Οικουμενική και πολιτιστική στρατηγική, όχι σύγκρουση πατριωτισμών και πολιτικών σκοπιμοτήτων

Οικουμενική και πολιτιστική στρατηγική, όχι σύγκρουση πατριωτισμών και πολιτικών σκοπιμοτήτων

Ο Παρθενώνας ανήκει στην ανθρωπότητα και την αιωνιότητα. Αποτελεί σύμβολο του δυτικού πολιτισμού, των μεγάλων αξιών του ορθολογισμού, του ανθρωπισμού, της Δημοκρατίας. Είναι μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς. Σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές και διακηρύξεις της UNESCO η ακεραιότητά του πρέπει να αποκατασταθεί. Τα Γλυπτά πρέπει να επανενωθούν στο Μουσείο της Ακρόπολης σε άμεση οπτική επαφή και εγγύτητα με τον ίδιο τον Παρθενώνα. Αυτό λένε οι σημερινές οικουμενικές πολιτιστικές αξίες.
Το αίτημα διατυπώνεται από τη χώρα μας ως διαχειρίστρια του μνημείου στο όνομα της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς και της ανθρωπότητας. Η βάση του είναι ιστορική, ηθική, πολιτιστική και πάνω απ’ όλα οικουμενική. Πάνω σε αυτή το υποστηρίζει η UNESCO και η διεθνής κοινή γνώμη, ακόμα και στη Βρετανία.Η απρέπεια του βρετανού πρωθυπουργού ήταν ασυνήθιστα μεγάλη. Ήταν προσβλητική -πέρα από τη χώρα- για τον ανθρώπινο πολιτισμό. Σαφέστατα εκπορεύτηκε από μικροπολιτικούς υπολογισμούς. Δεν έχει, όμως, την αποκλειστικότητα σε αυτούς.

Δομικά λάθος η κυβερνητική στρατηγική

Η απαράδεκτη στάση του βρετανού πρωθυπουργού δεν σημαίνει ότι η κυβερνητική στρατηγική είναι σωστή. Είναι δομικά λάθος. Κατ’ αρχάς, πολιτική εργαλειοποίηση χέρι με χέρι με ιδιοκτησιακή νοοτροπία. Τα Γλυπτά έχουν αναχθεί επικοινωνιακά σε «εθνικό θέμα» πρώτης γραμμής. Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση χειρίζεται το ζήτημα σαν ιδιωτική υπόθεση, σαν δική της μυστική εκστρατεία. Κοινή γνώμη, πολίτες και κόμματα βρίσκονται στο μαύρο σκοτάδι. Ή μάλλον στο ημίφως των βρετανικών διαρροών και δηλώσεων. Κυβερνητική επιδίωξη είναι να αποκομίζει η ίδια κύρος, γόητρο, πατριωτικά διαπιστευτήρια. Μια μορφή ιδιωτικοποίησης του συμβολικού κεφαλαίου ενός κορυφαίου μνημείου.
Έπεται το τραπέζι των συζητήσεων. Σε συνέχεια σύστασης του 2018, η UNESCO πήρε μια σημαντική απόφαση το 2021 καλώντας τη βρετανική κυβέρνηση σε διάλογο με καλή πίστη. Εντούτοις η ελληνική κυβέρνηση, παρακάμπτοντας αυτή την απόφαση, συζητά απευθείας με το Βρετανικό Μουσείο. Του προσφέρει οδό διαφυγής από το σκάνδαλο των δύο χιλιάδων κλεμμένων αρχαιοτήτων που το συγκλονίζει. Σημαντικότερο, του δίνει το πάνω χέρι να επικαλείται ως δεσμευτικό το νομικό του πλαίσιο και να προωθεί τις πάγιες θέσεις του ως τη μόνη βάση μιας δημιουργικής συμφωνίας. Ηθικά άτοπο και διαπραγματευτικά άστοχο.
Τέλος, το πλαίσιο των διαπραγματεύσεων. Σύμφωνα με όσα λέει η βρετανική πλευρά και επί της ουσίας δεν διαψεύδονται, περιλαμβάνει προσωρινό τμηματικό δανεισμό και ανταλλαγή με συγκεκριμένες σημαντικές αρχαιότητες, που στην πραγματικότητα θα είναι εγγυήσεις. Μια συγκαλυμμένη εμπορευματοποίηση στο πεδίο της συμβολικής οικονομίας. Ένα «πήγαινε – έλα» και «πάρε – δώσε» πολιτισμικών συμβόλων.
Παζάρι λοιπόν. Αυτό ακριβώς βρίσκεται στον πυρήνα καμπάνιας με χρηματοδότηση από ελληνικά ιδιωτικά κεφάλαια. Προωθεί στη Μεγάλη Βρετανία την ιδέα μιας πολιτιστικής συνεργασίας με κεντρικό σημείο την ανταλλαγή των Γλυπτών με μοναδικά αρχαία που «σπάνε τα ταμεία».

