακροοικονομικές και δημοσιονομικές προβολές της, καθώς και σχετικά με τις μελλοντικές οικονομικές εξελίξεις, συμπεριλαμβανομένης της περαιτέρω ανάγκης των τραπεζών για ανακεφαλαιοποίηση».
Ο διοικητής συμφωνεί με την εκτίμηση του υπουργείου Οικονομικών για πρωτογενές πλεόνασμα το 2016 που είναι πιθανό να φθάσει το 2% του ΑΕΠ, (έναντι στόχου 0,5%) και θεωρεί «ανεξήγητη» την κατά 0,25% χαμηλότερη μακροπρόθεσμη πρόβλεψη για το ΑΕΠ σε σχέση με την προηγούμενη έκθεση.
«Σε ότι αφορά τις τράπεζες, το Ταμείο θεωρεί ότι θα χρειαστεί ένα επιπλέον 10 δις € ρυθμιστικού κεφαλαίου, χωρίς να εξηγήσει γιατί συμβαίνει αυτό», αναφέρει ο Κεντρικός Τραπεζίτης. Και επισημαίνει ότι θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι σύμφωνα με την εκτίμηση των εποπτικών αρχών (ΕΚΤ, SSM, Τράπεζα της Ελλάδα), η σημερινός δείκτης CET1 είναι 18%, αλλά και ότι θα βελτιωθεί με την επίτευξη των στόχων μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων. «Όλα τα παραπάνω οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι μακροχρόνιες προβλέψεις του ταμείου φαίνεται να έχουν ενσωματώσει μόνο σημαντικά καθοδικά ρίσκα, αντί να είναι ένα βασικό σενάριο αναφοράς», αναφέρει ο κ. Στουρνάρας.
Για την εκ των υστέρων αξιολόγηση του 2ου μνημονίου, ο κ. Στουρνάρας αναφέρει ότι περιέχει πολύ χρήσιμες πληροφορίες, χρήσιμα συμπεράσματα και διδάγματα για το μέλλον, αλλά «στην παρούσα μορφή του, χάνει την ευκαιρία να είναι δίκαιη με την ιστορία, δεδομένου ότι επικρίνει όλους τους άλλους εκτός από το ΔΝΤ».
Εξηγεί ότι όταν ήταν ΥΠΟΙΚ (μεταξύ του Ιουλίου του 2012 και Ιουνίου 2014) «μπορώ να επιβεβαιώσω ότι κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, το ΔΝΤ πίεσε για όλο και περισσότερα παραμετρικά μέτρα». Και τούτο «αγνοώντας ακόμα και τη δική του έρευνα σχετικά με το μέγεθος των δημοσιονομικών πολλαπλασιαστών και την αύξηση των φορολογικών εσόδων, με αποτέλεσμα να υποτιμά συστηματικά την πρόοδο όσον αφορά τη μείωση του πρωτογενούς ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης».
Ο Διοικητής επισημαίνει ότι «το ΔΝΤ είναι εν μέρει υπεύθυνο για τις καθυστερήσεις στο κλείσιμο της αξιολόγησης του 2013, δεδομένου ότι ήταν αδικαιολόγητο (δεδομένου του τελικού αποτελέσματος) στο αίτημά του για πρόσθετες παραμετρικές παρεμβάσεις δημοσιονομικής πολιτικής, ακόμη και όταν ήταν περισσότερο από σαφές ότι το 2013, οι δημοσιονομικές εξελίξεις έδειχναν προς ένα πρωτογενές πλεόνασμα με υπερ-απόδοση».
Ο κ. Στουρνάρας αναφέρει επίσης ότι το ΔΝΤ επέμεινε στην πρόσθετη ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, «αγνοώντας τις απόψεις των αρχών, της Τράπεζας της Ελλάδας και της ΕΚΤ και αποδείχθηκε ότι κατάφωρα υπερεκτίμησε τις κεφαλαιακές ανάγκες και υποτίμησε τον αντίκτυπο στην οικονομία».
Επίσης ανέφερε ότι το ΔΝΤ μίλαγε σταθερά για χαμηλή πρόοδο «στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, αγνοώντας, μεταξύ άλλων, οι εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ».
Επιπλέον, αναφέρει ο διοικητής, «οι επανειλημμένες αναφορές ότι οι αρχές προτίμησαν ένα εμπροσθοβαρές πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής δεν είναι σωστές (στην πραγματικότητα είναι παραπλανητικές)». Και προσθέτει ότι «το ΔΝΤ κατ’ επανάληψη αγνόησε το κυκλικά προσαρμοσμένο πρωτογενές πλεόνασμα (ή έλλειμμα) ως σχετικό δημοσιονομικό στόχο, μη λαμβάνοντας υπόψη την δική του έκθεση.
«Ως εκ τούτου, αντί να αναφέρεται παραπλανητικά για τις προτιμήσεις των (ελληνικών) αρχών, θα ήταν πολύ πιο ακριβές να πούμε ότι οι περιορισμοί χρηματοδότησης (και η έλλειψη εκ των προτέρων την ελάφρυνση του χρέους) καθόρισαν τους δημοσιονομικούς στόχους», καταλήγει ο Διοικητής.
Ψαλιδόπουλος: Ηξεις αφίξεις…
Ο εκπρόσωπος της Ελλάδας και Αναπληρωτής Εκτελεστικός Διευθυντής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, Μιχάλης Ψαλιδόπουλος, στην επιστολή του αναφέρει ότι «οι ελληνικές αρχές συμφωνούν σε γενικές γραμμές με μερικά από τα ευρήματα του προσωπικού. Έχουν, όμως, μια διαφορετική άποψη για το πώς η ελληνική οικονομία αναπτύσσεται» και διαφωνούν «με τις υποθέσεις και τα συμπεράσματα του προσωπικού σχετικά με την DSA» (Ανάλυση για τη Βιωσιμότητα του Χρέους).
Παρ όλα αυτά, οι ελληνικές αρχές «εξακολουθούν να δεσμεύονται να ακολουθήσουν τις πολιτικές που έχουν συμφωνηθεί στο μνημόνιο» του 2015,«κατά τρόπο που θα διασφαλίζει τη μακροοικονομική σταθερότητα και την ανάπτυξη».
Ο κ. Ψαλιδόπουλος παρέθεσε σειρά στοιχείων για την πρόοδο της οικονομίας, αλλά μίλησε και για κινδύνους στις προβλέψεις που συνδέονται με καθυστερήσεις «στην ολοκλήρωση της δεύτερης αναθεώρησης, με τον αντίκτυπο της αυξημένης φορολογίας στην οικονομική δραστηριότητα και με την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων». Επίσης, επισημαίνει τους κινδύνους που σχετίζονται με το διεθνές περιβάλλον, όπως είναι οι νέες πιέσεις από την προσφυγική κρίση, την αυξημένη αβεβαιότητα που συνδέεται με τις επικείμενες εκλογές σε αρκετές χώρες της ΕΕ, την αύξηση του προστατευτισμού σε ολόκληρο τον κόσμο και την επιβράδυνση του παγκόσμιου εμπορίου.
Στην επιστολή του περιγράφει και ένα αισιόδοξο σενάριο «που σχετίζεται με την ένταξη του ελληνικού δημόσιου χρέους στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ (QE)».
Αναφέρει ότι οι ελληνικές αρχές «είναι αποφασισμένες και δεσμεύονται για την εφαρμογή του τρέχοντος προγράμματος και για να αποφύγουν τα λάθη του παρελθόντος και την οπισθοδρόμηση».