«Όλα ήταν ένα ψέμα …μια παρόλα μια πνοή» Ο Μητσοτάκης ξέχασε τα περί πλεονασμάτων – Δε θα θέσει θέμα στη Μέρκελ

«Όλα ήταν ένα ψέμα …μια παρόλα μια πνοή» Ο Μητσοτάκης ξέχασε τα περί πλεονασμάτων – Δε θα θέσει θέμα στη Μέρκελ

Ξεχάστε ό,τι ακούγατε προεκλογικά από τον Κυριάκο. Ο ίδιος το ξεκαθαρίζει ότι δεν πρόκειται να θέσει θέμα μείωσης των πλεονασμάτων στην κυρία Μέρκελ “αφού ξέρω τι θα μου απαντήσει”.

Επίσης ξεχάστε και ελαφρύνσεις αφού η ανάπτυξη δεν φτάνει στο 4% που είχε θέσει ως προαπαιτούμενο. 

Η συνέντευξη του Κυριάκου Μητσοτάκη στη FAZ είναι αποκαλυπτική της διγλωσσίας του. Δεν είναι άλλωστε η πρώτη φορά που άλλα λέει στο κομματικό του ακροατήριο εντός Ελλάδας και άλλα στους ηγέτες εκτός. 

Στο διαταύτα ο κ. Μητσοτάκης παραδέχεται ότι δεν πρόκειται να μειώσει τα πρωτογενή πλεονάσματα όπως έταζε προεκλογικά αφού δεν μπορεί να πείσει τους ηγέτες – τη Μέρκελ σήμερα –  γιατί είναι θεμα των θεσμών. 

Το λέει καθαρά στη συνέντευξή του (απομαγνητοφώνηση από την Καθημερινή)

Θέλετε όμως και οι δανειστές να υποχωρήσουν στους δημοσιονομικούς στόχους της Ελλάδας με χαμηλότερο στόχο για το πρωτογενές πλεόνασμα, δηλαδή αυτό που απομένει χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι πληρωμές τόκων, το οποίο αυτά τα χρόνια θα πρέπει να φθάσει στο 3,5% του ΑΕΠ.

Κ.Μητσοτάκης: Ο στόχος του 3,5% αποτελεί κληρονομιά του παρελθόντος. Αλλά αυτό η Ελλάδα το έχει υποσχεθεί. Επιβαρύνει σοβαρά την ελληνική οικονομία, ειδικά σε μια στιγμή που η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται στα πρόθυρα της ύφεσης. Αυτό που λέω είναι πολύ σαφές: Φυσικά, θα μείνουμε σε αυτόν τον στόχο το 2019, αλλά και το 2020. Όμως για τα επόμενα χρόνια θέλουμε να το συζητήσουμε. Αρχικά είναι σημαντική η αποκατάσταση της αξιοπιστίας της Ελλάδας και η υλοποίηση πραγματικών μεταρρυθμίσεων. Κατά τις επόμενες συζητήσεις με τους δανειστές το θέμα θα είναι να μας επιστραφούν τα κέρδη των κεντρικών τραπεζών από τις συναλλαγές με ελληνικά κρατικά ομόλογα, όπως υποσχέθηκαν για την περίπτωση της τήρησης των συμφωνιών. Αυτά τα χρήματα μπορούμε να τα χρησιμοποιήσουμε παραγωγικά, σε αντίθεση με τους προκατόχους μας.

-Θα μιλήσετε για αυτό το θέμα, όταν θα συναντήσετε την Καγκελάριο Merkel την Πέμπτη;

Κ.Μητσοτάκης: Δεν θα αφιερώσω τον περισσότερο χρόνο της συνάντησής μου με την Καγκελάριο για αυτά τα ζητήματα. Γιατί γνωρίζω την απάντηση: γι’ αυτά αποφασίζουν οι θεσμοί των δανειστών. Δεν μου αρέσει ούτως ή άλλως η ιδέα ένας Έλληνας πρωθυπουργός να προσέρχεται στο Βερολίνο με μια μακρά λίστα επιθυμιών. Και επιπλέον αυτό δεν είναι αποτελεσματικό. Προτιμώ να μιλήσω για τις ελληνογερμανικές οικονομικές επαφές, για τη μετανάστευση, για τη σχέση με την Τουρκία. Γνωρίζω πολύ καλά την Καγκελάριο και νομίζω ότι θα είναι πολύ ικανοποιημένη για το γεγονός ότι στην Ελλάδα υπάρχει μια μεταρρυθμιστική κυβέρνηση από το στρατόπεδο του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, η οποία διαθέτει και την απόλυτη πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο. Και αυτό είναι επίσης θετικό για το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα.

