Ποιοι είναι οι 7.902 εκλογείς που μπορούν να ψηφίσουν φέτος για τα ‘Οσκαρ, τα πλέον εξέχοντα κινηματογραφικά βραβεία που θα απονεμηθούν στις 24 Φεβρουαρίου στο Χόλιγουντ; Από πού προέρχονται; Πώς θα πραγματοποιηθεί η ψηφοφορία για την 91η τελετή απονομής;
Ποιος έχει δικαίωμα να ψηφίσει;
Όλοι όσοι ψηφίζουν για τα ‘Οσκαρ είναι μέλη της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογραφικών Τεχνών και Επιστημών που βρίσκεται στο Λος ‘Αντζελες. Πρέπει να είναι “καταξιωμένοι” επαγγελματίες του κινηματογράφου και να προέρχονται από έναν από τους 17 κλάδους της βιομηχανίας (ηθοποιοί, κομμωτές, ενδυματολόγοι, μοντέρ, παραγωγοί σκηνοθέτες, σεναριογράφοι κ.ά.).
Όλοι οι υποψήφιοι πρέπει να έχουν επιλεγεί από τουλάχιστον δύο μέλη της Ακαδημίας, εκτός από τους υποψήφιους και τους βραβευμένους στα ‘Οσκαρ, οι οποίοι μπορούν να υποβάλουν απευθείας αίτηση.
Μετά την εξέταση του φακέλου τους, η τελική απόφαση λαμβάνεται από το Συμβούλιο των Κυβερνητών της Ακαδημίας.
Τα μέλη της Ακαδημίας επωφελούνταν επί μακρόν του δικαιώματος της “ισόβιας” ψήφου αλλά από το 2016, το δικαίωμα αυτό περιορίστηκε σε δεκαετή ανανεώσιμη περίοδο, ώστε εκλογείς που εγκατέλειψαν την κινηματογραφική βιομηχανία πολύ καιρό πριν, να μην συνεχίζουν να ψηφίζουν.
Ποιοι είναι αυτοί;
Η Ακαδημία επί μακρόν δεν αποκάλυπτε τον κατάλογο των εκλογέων, παρότι τίποτε δεν εμποδίζει αυτούς τους προνομιούχους να το κάνουν γνωστό.
Το 2016, έπειτα από χρόνια καυστικών σχολίων για τη σύνθεση των μελών της ότι δεν αντιπροσώπευαν την ποικιλομορφία της κοινωνίας, η Ακαδημία ανακοίνωσε ότι τα 6.000 μέλη που είχε τότε ήταν κατά 93% λευκοί και κατά 76% άνδρες. Η διάμεση ηλικία τους ήταν τα 63 έτη.
Την ίδια χρονιά, η Ακαδημία ανακοίνωσε τον διπλασιασμό των γυναικών και των μελών που προέρχονται από μειονότητες έως το 2020 για να τρέξει νέο αίμα στο δυναμικό της.
Το 2018, το 49% των 928 νέων μελών που προσκλήθηκαν να ενταχθούν στην Ακαδημία ήταν γυναίκες και το 38% μη λευκοί.
Ωστόσο, η Ακαδημία παραμένει ανδροκρατούμενη κατά 69% και λευκή κατά 84%.
Πώς γίνονται οι υποψηφιότητες;
Οι περισσότεροι από τους υποψηφίους επιλέγονται από τα μέλη του επαγγελματικού τους κλάδου: οι ηθοποιοί ψηφίζουν για τους ηθοποιούς, οι σκηνοθέτες για τους σκηνοθέτες. κ.λπ.
Σε ορισμένες κατηγορίες, όπως αυτές της καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας ή ταινιών κινουμένων σχεδίων, οι υποψηφιότητες εξετάζονται από ειδική επιτροπή.
Όλα τα μέλη από όλους τους κλάδους μπορούν να μετάσχουν στην ψηφοφορία για την καλύτερη ταινία της χρονιάς.
Πώς επιλέγονται οι νικητές;
Οι σχεδόν 7.900 εκλογείς μετέχουν όλοι στις ψηφοφορίες για να ορίσουν τους νικητές.
Στις 23 από τις 24 κατηγορίες, κερδίζει αυτός που αποσπά τις περισσότερες ψήφους.
Η “καλύτερη ταινία”, το μεγαλύτερο βραβείο των ‘Οσκαρ αποτελεί την εξαίρεση. Από το 2009, η κατηγορία αυτή διέπεται από ένα ιδιόρρυθμο και σύνθετο τρόπο “προτιμησιακής” ψηφοφορίας πολλών γύρων.
Κάθε εκλογέας πρέπει να κατατάξει κατά σειρά προτίμησης τις ταινίες που διεκδικούν το βραβείο (οκτώ φέτος) ωστόσο, εκτός αν αποσπάσει αμέσως την απόλυτη πλειοψηφία, δεν είναι το έργο που συγκεντρώνει τον μεγαλύτερο αριθμό της πρώτης θέσης που κερδίζει αυτόματα.
Σε κάθε γύρο, η ταινία που κατατάσσεται λιγότερο συχνά στην πρώτη θέση, θα αποκλειστεί και οι ψήφοι που τής είχαν δοθεί θα δοθούν εκ νέου στις εναπομείνασες ταινίες, σύμφωνα με την υψηλότερη “προτίμηση” της κάθε λίστας. Η διαδικασία συνεχίζεται έως ότου μια ταινία ξεπεράσει το όριο του 50% των ψήφων.
Αποτέλεσμα του συστήματος αυτού: πολύ συχνά, η ταινία που αναδεικνύεται νικήτρια είναι αυτή που καταλαμβάνει τη δεύτερη ή την τρίτη θέση στον μεγαλύτερο αριθμό των ψηφοδελτίων, και όχι την πρώτη θέση.
“Η ιδέα για την ‘εναλλακτική’ αυτή ψηφοφορία είναι να απηχεί τις επιθυμίες του μεγαλύτερου αριθμού των ψηφοφόρων. Διαφορετικά, κινδυνεύουμε να καταλήξουμε σε μια ταινία που λατρεύει το 25%, την οποία όμως οι άλλοι δεν μπορούν να ανεχτούν”, είχε εξηγήσει ο Ρικ Ρόμπερτσον, υπεύθυνος της Ακαδημίας των ‘Οσκαρ κατά τη διάρκεια της μεταρρύθμισης του 2009.
Πρόκειται για ένα άμεσο σύστημα της πολυεθνικής PricewaterhouseCoopers που έχει αναλάβει να κάνει αυτή τη σύνθετη καταμέτρηση.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