Με αφορμή την παγκόσμια ημέρα ποίησης (21/3) κάνουμε μια συζήτηση με τον συνθέτη Μιχάλη Καλογεράκη και το νέο ποιητή Νίκο Φιλντίση.
Αφορμή στέκεται η ποιητική συλλογή του δεύτερου με τίτλο «Όλα τα αδέσποτα γατιά του ονείρου μου». Η Μικρή Άρκτος -συνεπής στο ποιοτικό της καλλιτεχνικό προϊόν- παρουσιάζει μια πρώτη γεύση της ποιητικής αυτής συλλογής με το ποίημα «Η λύπη είναι» το οποίο μελοποίησε και ερμηνεύει ο Μιχάλης Καλογεράκης.
Τι σημαίνει για τον καθένα από εσάς προσωπικά η ποίηση;
Μιχάλης Καλογεράκης: Διαβάζω ποίηση από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, έχω κλάψει κι έχω γελάσει διαβάζοντας ποίηση. Υπάρχουν ποιήματα που τα διαβάζω το καλοκαίρι κι άλλα που τα διαβάζω το Νοέμβρη που νυχτώνει νωρίς. Η ποίηση είναι για μένα ό,τι είναι και η μουσική.
Νίκος Φιλντίσης: Φαντάζομαι συχνά την ποίηση σαν ένα μυστικό, αισθητήριο όργανο με το οποίο μπορούμε να προσλαμβάνουμε τον κόσμο γύρω μας. Όμως αυτό είναι μια δική μου αυθαίρετη εικόνα, θα μπορούσα να παραθέτω κι άλλα πολλά τέτοια παραδείγματα που μοιάζουν μεν εύστοχα μα ταυτοχρόνως είναι ελλιπή ως προς την περιγραφή της ποίησης. Νομίζω, δεν έχω εφεύρει έναν ορισμό που να φανερώνει την όψη της ποίησης.
Και γι’ αυτό, ειλικρινά, συλλογίζομαι εάν τελικά υπάρχει η ποίηση ως οντότητα. Ίσως, λοι-πόν να ήταν ορθότερο να μιλήσουμε όχι για ποίηση αλλά για την ποιητική πρόσληψη. Αυ-τές τις διαπεραστικές ματιές που ανατέμνουν τα πράγματα και θέτουν ερωτήματα. Η ποίηση είναι για μένα ένα μεγάλο ερωτηματικό, κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Θα μπορούσατε να πείτε ότι έχετε αγαπημένους ποιητές;
Μ.Κ.: Δεν έχω αγαπημένους ποιητές, έχω αγαπημένα ποιήματα, και αγαπημένους μεταφ-ραστές. Ωστόσο αν κανείς προσέξει τα μελοποιημένα ποιήματα που τραγουδάμε μπορεί να πάρει μια απάντηση.
N. K.: Μια φαινομενικά απλή ερώτηση που είναι όμως τόσο δύσκολο να απαντηθεί. Δεν έχω μια λίστα σε σφραγισμένο φάκελο, ένα προσωπικό πάνθεον. Θα έλεγα πως πρόκειται για ένα δυναμικό σύστημα που συνεχώς μεταβάλλεται. Με αυτό θέλω να πω ότι κάθε μέρα διαβάζοντας ή και ξαναδιαβάζοντας έναν ποιητή ανακαλύπτω διαρκώς νέες πτυχές της ποίησης ή μικρές λεπτομέρειες που είχαν διαφύγει εντελώς της προσοχής μου σε προηγούμενη ανάγνωση.
Ενδεικτικά, για να απαντήσω όμως έστω και υποτυπωδώς, θα ανέφερα τον Καβάφη, τον Σαραντάρη, τον Νερούδα, την Πλαθ, τον Άπνταικ. Αν με ρωτήσετε ξανά αύριο βέβαια, πολύ πιθανό να σας απαντήσω κάτι άλλο.
Τι σας ενέπνευσε σε αυτή τη νέα σας δουλειά;
Μ.Κ.: Με ενέπνευσε η αμεσότητα της ποιητικής του Νίκου, καθώς και η φρεσκάδα των ποιημάτων του. Όταν διάβασα το ποίημα “Η λύπη είναι το τραπέζι με το μουσαμά στον ήλιο που ζαρώνει” ένιωσα αμέσως την εικόνα και το συναίσθημα που μου δημιουργεί. Είναι αυτό που σου προσφέρει η ποίηση, να σου κάνει την ερώτηση, να σου δίνει και την απάντηση. Διότι το τραπέζι με το μουσαμά στον ήλιο που ζαρώνει, το θυμάμαι στο χωριό μου στην Κρήτη, ωστόσο είναι για μένα αυτό η λύπη; -Ναι.