Και για το θέμα της ανάπτυξης: 

-Πόσο υψηλή προβλέπεται να είναι η πραγματική ανάπτυξη της Ελλάδας με βάση το πρόγραμμά σας;

Κ.Μητσοτάκης: Όλα εξαρτώνται από την παγκόσμια οικονομική κατάσταση, αλλά είπαμε ότι θέλουμε ανάπτυξη άνω του 3%. Σε μια χώρα που έχει χάσει το ένα τέταρτο του εθνικού της εισοδήματος, αυτός ο στόχος θα πρέπει να είναι εφικτός.

Διαβάστε επίσης: Ο Κυριάκος εξηγεί γιατί δεν μπορεί να δεσμευτεί για 13η σύνταξη και αποκλείει τη μείωση προκαταβολής φόρου (Video)

Διαβάστε επίσης: Οι φρούδες υποσχέσεις του Κυριάκου για την ανάπτυξη

Διαβάστε ολόκληρη τη συνέντευξη όπως τη μεταδίδει το ΑΠΕ-ΜΠΕ:

Κάλεσμα σε Γερμανούς επιχειρηματίες να επενδύσουν στη χώρα μας, απευθύνει ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, σε συνέντευξη που δημοσιεύεται σήμερα στη γερμανική εφημερίδα Frankfurter Allgemeine Zeitung (FAZ) στο πλαίσιο της επίσκεψής του στο Βερολίνο και της συνάντησής του με την καγκελάριο ‘Ανγκελα Μέρκελ. Παράλληλα, στέλνει μήνυμα ότι η Ελλάδα μπορεί να πετύχει ρυθμό ανάπτυξης πάνω από 3%.

«Οι πρόσφατες εκλογές ήταν ένα σημαντικό βήμα για να τελειώσουμε μια και καλή με αυτό που αποκαλούνταν εδώ και καιρό ελληνική κρίση. Για πρώτη φορά εδώ και δέκα χρόνια, έχουμε μια κυβέρνηση με απόλυτη πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο, η οποία είναι σαφώς προσανατολισμένη στις μεταρρυθμίσεις. Με ένα κυβερνών κόμμα που μπόρεσε να νικήσει τους λαϊκιστές στις εκλογές, χωρίς να τους μιμηθεί και χωρίς μεγάλες υποσχέσεις» τονίζει ο κ. Μητσοτάκης.

Ερωτηθείς για την πρόθεσή του να μειώσει τον στόχο για το πρωτογενές πλεόνασμα κάτω από το 3,5% του ΑΕΠ, ο κ. Μητσοτάκης απαντά ότι αυτός ο στόχος αποτελεί κληρονομιά του παρελθόντος και ότι «επιβαρύνει σοβαρά την ελληνική οικονομία, ειδικά σε μια στιγμή που η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται στα πρόθυρα της ύφεσης». Και προσθέτει: «Φυσικά, θα μείνουμε σε αυτόν τον στόχο το 2019, αλλά και το 2020. Όμως για τα επόμενα χρόνια θέλουμε να το συζητήσουμε. Αρχικά είναι σημαντική η αποκατάσταση της αξιοπιστίας της Ελλάδας και η υλοποίηση πραγματικών μεταρρυθμίσεων. Κατά τις επόμενες συζητήσεις με τους δανειστές το θέμα θα είναι να μας επιστραφούν τα κέρδη των κεντρικών τραπεζών από τις συναλλαγές με ελληνικά κρατικά ομόλογα, όπως υποσχέθηκαν για την περίπτωση της τήρησης των συμφωνιών».

Στη συνέχεια αναφέρεται στον στόχο της επίσκεψής του στη γερμανική πρωτεύουσα. «Έρχομαι στο Βερολίνο με το σχέδιο ανάπτυξης της Ελλάδας. Επιπρόσθετα, θέλω να παρουσιάσω τις δυνατότητες που προσφέρει η Ελλάδα σε Γερμανούς επιχειρηματίες και να τους παρακινήσω να δουν τη χώρα μας με νέα ματιά. Γερμανικές εταιρείες δραστηριοποιούνται ήδη στην Ελλάδα, αλλά θέλω να διευρύνω τον κύκλο και να εστιάσω σε τομείς όπου η Γερμανία και η Ελλάδα μπορούν να επωφεληθούν από τη συνεργασία, όπως στη φιλική προς το περιβάλλον ενεργειακή τεχνολογία» υπογραμμίζει.

