Η δημοσιογράφος που ανήγαγε τη συνέντευξη σε τέχνη καλείται αυτή τη φορά να δώσει η ίδια απαντήσεις, με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου της «Αριστερά, κάποτε…»
Η Όλγα Μπακομάρου είναι μόνη της μια σχολή. Για τους δημοσιογράφους που ανήκουμε σε μεταγενέστερες γενιές αποτελεί φωτεινό παράδειγμα όχι μόνο για το αποτέλεσμα της δουλειάς της αλλά και για τον τρόπο που επέλεξε να ασκήσει ολόκληρες δεκαετίες ένα επάγγελμα στο οποίο η πίεση και οι προκλήσεις εύκολα μπορεί να σε βγάλουν από τις ράγες σου. Βλέποντας τη δουλειά της με την απόσταση του χρόνου από την εποχή που έγραφε στη «Γυναίκα» και την «Ελευθεροτυπία» σκέφτομαι πόσο σημαντικές ήταν για την εποχή τους οι συνεντεύξεις της –τότε που τα δημόσια πρόσωπα δεν ήταν τόσο «διάφανα» όσο σήμερα με την επικράτηση της τηλεόρασης και του ίντερνετ– αλλά και πόσο σημαντικές εξακολουθούν να παραμένουν καθώς καθεμιά τους αποτελεί μέρος του μωσαϊκού μιας ολόκληρης εποχής.
Τη συναντώ για πρώτη φορά στην υποδοχή της εφημερίδας. Ζητάει λίγο χρόνο προτού αρχίσουμε τη συνέντευξη ώστε να εγκλιματιστεί – έχει φροντίσει να έρθει νωρίτερα στο ραντεβού μας. Απλά ντυμένη, απλή και στο ύφος, με μια αίσθηση του μη περιττού, κάθεται σε μια καρέκλα στην αίθουσα συσκέψεων όπου θα κάναμε την κουβέντα μας. Παίρνω θέση απέναντί της. Προτού ανοίξω το κασετοφωνάκι προσπαθώ να εκμαιεύσω μυστικά για την τέχνη της συνέντευξης. Οσο συζητάμε καταλαβαίνω πως τα μεγάλα της προτερήματα είναι ότι ξέρει να ακούει προσεκτικά και να διαβάζει πίσω από κάθε λέξη. Δεν θα μπορούσε ίσως να είναι αλλιώς ένας άνθρωπος που έχει καταφέρει να συνομιλήσει τόσο ανοιχτά και τολμηρά με τις σημαντικότερες προσωπικότητες της χώρας για τόσες δεκαετίες.
Μιλάμε για το βιβλίο της «Αριστερά, κάποτε…» που έγινε η αφορμή για τη συνάντησή μας. Σ’ αυτό περιέχονται 16 συνεντεύξεις με κορυφαίες προσωπικότητες της Αριστεράς από τον Μάρτιο του 1977 έως τον Απρίλιο του 2008 στο περιοδικό «Γυναίκα» και στην «Ελευθεροτυπία». Το βιβλίο ανοίγει με τον Μίκη Θεοδωράκη, ολοκληρώνεται με τον Νίκο Μπελογιάννη (υιό) και περιλαμβάνει τους Ηλία Ηλιού, Μπάμπη Δρακόπουλο, Λεωνίδα Κύρκο, Μαρία Δαμανάκη, Κώστα Κάππο, Αλέκα Παπαρήγα, Νίκο Κωνσταντόπουλο, Μιχάλη Παπαγιαννάκη, Ανδρέα Λεντάκη, Μίμη Ανδρουλάκη, Μήτσο Κωστόπουλο, Μανώλη Γλέζο, Αλέκο Αλαβάνο, Ελλη Παππά. Διαβάζοντας τις συνεντεύξεις ένιωσα σαν να έβλεπα ταινία. Ηταν τόσο ζωντανές που σχεδόν άκουγα τις φωνές τους.
