Ο δημοσιογράφος που επέστρεψε στην Αθήνα έπειτα από 20 μέρες παραμονής στο Παρίσι έπεσε από τα σύννεφα με όσα άκουσε από τον περίγυρό του. «Πρέπει να ήταν χάλια ε;». «Μάθαμε ότι όλα ήταν στραβά κι ανάποδα». «Τζάμπα η προσμονή που είχες, πρέπει να ταλαιπωρήθηκες αφάνταστα». «Οι Γάλλοι τα έκαναν μαντάρα». Συγγνώμη, σε άλλο Παρίσι πήγα εγώ; Οι Ολυμπιακοί Αγώνες που μόλις ολοκληρώθηκαν ήταν καταπληκτικοί, ίσως οι καλύτεροι όλων των εποχών, με αστερίσκους (όπως πάντοτε) που αφορούσαν κυρίως τα άβολα κρεβάτια στο ολυμπιακό χωριό και τη ρύπανση του Σηκουάνα.
Οι θεατές που γέμισαν τις κερκίδες έζησαν ένα όνειρο. Η πόλη φιλοξένησε τους Αγώνες χωρίς να πολυσυμμετέχει, αλλά και χωρίς να ζοριστεί. Δεν είχαμε ούτε μποτιλιαρίσματα ούτε γεμάτα τρένα ούτε συνωστισμό. Οχι, δεν ήταν «όλα χάλια» ούτε «μαντάρα». Η δυστοπία της σύγχρονης Ελλάδας έχει αλλοιώσει το κριτήριό μας και στρέφει το βλέμμα μας σε πράγματα που για τον έξω κόσμο είναι ασήμαντα. Οπως οι διαμαρτυρίες των παπάδων για δήθεν προσβολή θρησκευτικών συμβόλων στην τελετή έναρξης…
Το στοιχείο που προκάλεσε δυσανεξία και τελικά ρήξη των τοπικών κοινοτήτων με την «επιχείρηση ολυμπιάδα» δεν ήταν ο βαρύς προϋπολογισμός (7,5 δισ. ευρώ) αλλά τα υστερικά μέτρα ασφαλείας τις μέρες που προηγήθηκαν της έναρξης. Καμένοι άσχημα στον χυλό της τρομοκρατίας, οι Γάλλοι φρόντισαν να φυσήξουν και το γιαούρτι ώστε να μην τσουρουφλιστούν.
Η απόφαση για διεξαγωγή της τελετής έναρξης στις όχθες του Σηκουάνα, σε μια διαδρομή 6 χιλιομέτρων με εκατοντάδες χιλιάδες θεατές, επέβαλε τον αποκλεισμό της περιοχής γύρω από το Τροκαντερό και τον Πύργο του Αϊφελ. Εκτός των διαπιστευμένων, στο κέντρο του Παρισιού πρόσβαση είχαν μόνο οι μόνιμοι κάτοικοι, με την επίδειξη ειδικού QR Code στα κινητά τους τηλέφωνα.
Αλλά ο μέσος Παριζιάνος δεν ανέχεται τέτοια καμώματα. «Δεν θα γίνουμε τουρίστες στο ίδιο μας το σπίτι» είπαν πολλοί και έφυγαν για διακοπές στις Αλπεις, τις Ελλάδες και τις Καραϊβικές. «Μόνο τον καιρό της πανδημίας είδα την πόλη τόσο άδεια» είπε έκπληκτη η σπιτονοικοκυρά στο Airbnb που φιλοξένησε τον απεσταλμένο σας. Τις εργάσιμες ώρες το Παρίσι του Αυγούστου θύμιζε Αθήνα του Αυγούστου.
