Ξεπέρασε το 200% του ΑΕΠ το δημόσιο χρέος και μέχρι πότε η ασφαλής αγκάλη της ΕΚΤ θα μοιράζει δάνεια;
Τα μηνύματα είναι άκρως ανησυχητικά και σίγουρα η ελληνική οικονομία στηρίζεται αυτήν τη στιγμή σε ξένες πλάτες για να μην καταρρεύσει. Ωστόσο οι παλινωδίες της κυβέρνησης Μητσοτάκη στο θέμα του κορονοϊού αυξάνουν δραματικά τις πιθανότητες να ανατιναχθεί η οικονομία. Την προηγούμενη εβδομάδα ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημόσιου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) προσέτρεξε σε νέο δανεισμό ύψους 625 εκατ. ευρώ (έντοκα γραμμάτια διάρκειας 26 εβδομάδων που ωστόσο έκλεισαν με μηδενική απόδοση). Ηδη το δημόσιο χρέος έχει ξεπεράσει το 200% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος και ανάλογα με το πού θα κλείσει η πτώση του ΑΕΠ θα καταδειχτεί στο τέλος του 2020 ποια ακριβώς είναι η ποσόστωση του δημόσιου χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ.
Το θέμα δεν είναι μόνο τεχνικό, ούτε βέβαια αφορά μόνο τους οικονομολόγους. Αυτή ακριβώς η σχέση είναι που θα καθορίσει πότε θα εισέλθουμε εκ νέου στη μνημονιακή εποχή. Πότε δηλαδή θα μας αποκλείσουν από τον δανεισμό και θα πρέπει να ξαναζητήσουμε την εκ νέου ένταξή μας στις δαγκάνες του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM). Μέχρι τώρα ο μόνος λόγος που μπορούμε να δανειζόμαστε είναι ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) αγοράζει τα ελληνικά ομόλογα. Μόνο γι’ αυτό οι οίκοι αξιολόγησης δεν μας έχουν κατατάξει εκ νέου στην κατηγορία «σκουπίδια» και γι’ αυτό μπορούμε και δανειζόμαστε από την αγορά. Ωστόσο πέραν των οίκων αξιολόγησης υπάρχουν και οι επενδυτές που δίνουν τελικά το χρήμα. Την άνοιξη, εν μέσω των μέτρων κοινωνικού αποκλεισμού λόγω της πανδημίας Covid-19, βρεθήκαμε πολύ κοντά στο να μην μπορούμε να δανειστούμε καθώς μας προσφέρονταν χρήματα με επιτόκιο άνω του 4% (κάτι που δεν μπορεί να αντέξει η ελληνική οικονομία). Τότε μας χορηγήθηκε «οξυγόνο» από την ΕΚΤ και αποσοβήθηκε ο κίνδυνος της πτώχευσης. Από το φθινόπωρο όμως; Αν εξετάσουμε καλύτερα τα δεδομένα, θα διαπιστώσουμε ότι ο πρωθυπουργός δεν ενδιαφέρεται να εξεύρει χρήματα για τη στήριξη και τόνωση της πραγματικής οικονομίας, αλλά δανείζεται αφειδώς χρήματα που δεν κατευθύνονται στις επιχειρήσεις και στους μισθωτούς (μέσω προγραμμάτων τόνωσης της απασχόλησης και της επιχειρηματικότητας).
Εν αρχή ην το κόστος δανεισμού
Το βέβαιο είναι ότι η κυβέρνηση κατάφερε να εκτοξεύσει το δημόσιο χρέος. Ο λόγος δεν είναι μόνο ο αθρόος δανεισμός (σε έντοκα γραμμάτια και ομόλογα) αλλά και η πτώση του ΑΕΠ ως απότοκο της βαθιάς ύφεσης που υφίσταται η εγχώρια αγορά λόγω του κορονοϊού αλλά και της αποτυχημένης οικονομικής πολιτικής που έχει εφαρμοστεί, αφού δεν κατέστη δυνατό να αποτραπεί η καθίζηση.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, το ύψος του ακαθάριστου δημόσιου χρέους στο τέλος του περασμένου Ιουνίου ανήλθε στο ποσό των 362,87 δισ. ευρώ. Σημειωτέον ότι το 2019 έκλεισε στα 356,02 δισ. ευρώ. Αρα στο πρώτο εξάμηνο αυξήθηκε κατά 6,85 δισ. ευρώ.
Η βόμβα της κατακρήμνισης του ΑΕΠ
Αν πάρουμε την επίσημη ελληνική θέση (δεν υπάρχει περίπτωση να επιβεβαιωθεί, καθώς το οικονομικό επιτελείο και η ΤτΕ επιμένουν να διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα) και με βάση τα σενάρια για το μέγεθος της πτώσης του ΑΕΠ, που κυμαίνονται στο 8-12% σε σχέση με το 2019, τότε στο τέλος του 2020 η σχέση ΑΕΠ – δημόσιου χρέους θα διαμορφωθεί σε πάνω από 213% του ΑΕΠ. Αναλυτικότερα, το 2019 το ελληνικό ΑΕΠ έκλεισε στα 187,46 δισ. ευρώ. Αρα, με βάση αυτά τα σενάρια, η πτώση 8-12% θα φέρει σε απόλυτα μεγέθη συρρίκνωση στα 170 δισ. ευρώ στο τέλος του 2020. Ωστόσο για να επιτευχθεί μια τέτοια συνθήκη θα πρέπει να παραμείνει το δημόσιο χρέος στα 362 δισ. ευρώ (γεγονός που μοιάζει ανέφικτο).