Εχετε συνομιλήσει με τις σημαντικότερες προσωπικότητες των τελευταίων δεκαετιών. Πώς νιώθετε όταν δίνετε εσείς συνέντευξη;
Είναι πολύ δύσκολο και τώρα καταλαβαίνω και τη θέση των συν ε ντε υ ξι α ζ ό μεν ων. Το κάνω τα τελευταία χρόνια με την ευκαιρία της κυκλοφορίας των βιβλίων αυτών αλλά δεν έχω συνηθίσει.
Τι σας δυσκολεύει; Φοβάστε μην αποκαλύψετε κάτι που δεν θέλετε;
Οχι, δεν έχω να αποκαλύψω άλλωστε κάτι τόσο σημαντικό. Πάντα βέβαια μπορεί να σου κάνει και μια αδιάκριτη ερώτηση κάποιος. Οταν έπαιρνα συνεντεύξεις το πρόσεχα αυτό. Μου φαίνεται δύσκολο να εκφράσω αυτό που θέλω να πω. Εκείνοι βέβαια από τους οποίους παίρνουμε συνεντεύξεις το έχουν συνηθίσει.
Ησασταν πάντα προσεκτική, ωστόσο δεν χαριζόσασταν. Υπάρχουν ερωτήσεις στο βιβλίο δύσκολες, ίσως σκληρές.
Τι πάει να πει σκληρές; Αυτό που ήθελα να δώσω από τη μία μεριά ήταν η εικόνα που προσωπικά είχα από τον πολιτικό με τον οποίο μιλούσα, καθώς πήγαινα με πολύ καλή διάθεση και μεγάλο ενδιαφέρον και χαρά για να πάρω μια συνέντευξη. Από κει και πέρα αν υπήρχαν κάποιες σκληρές ερωτήσεις στους πολιτικούς, αφορούσαν αυτά που ήθελε να μάθει ο μέσος πολίτης. Δεν πήγαινα μόνο για να κάνω μια προσωπογραφία. Πάντως δεν βρέθηκε κανείς που να παρεξηγήθηκε. Θα σας πω όμως κάτι που ήταν μάθημα για μένα. Στα πρώτα χρόνια που έκανα αυτήν τη δουλειά πήγα να πάρω συνέντευξη από την Ελένη Βλάχου. Μεταξύ όσων είπαμε τη ρώτησα για τη σχέση της με τα ανάκτορα. Δεν ήθελε να απαντήσει, πιστεύω ότι ίσως κάπου ενοχλήθηκε κιόλας. Ωστόσο επέμεινα στην ερώτηση. Και γύρισε και μου είπε: «Επειδή είστε πολύ νέα θα σας δώσω μια συμβουλή. Οταν ο άλλος δεν θέλει να απαντήσει να μην επιμένετε». «Μάλιστα» της απάντησα. Η συζήτηση προχώρησε. Λίγο αργότερα έκανα την ίδια ερώτηση και πιο τολμηρά από πριν. Και απάντησε. Βιάστηκα να της κάνω την ερώτηση την πρώτη φορά, δεν είχε δημιουργηθεί ακόμη κλίμα εμπιστοσύνης μεταξύ μας.
Εξεπλάγην ευχάριστα με τα λεγόμενα ανθρώπων που λόγω της ενασχόλησής τους με την πολιτική είχαν καταγραφεί στο μυαλό μου πιο μονοδιάστατα. Δεν θα σκεφτόμουν ποτέ, για παράδειγμα, πως ο Νίκος Κωνσταντόπουλος απολαμβάνει να περπατάει το σούρουπο στην αμμουδιά του Καϊάφα και να μαζεύει κοχύλια.