Αδειοι δρόμοι, γεμάτα στάδια
Ηταν, όμως, αντικατοπτρισμός οι έρημοι δρόμοι. Οταν άναψαν η φλόγα των Αγώνων και τα φώτα των γηπέδων αποδείχθηκε ότι η πόλη ήταν γεμάτη από κόσμο που διψούσε για καλό αθλητικό θέαμα και συμμετείχε με την καρδιά του. Στις δυόμισι εβδομάδες της γιορτής η άδεια καρέκλα ήταν σπάνιο είδος. Τα 10 εκατ. εισιτήρια που κυκλοφόρησαν πουλήθηκαν σχεδόν όλα, καταρρίπτοντας κάθε προηγούμενο ρεκόρ προσέλευσης και πληρότητας. Οι εγκαταστάσεις γνώρισαν πιένες και οι εξέδρες πλημμύρισαν από κόσμο.
Και δεν ήταν χαμηλές οι τιμές των εισιτηρίων ούτε επιστρατεύτηκαν φοιτητές και φαντάροι για να γεμίσουν τα κενά. Με βαλάντιο γύρω στα 25-30 ευρώ καθόσουν σε κάποια απομακρυσμένη αετοφωλιά περιθωριακού αθλήματος, ενώ για στίβο, κολύμβηση και λοιπά δημοφιλή σχεδόν όλα τα εισιτήρια κόστιζαν τριψήφια τιμή.
Στο μπάσκετ, μόνο, κόπηκαν περισσότερα από 1 εκατ. εισιτήρια, αφού το πελώριο στάδιο «Πιερ Μορουά» στη Λιλ χωράει 27.000 κόσμο και γέμιζε ακόμη και σε πρωινούς αγώνες Π. Ρίκο – Ν. Σουδάν. Κάθε μέρα έξω από το ολυμπιακό στάδιο, το Ρολάν Γκαρός, το Μπερσί και άλλα σημεία αυξημένου ενδιαφέροντος δεκάδες φίλαθλοι αναζητούσαν «κάνα περίσσιο». Τα εκδοτήρια εισιτηρίων ήταν όλα κλειστά, αφού δεν είχαν τι να πουλήσουν.
Περισσότερο και από τα στεγνά νούμερα ξάφνιασε η θέρμη των φιλάθλων αλλά και η γνώση του αντικειμένου. Οι Γάλλοι τρέφουν γνήσια αγάπη για τον αθλητισμό και δεν περιμένουν την οσμή του μεταλλίου και το «αλοζανφάν» για να πάνε στο γήπεδο. Καταλαβαίνουν πότε καταλογίζονται οι πόντοι στο τζούντο, γνωρίζουν τι σημαίνει ρεπεσάζ, μετρούν προσεκτικά τις ορθοπεταλιές των ποδηλατών και ξέρουν στα πόσα σετ κρίνεται ένας αγώνας πινγκ πονγκ.
Δεν πηγαίνουν στο γήπεδο για να διαμαρτυρηθούν για τη διαιτησία ούτε διακατέχονται από μανία καταδίωξης όπως η αφεντιά μας. Τον ντοπαρισμένο αθλητή θα τον γιουχάρουν άγρια, ακόμη και αν φοράει την μπλε φανέλα με το κοκοράκι. Είναι κανονικοί φίλαθλοι και όχι οπαδοί της νίκης. Το πιο λαμπερό από τα χρυσά μετάλλια των Ολυμπιακών Αγώνων του 2024 το κέρδισαν όχι οι αθλητές αλλά οι θεατές. Κι ας «έλειπαν οι Παριζιάνοι από το Παρίσι» κι ας έμεινε το 19% των διαθέσιμων δωματίων άδειο.
Το Παρίσι δυσανασχέτησε όσο και το Σίδνεϊ του 2000, δηλαδή καθόλου. Κατόρθωσε να εντάξει τους Αγώνες στην καθημερινότητά του χωρίς καμία δυσκολία. Σε κανέναν δεν άρεσε να βλέπει 30.000 πάνοπλους αστυνομικούς στους δρόμους και τους σταθμούς, αλλά το αίμα στο Μπατακλάν και το «Charlie Hebdo» δεν άφηνε περιθώρια για εφησυχασμό. Τα μηνύματα μίσους που εκπέμπονταν σε αραβικές διαλέκτους από σκοτεινές γωνιές του διαδικτύου σε συνδυασμό με το έκρυθμο κλίμα στη διεθνή σκηνή ένεκα της γενοκτονίας στη Γάζα πολλαπλασίαζαν τις ανησυχίες πριν από την τελετή έναρξης.