Ομως όλα αυτά βασίζονται σε μη ρεαλιστικές συνθήκες καθώς η πτώση του ΑΕΠ θα είναι πολύ μεγαλύτερη. Μόνο ο τουρισμός αναμένεται να αφαιρέσει περί τα 15,5 δισ. ευρώ (ως άμεσο τουριστικό προϊόν) από το ΑΕΠ. Την ίδια ώρα το λιανεμπόριο προβλέπεται να χάσει περί τα 10 δισ. ευρώ. Σε γενικές γραμμές οι σοβαρές εκτιμήσεις δίνουν πτώση του ΑΕΠ που σε απόλυτους αριθμούς θα κυμανθεί σε περίπου 25 έως 30 δισ. ευρώ σε σχέση με πέρυσι. Αρα το δημόσιο χρέος σε σχέση με το ΑΕΠ αναμένεται να κινηθεί στο 220-230%, κάτι που κάνει απαγορευτική την προσφυγή στις αγορές μέσα στο 2021.
Δεν αποφύγουμε το νέο μνημόνιο
Τι σημαίνει αυτό; Πολύ απλά, προσφυγή για άντληση χρημάτων στον ESM, που επιτυγχάνεται μόνο μέσα από μνημονιακές στρατηγικές εις βάρος της κοινωνίας και της πραγματικής οικονομίας, όπως κατέδειξε η δεκαετής περιπέτεια της Ελλάδας από το 2010. Αλλωστε ο υπουργός Επικρατείας της κυβέρνησης Μητσοτάκη Γιώργος Γεραπετρίτης το έχει δηλώσει ήδη από τον περασμένο Μάιο. «Εμείς δεν πρόκειται ποτέ να αδειάσουμε τα ταμεία του ελληνικού δημοσίου έτσι ώστε να αναγκαστούμε να καταφύγουμε από πολύ αδύναμη θέση σε αναγκαίο δανεισμό που θα φέρει πολύ μεγάλες περιπέτειες ξανά στην ελληνική οικονομία» είχε αναφέρει σε ραδιοφωνική του συνέντευξη. Μάλιστα απαντώντας στην ερώτηση αν υπαινίσσεται νέα μνημόνια, απάντησε: «Δεν υπαινίσσομαι, το λέω ρητά. Εάν αυτήν τη στιγμή αποδυναμώσουμε τα δημόσια οικονομικά μας και δεν έχουμε τους αναγκαίους πόρους να διασφαλίζουν ότι μπορούμε να δανειζόμαστε από τις αγορές με ανοικτούς όρους, θα αναγκαστούμε εκ των πραγμάτων να καταφύγουμε σε πρόγραμμα δημοσιονομικής στήριξης, το οποίο φέρνει μέτρα».
Εφησυχασμένοι πίσω από την ΕΚΤ
Εχοντας παραδοθεί στην αγκάλη της ΕΚΤ η οποία αγοράζει ελληνικά ομόλογα, η κυβέρνηση δεν βλέπει τους επερχόμενους κινδύνους. Τον Μάρτιο, όταν ξεκίνησε η κρίση, η απόδοση των ελληνικών ομολόγων εκτινάχτηκε και πλησίασε το απαγορευτικό για δανεισμό όριο του 4%. Κάπου εκεί η ΕΚΤ «έριξε» στη δευτερογενή αγορά ομολόγων τη δυνατότητά της (για πρώτη φορά στην ιστορία της) να αγοράζει και ελληνικά ομόλογα. Στις προβλέψεις της δε για φέτος είναι να αγοράσει ελληνικά ομόλογα αξίας περί τα 10 δισ. ευρώ (πρόγραμμα PEPP). Αυτή η εξέλιξη δημιούργησε εφησυχασμό στην ελληνική πλευρά καθώς θεωρεί ότι οι δανειακές της ανάγκες θα καλύπτονται μέσω της δευτερογενούς αγοράς από την ΕΚΤ.
Ωστόσο η ίδια η ΕΚΤ έχει χτυπήσει την καμπάνα του κινδύνου ενόψει του δεύτερου κύματος της πανδημίας. Το πρόγραμμα PEPP (αφορά το σύνολο της ευρωζώνης) εκτιμάται ότι θα εξαντληθεί στο τέλος Σεπτεμβρίου (μπορεί βέβαια να αποφασιστεί μεγέθυνσή του μέχρι το τέλος του έτους). Σύμφωνα λοιπόν με έκθεσή της από τον περασμένο Ιούνιο (αφορούσε τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα), η ΕΚΤ θεωρεί ότι αν επέλθει νέα επέλαση της πανδημίας το φθινόπωρο, οι επενδυτές ενδεχομένως να παρακάμψουν την ασφάλεια που δίνει η ΕΚΤ και να ζητήσουν μεγαλύτερα επιτόκια για να δανείσουν μέσω της αγοράς ομολόγων. Αν επέλθει αυτή η εξέλιξη, παρατηρεί η ΕΚΤ, τότε θα καταγραφούν μεγάλες πιέσεις στα ομόλογα των ασθενέστερων οικονομιών της περιφέρειας, στις οποίες βέβαια ασθενείς οικονομίες περιλαμβάνεται και η ελληνική! Βέβαια το δεύτερο κύμα κρουσμάτων του κορονοϊού, λόγω της έλλειψης σοβαρότητας και σχεδίου στρατηγικής από την πλευρά της κυβέρνησης Μητσοτάκη στο θέμα του τουρισμού, είναι εδώ. Η πορεία της πανδημίας μέσα στο φθινόπωρο είναι προς το παρόν άγνωστη. Το μόνο που μένει απ’ όλα αυτά ως αυξημένη πιθανότητα είναι ο εκτροχιασμός της πραγματικής οικονομίας και η προσφυγή σε νέα μνημόνια!