Ο κ. Μητσοτάκης στέκεται ιδιαίτερα στο χαμηλό κόστος δανεισμού της Ελλάδας και σημειώνει ότι λίγο πριν από το ταξίδι στο Βερολίνο καταργήθηκαν τα capital controls, τα οποία διήρκεσαν τέσσερα χρόνια. Μιλώντας για τις νέες προοπτικές που ανοίγονται τονίζει τα εξής: «Θα επωφεληθούμε από το σημαντικά χαμηλότερο -επιτέλους και για την Ελλάδα- ύψος των επιτοκίων. Επικεντρωνόμαστε στη γρήγορη υλοποίηση επενδύσεων με έντονο συμβολισμό, όπως το Ελληνικό. Το έργο αυτό, το οποίο σχεδιάστηκε για να φέρει θέσεις εργασίας, οικονομική ανάπτυξη και έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις στο κράτος, μπλοκαρίστηκε για τέσσερα χρόνια από την ανικανότητα και την άρνηση για συγκεκριμένες αναπτυξιακές κινήσεις από την πλευρά της προηγούμενης κυβέρνησης».

Μένοντας πάντα στην πολιτική των μεταρρυθμίσεων, ο πρωθυπουργός συμπληρώνει: «Πρέπει να μεταρρυθμίσουμε την Ελλάδα, αλλά με τον δικό μας τρόπο. Η ιδέα ότι ακολουθούμε το σχέδιο που έχουν γράψει άλλοι για εμάς δεν είναι η σωστή προσέγγιση. Είμαστε μια κυρίαρχη χώρα. Οφείλουμε επίσης να γνωρίζουμε πολύ καλύτερα ποιες μεταρρυθμίσεις είναι αναγκαίες…Θεωρώ τον εαυτό μου υπερήφανο μεταρρυθμιστή, αλλά οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να κατευθύνονται από την εγχώρια πολιτική».

Στην συνέχει εξηγεί ότι «ακριβώς γι’ αυτό, με τον πρώτο μου νόμο συγκέντρωσα πολλές αρμοδιότητες γύρω από τον Πρωθυπουργό. Κατηγορήθηκα ότι εγκατέστησα μία ελληνική καγκελαρία, αλλά προτιμώ αυτό το πρότυπο. Ο πρωθυπουργός είναι πολύ σημαντικός με βάση το Σύνταγμα, αλλά έως τώρα ήταν πολύ αδύναμος ως προς την επιβολή του κυβερνητικού προγράμματος. Τώρα πλέον έχουμε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο μεταρρύθμισης, αναπτύσσουμε σχέδια δράσης για τα υπουργεία και παρακολουθούμε στενά τις δραστηριότητες κάθε υπουργείου. Αυτό από μόνο του είναι μια σημαντική μεταρρύθμιση, διότι χωρίς σαφή ηγεσία στην κυβέρνηση προηγουμένως κάθε υπουργός μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε».

Σε ερώτηση, τέλος, για τις προσδοκίες που έχει από τη νέα πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν (Ursula von der Leyen), ο κ. Μητσοτάκης απαντά: «Με την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν έχω μια πολύ καλή προσωπική σχέση. Ήρθε στην Ελλάδα στις αρχές της χρονιάς ως υπουργός ‘Αμυνας, για να μας υποστηρίξει στην προεκλογική εκστρατεία για τις Ευρωεκλογές. Ο Έλληνας εκπρόσωπος στην επόμενη Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα αναλάβει πιθανότατα ένα σημαντικό χαρτοφυλάκιο, το οποίο δεν επιτρέπεται να ανακοινώσω ακόμη. Αλλά μπορώ να πω ήδη ότι υποστηρίζω τη θαρραλέα ατζέντα της. Και θα είμαι ένας σύμμαχος, ο οποίος θα συμβάλει, ώστε η επόμενη Επιτροπή να επιτύχει τους φιλόδοξους στόχους της».

Documento Newsletter