N. K.: Ίσως ακουστεί παράδοξο, μα έμπνευση γι’ αυτή τη νέα συλλογή στάθηκε η ποιητική φόρμα, το ίδιο το ποίημα από τεχνικής άποψης εννοώ. Ήθελα δηλαδή να καταπιαστώ με κανόνες και είδη γραφής, να φτιάξω στίχους με δουλεμένη μουσικότητα και ροή. Όπως, για παράδειγμα επιτάσσει το χαϊκού. Γενικά, εντοπίζω συχνά μια παραμέληση του ρυθμού, της τεχνικής του λόγου στην ελληνική ποίηση των ημερών μας.
Υπάρχει, η εσφαλμένη νομίζω αντίληψη ότι η ποίηση, ακολουθώντας μια εμφανώς πιο πε-ζόμορφη πλέον τάση δεν χρειάζεται να υπόκειται και σε ρυθμικούς κανόνες. Αυτό, στην αγγλική γραφή, ας πούμε, δεν υφίσταται. Υπάρχει ακόμα και τώρα η φιλοσοφία της διατήρησης της μουσικότητας της γλώσσας, ανεξαρτήτως ποιητικής φόρμας. Επιθυμούσα λοιπόν να φτιάξω ένα βιβλίο, όχι κατ’ ανάγκην εξόφθαλμα μετρικό, αλλά με έναν υφέρποντα παλμό που θα επανέφερε στο προσκήνιο, μαζί με τα όποια άλλα, την ιδέα πως το ποίημα είναι μορφή τέχνης που απαιτεί κυρίως ρυθμό.
Τι μήνυμα θέλετε να φτάσει στον κόσμο με αυτή τη νέα σας δουλειά;
Μ.Κ.: Όπως με κάθε μελοποιημένο ποίημα, αυτό που θέλω να γνωρίζει ο κόσμος είναι πως στην ποίηση κρύβεται ένα μεγαλείο, δεν είναι η ποίηση για μουσείο, είναι για τη ζωή, την ποίηση τη διαβάζεις δυνατά, την τραγουδάς, την απαγγέλεις. Αρκεί να ανοίξεις το βιβλίο και αφιερώσεις λίγο χρόνο στο να διαβάσεις. Είναι απλό, μα τόσο σπάνιο στις μέρες μας. Μην ψάχνουμε απαντήσεις στα κινητά, υπάρχουν όλες οι απαντήσεις στα βιβλία.
N. K.: Θα έλεγα μάλλον πως με ενδιαφέρει περισσότερο να φτιάχνω ποιήματα που να πληρούν τα κριτήρια της πύκνωσης, του ρυθμού, της ευστοχίας των λέξεων και φυσικά της έκπληξης, αυτής της ιδιαίτερης ματιάς που αναζητά η τέχνη. Τούτο είναι το σκαρίφημα για ένα επιτυχημένο ποίημα. Άρα, από δικής μου πλευράς, παλεύω να γράφω καλά ποιήματα. Πραγματικά, δεν ξέρω αν έχει ουσία να μιλάω για συγκεκριμένα μηνύματα, να περιορίζω τη σκέψη σε προκαθορισμένα όρια.
Ελπίζω ο αναγνώστης από τη δική του πια οπτική γωνία να προσδώσει μια επιπλέον υπόσταση στα ποιήματά μου. Να αλιεύσει ό,τι εγώ δεν κατάφερα να σκεφτώ όταν τα έγραφα. Όταν φεύγει κάτι από τα χέρια μας εξάλλου, παύει να είναι μόνο δικό μας, εμείς μένουμε απλώς με το όραμα. Κι αυτό είναι το όραμα της ποίησης, υποθέτω: να ταξιδεύει από χέρι σε χέρι, να ζει. Φοβάμαι πως δεν με βρίσκει σύμφωνο η άποψη του αείμνηστου και αγαπημένου ποιητή Γιάννη Κοντού πως «η ποίηση δεν είναι πολιτικό κόμμα για να έχει όραμα και πρόγραμμα». Έτερον εκάτερον. Χωρίς όραμα δεν υπάρχει μέλλον κι αγώνας, πώς αλλιώς;