Το σαμποτάζ στα τρένα
«Καλύτερα ασφαλείς παρά μετανιωμένοι» ήταν το σύνθημα. Και πράγματι δεν άνοιξε ρουθούνι τις μέρες των Αγώνων. Το περίεργο σαμποτάζ με φωτιές στις γραμμές των υπεραστικών τρένων την παραμονή των Αγώνων ήταν το μοναδικό παρατράγουδο και επιλύθηκε ύστερα από τρεις τέσσερις ημέρες ματαιώσεων και καθυστερήσεων στα δρομολόγια.
«Η Γαλλία δέχεται επίθεση» έσπευσαν να δηλώσουν οι υπουργοί του Μακρόν. Οι τρομολαγνικές κορόνες άρεσαν στους πατριώτες και στην ακροδεξιά αλλά αποδείχθηκαν υπερβολικές, αφού η δολιοφθορά αποδείχθηκε μάλλον ερασιτεχνική και η προκήρυξη ανάληψης ευθύνης από «ακροαριστερή οργάνωση» ήταν πιθανότατα φάρσα, όπως και τα δεκάδες τηλεφωνήματα για βόμβες εδώ κι εκεί.
Απειλή για την ανθρώπινη ζωή δεν υπήρξε καν, καθώς το σαμποτάζ έγινε τη νύχτα, όταν τα τρένα ήταν παρκαρισμένα στους σταθμούς. Αντίθετα με άλλες χώρες όνομα και μη χωριό, που σκοτώνουν τα παιδιά τους σε σιδηροδρομικά δυστυχήματα και επιβραβεύουν τους φονιάδες με ψήφο, στη Γαλλία υπάρχει αυτόματο σύστημα ασφαλείας που ελέγχει τα πάντα.
Πάντως ο παλαβός που βάλθηκε να σκαρφαλώσει τόπλες τον Πύργο του Αϊφελ το μεσημέρι πριν από την τελετή έναρξης κατάφερε να εκθέσει τις αρχές. «Θα μπορούσε να είναι ζωσμένος με εκρηκτικά» κραύγαζε –δικαίως– το X (πρώην Twitter). Ευτυχώς για όλους, το μόνο που γυάλιζε ήταν το μάτι του.
Ο Σηκουάνας είναι βρόμικος όσο όλα τα μεγάλα ποτάμια που διασχίζουν μεγαλουπόλεις. Εάν δεν έμπαινε στη μέση ο διαχρονικός καημός των Παριζιάνων να κολυμπήσουν στα νερά του, το τρίαθλο και η μαραθώνια κολύμβηση θα διεξάγονταν σε παραθαλάσσια πόλη (π.χ. Μασσαλία) ή έστω στο καινούργιο κωπηλατήριο και η σχετική φιλολογία θα έμενε κλειδωμένη στο συρτάρι.
Οι Γάλλοι έβαλαν στο κεφάλι τους μπελά και ρεζιλεύτηκαν χωρίς λόγο. Εστω κι έτσι, κουτσά και στραβά και οριακά τον καθάρισαν τον Σηκουάνα. Εντός των τειχών, η κριτική που ασκήθηκε είχε να κάνει με το υπέρογκο και μάλλον μάταιο έξοδο του εγχειρήματος έναντι άλλων προτεραιοτήτων.
Σε έτοιμα γήπεδα
Ωστόσο το Παρίσι δεν έχτισε «λευκούς ελέφαντες» όπως η Αθήνα του 2004. Σχεδόν όλες οι αθλητικές εγκαταστάσεις προϋπήρχαν και απλώς εξωραΐστηκαν, ενώ αθλήματα που έγιναν εκτός σταδίων διαφήμισαν την πόλη και τη χώρα με υποδειγματική τηλεσκηνοθεσία: το Παρίσι με την ποδηλασία, τη Μασσαλία με την ιστιοπλοΐα, την εξωτική Ταϊτή με το σέρφινγκ.