Οταν ξεκινούσα να πάρω μια συνέντευξη πήγαινα να συναντήσω έναν άλλο άνθρωπο, ακόμη κι αν ήταν ο πρωθυπουργός. Αυτό το εισέπρατταν και ανοίγονταν. Συχνά στρεφόταν η κουβέντα στα παιδικά τους χρόνια – όλοι έχουμε την ανάγκη να επιστρέφουμε σε εκείνη την περίοδο της ζωής μας. Κάποιος μου είπε πως αυτό ήταν κόλπο. Οχι, δεν ήταν. Καταρχάς γιατί δεν είμαι των κόλπων και επειδή δεν πιστεύω πως οι άνθρωποι μπορούν με κόλπα να σου πουν βαθιά προσωπικά πράγματα. Είμαι ευγνώμων σε όλους όσοι μου μίλησαν. Οχι γιατί μου έδωσαν μια συνέντευξη αλλά γιατί μέσα από τη συζήτηση μου πρόσφεραν σκέψεις που με βοήθησαν ακόμη και σε δύσκολες στιγμές στη ζωή μου. Τους αγαπώ και πολλούς τους νοσταλγώ.
Πώς ξεκίνησαν οι συνεντεύξεις με τους πολιτικούς;
Το οφείλω στον Ευάγγελο Τερζόπουλο, παρότι αρχικά δίσταζε να δημοσιεύσει συνεντεύξεις πολιτικών στη «Γυναίκα». Οταν σκοτώθηκε ο Παναγούλης ο Τερζόπουλος με έστειλε να πάρω συνέντευξη από τη μάνα του τη μέρα που είχε ταφεί, αν θυμάμαι καλά. Την ώρα που έφτασα στο σπίτι του στη Γλυφάδα δεν ήταν κανείς, είχαν φύγει όλοι. Η Αθηνά Παναγούλη ήταν κλεισμένη κάπου μέσα. Μια κοπέλα έβγαινε κατά διαστήματα και έλεγε «δεν μπορεί να σας δει η κ. Παναγούλη, δεν είναι καλά». Της εξήγησα πως δεν με πείραζε να περιμένω και συνέχισα να κάθομαι. Υπήρχε ένα πένθος διάχυτο, το ένιωθα πολύ έντονα. Το απόγευμα εμφανίστηκε η κοπέλα και μου είπε πως η κ. Παναγούλη θα με έβλεπε. Θυμάμαι πως με δέχτηκε στο σαλόνι. Εκλαιγε εκείνη, έκλαιγα κι εγώ. Είχα συγκλονιστεί με αυτή την ιστορία. Επιστρέφοντας στα γραφεία της «Γυναίκας» έγραψα ένα κομμάτι. Την επόμενη μέρα που ξαναπήγα είδα μεγάλη αναστάτωση, όλοι μιλούσαν γι’ αυτό το κομμάτι. Μόλις με είδε ο Τερζόπουλος με αγκάλιασε. Για πρώτη φορά στο σημείωμα του εκδότη ανέφερε το όνομα συντάκτη. Αυτό μου έδωσε το θάρρος να ξαναπάω στο γραφείο του και να του ζητήσω να κάνουμε τους πολιτικούς. Νομίζω πως ήμασταν οι πρώτοι που κάναμε τέτοιο άνοιγμα.
Ποιος ήταν ο πρώτος πολιτικός;
Ο Ανδρέας Παπανδρέου ο οποίος ήταν στην αρχή του μύθου του. Ακολούθησαν πάρα πολλοί, σχεδόν όλοι σημαντικοί πολιτικοί σε κορυφαίες θέσεις, πλην του Κωνσταντίνου Καραμανλή και του Χαρίλαου Φλωράκη.
Γιατί όχι αυτοί οι δύο;
Από τον Καραμανλή πήρε συνέντευξη για τη «Γυναίκα» η συνάδελφος Μαρία Καραβία. Με τον Φλωράκη συνέβη το εξής. Μου είπε ο Τερζόπουλος να του πάρω συνέντευξη. Τότε τα γραφεία του ΚΚΕ ήταν στην Κάνιγγος, μετά μεταφέρθηκαν στον Περισσό. Είχα πάει εκεί λοιπόν επειδή είχαν ζητήσει να τους πάμε τα προηγούμενα τεύχη. Συμφώνησαν να γίνει η συνέντευξη αλλά ήθελαν να την κάνουμε με γραπτές ερωτήσεις και απαντήσεις. Γι’ αυτό δεν έγινε, αρνήθηκε ο Τερζόπουλος. Χρόνια μετά μου έδωσε συνέντευξη η Παπαρήγα, η οποία δεν ζήτησε ούτε ερωτήσεις ούτε τίποτε.
Αλλη μια συνέντευξη που με εξέπληξε ευχάριστα, καθώς δεν περίμενα πως η Αλέκα Παπαρήγα είναι τόσο άνετη επικοινωνιακά και χαμογελαστή.
Είναι λάθος η αντίληψη πως οι πολιτικοί δεν χαμογελούν και δεν έχουν χιούμορ. Η Παπαρήγα μου άρεσε πολύ σε ανθρώπινο επίπεδο.
Πώς είδατε την Αλέκα Παπαρήγα και τη Μαρία Δαμανάκη σε έναν σχεδόν αποκλειστικά ανδροκρατούμενο χώρο όπως ήταν τότε η πολιτική;
Μια χαρά άνετες. Αυτό το χαμόγελο της Δαμανάκη ήταν τόσο γλυκό. Για τη δική μου γενιά ήταν πρόσωπο μυθικό επειδή ήταν η εκφωνήτρια του Πολυτεχνείου. Μου έκανε πολύ καλή εντύπωση.
Υπήρξε κάποιος που σας εντυπωσίασε ιδιαίτερα;
Δεν μπορώ να πω για κάποιον συγκεκριμένα. Ολοι τους ήταν υπέροχοι, έξυπνοι, απλοί, διέθεταν ταπεινότητα –για μένα το μέγιστο προσόν– και ήταν έτοιμοι να υποστούν τα πάντα για τις ιδέες τους. Ηταν άνθρωποι με παιδεία, ευγένεια και χιούμορ. Οταν είπα στον Μήτσο Κωστόπουλο ότι ήταν φτυστός ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο είπε ότι η μητέρα του ορκιζόταν πως ποτέ δεν είχε πάει στην Αμερική, ότι δεν ήξερε ούτε κατά πού πέφτει. Καλά, για τον Θεοδωράκη δεν το συζητώ. Νιώθω πως του χρωστάω προσωπικά γιατί χάρη στη μουσική του η γενιά μου έμαθε τους ποιητές. Ο,τι έλεγε ο Μίκης το πίστευε. Ηταν αυτό που έλεγε ο πατέρας του για εκείνον: «Ενα αγαθό παιδί, χωρίς καμία κακία μέσα του». Και όταν έδινε συνέντευξη μιλούσε, ήταν ποταμός.
Γιατί θεωρήσατε ότι έπρεπε να βγει τώρα ένα βιβλίο με συνεντεύξεις πολιτικών της παλιάς Αριστεράς;
Νομίζω πως έχει ενδιαφέρον και μπορεί να είναι και χρήσιμη αυτή η επάνοδος αυτή την ώρα που η Αριστερά δοκιμάζεται πάλι – το «πώς» το βλέπουμε, το γνωρίζουμε όλοι πλέον.
Αν παίρνατε σήμερα συνέντευξη από τον Στέφανο Κασσελάκη, τι θα θέλατε να μάθετε;
Τίποτε. Γνωρίζω όσα ήθελα να ξέρω.
Ποια είναι η εικόνα που σας δίνει;
Δεν έχω γνωρίσει προσωπικά τον κ. Κασσελάκη, η μόνη επαφή που έχω μαζί του είναι μέσα από την τηλεόραση. Είναι ένας ωραίος άντρας με αδιαμφισβήτητο επικοινωνιακό χάρισμα. Ας μην κάνουμε όλοι τους αναλυτές και τους προφήτες. Θα δείξει. Οπως λέει το τραγούδι, θα φανεί στο χειροκρότημα.
INFO
Το βιβλίο «Αριστερά, κάποτε…» της Ολγας Μπακομάρου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αρμός