Εκεί που οι Γάλλοι πήραν χαμηλό βαθμό στην τηλεοπτική παραγωγή ήταν η εν πλω παρέλαση των εθνών στον Σηκουάνα. Τα μακρινά πλάνα έκρυψαν τα πρόσωπα και των σημαιοφόρων και την –τόσο έκδηλη στην τελετή λήξης– χαρά των αθλητών που συμμετείχαν. Για τους ίδιους, ωστόσο, η κρουαζιέρα με τα μπατό μους δίπλα στα μνημεία παγκόσμιας κληρονομιάς της πόλης του φωτός υπήρξε ονειρική. Για τους τηλεθεατές η εικόνα ήταν προβληματική, αλλά οι αθλητές παραληρούσαν από ενθουσιασμό.
Η ίδια η τελετή έναρξης βρέθηκε στο στόχαστρο του παγκόσμιου μεσαιωνισμού, που δεν γουστάρει να βλέπει πολυπολιτισμικότητες και ανεξιθρησκίες ούτε ντιγκιντάνγκες και φτερούδες. Στην πραγματικότητα δεν ήταν «φεστιβάλ woke κουλτούρας», όπως καταγγέλλουν στα Ηλίθια Πεδία ο Ιλον Μασκ και άλλοι μασκαράδες, αλλά μια πληθωρική απεικόνιση μιας ανοιχτής κοινωνίας και μιας χώρας που έχει προσφέρει ανεκτίμητο κληροδότημα στον οικουμενικό πολιτισμό και στα ανθρώπινα δικαιώματα.
Βεβαίως, οι προεδρικές εκλογές που προηγήθηκαν των Αγώνων απείλησαν να εκτροχιάσουν τα πάντα εγκαθιστώντας την επάρατο Μαρίν Λεπέν στον θώκο της οικοδέσποινας, σε ένα Παρίσι που θα γινόταν μπουρλότο. Αλλά οι Γάλλοι συσπειρώθηκαν και απέτρεψαν τον κίνδυνο. Δεν ήταν πόλη του σκότους το Παρίσι που μας υποδέχτηκε στις 26 Ιουλίου. Ακυβέρνητο ναι, ερεβώδες όμως όχι. Στο επανιδείν, λοιπόν, και σύντομα. «Ορεβουάρ» και «ατουταλέρ».
Η σκυτάλη στο προοδευτικό LA
Αυτό που απομένει να δούμε είναι εάν οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2024 θα έχουν αμφιτρύωνα τον Ντόναλντ Τραμπ. Το Λος Αντζελες θα πράξει αυτό που έπραξε και στην προηγούμενη ολυμπιάδα του, το 1984, μέρες Ψυχρού Πολέμου και μποϊκοτάζ: άκρατη εμπορευματοποίηση, ξεπούλημα των πάντων, άφθονο κιτς, πατριωτική έξαρση, «U-S-A, U-S-A» μέχρι ναυτίας.
Η Καλιφόρνια είναι –όπως και το Παρίσι– προοδευτική και έχει αλλεργία στον τραμπισμό, αλλά με κυβέρνηση Ρεπουμπλικάνων και μάλιστα σε προεκλογική περίοδο θα είναι δύσκολο να δείξει στον πλανήτη τον… woke εαυτό της.
Αν μη τι άλλο, δεν θα χρειαστεί να συμπυκνώσει χιλιετίες ιστορίας στην τελετή έναρξης. Tην ίδια εποχή που η Γαλλία ζούσε τον Διαφωτισμό οι «ερυθρόδερμοι» αυτόχθονες ιθαγενείς της Καλιφόρνια πάσχιζαν να ξεφορτωθούν τους λευκούς εποίκους που κατέφταναν από τη μακρινή Ισπανία.