Μεταστροφή σε νεοαποικιοκρατική λογική

Το 2018, μετά από προσπάθειες δεκαετιών, το 56% της βρετανικής κοινής γνώμης ήταν υπέρ της επανένωσης των Γλυπτών χωρίς να μπαίνει κανένας όρος. Το 2021 το ποσοστό ήταν 59%. Ωστόσο, μια μέρα μετά τη ματαίωση της συνάντησης μετρήθηκε σε πτωτική τροχιά στο 49%, παρά την καταδίκη του γεγονότος με μεγάλη πλειοψηφία. Πώς φτάσαμε σε αυτό;
Ο χαρακτήρας προσωπικής σταυροφορίας που έδωσε στην υπόθεση ο πρωθυπουργός έχει αποξενώσει. Παράλληλα τα περί ανταλλαγής έχουν αποπροσανατολίσει. Σε πρόσφατη έρευνα για λογαριασμό της παραπάνω καμπάνιας τέθηκε για πρώτη φορά ερώτημα για ανταλλαγή. Αποτέλεσμα; Το ερώτημα υπήρξε καταλύτης για τη μεταστροφή του κοινού στη Μεγάλη Βρετανία υπέρ της ανταλλαγής με μεγάλη πλειοψηφία 64%.
Με δυο λόγια, τα τελευταία χρόνια η βρετανική κοινή γνώμη έχει μετατοπιστεί από την επανένωση σε μια συναλλαγή νεοαποικιοκρατικής λογικής. Αυτό δείχνουν οι μετρήσεις.

Αναγκαία η αλλαγή πορείας

Και τώρα τι μπορεί να γίνει; Πρώτον, να ζητηθεί από την UNESCO να αναλάβει ενεργό ρόλο ως ομπρέλα αποπολιτικοποίησης για μια πολιτιστική συμφωνία οικουμενικών διαστάσεων που θα περιλαμβάνει το Βρετανικό και όλα τα μουσεία που έχουν Γλυπτά του Παρθενώνα. Το Μουσείο του Λούβρου που -ακατανόητα- έχει μείνει εκτός κάδρου, τη Βιέννη, το Μόναχο, το Βίρτσμπουργκ και την Κοπεγχάγη.
Δεύτερον, να τεθεί ως στόχος μια ξεκάθαρη και μόνιμη λύση οριστικής επανένωσης. Ο Πάπας Φραγκίσκος, προχωρώντας στη δωρεά χωρίς όρους των τριών θραυσμάτων που βρίσκονταν στα Μουσεία του Βατικανού, έχει ανοίξει τον δρόμο για μια τέτοια λύση στο όνομα του «οικουμενικού μονοπατιού της αλήθειας». Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, στόχευση δεν είναι η ταπείνωση του Βρετανικού Μουσείου, θα πρέπει να του δοθεί η δυνατότητα να εμφανιστεί ως συμμέτοχος στην επανένωση. Και τι θα γίνει στις αίθουσές του που σήμερα εκτίθενται τα Γλυπτά του Παρθενώνα; Σε αυτές μπορούν να φιλοξενούνται θεματικές περιοδικές εκθέσεις και δράσεις ελληνικού πολιτισμού. Όχι, όμως, μόνιμη παρουσία συγκεκριμένων ανταλλαγμάτων – εγγυήσεων.
Τρίτον, να οριστεί επιτροπή ειδικών και προσωπικοτήτων με διακομματική στήριξη στη Βουλή. Αφήνοντας στην άκρη κομματικούς ανταγωνισμούς και πολιτικές σκοπιμότητες που αλληλοτροφοδοτούνται με υπερπατριωτική ρητορική και εθνικιστικές αντιλήψεις, να υπάρξει δημοκρατική συνεννόηση. Να φτιαχτεί μια διαπραγματευτική ομάδα οικουμενικής εμβέλειας, που θα έχει και διεθνή συμμετοχή, με τριπλή αποστολή. Θα αναλάβει ουσιαστικό ρόλο στις συζητήσεις. Θα συνεργάζεται με τις επιτροπές υποστήριξης στη Βρετανία και άλλες χώρες, που από το 2019 έχουν παραμεριστεί. Θα τρέχει καμπάνια στη βρετανική και την παγκόσμια κοινή γνώμη και τους διεθνείς οργανισμούς. Στην καρδιά και το μυαλό των ανθρώπων θα κριθεί το ζήτημα και όχι σε προσωπικές μονομαχίες πίσω από κλειστές πόρτες που τα παγώνουν.
Τέλος, να ξεκινήσει ουσιαστική συζήτηση για μια νέα μουσειακή πολιτική που θα ανανεώνει τη σχέση μας με την πολιτιστική κληρονομιά. Ο επιστημονικός και ερευνητικός ρόλος των μουσείων, ο δημόσιος χαρακτήρας τους ως κοινά αγαθά, η ανάδειξή τους σε πεδίο συγκρότησης δημόσιου χώρου, η κοινωνική τους διάσταση και ανανεωμένες αφηγήσεις για το παρελθόν και την πολιτισμική μας μνήμη πρέπει να αποτελέσουν τις βασικές στοχεύσεις μιας νέας μουσειακής πολιτικής.

Αποπολιτικοποίηση και οικουμενοποίηση

Τα Γλυπτά του Παρθενώνα θα επανενωθούν οριστικά στο Μουσείο της Ακρόπολης. Και αυτό θα γίνει ως ζήτημα οικουμενικό και πολιτιστικό. Όχι μέσα από τη σύγκρουση ελληνοβρετανικού πατριωτισμού. Διαφορετικά, μπορεί η εκάστοτε κυβέρνηση να συσπειρώνει εσωτερικά «γύρω από τη σημαία» αποκομίζοντας πρόσκαιρα πολιτικά οφέλη αλλά τα Γλυπτά θα παραμένουν χωρισμένα.
Η επανένωση δεν είναι επικράτηση της μιας πλευράς επί της άλλης αλλά νίκη των πολιτιστικών αξιών και του ανθρώπινου πνεύματος. Όχι τα Γλυπτά ως «εθνικό θέμα». Οικουμενική και πολιτιστική στρατηγική, λοιπόν, με κεντρικό σημείο το ηθικό βάρος όλων απέναντι στην παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά και την ανθρωπότητα.
Ο πήχης μπαίνει από τις επόμενες γενιές και την αιωνιότητα.

*Ο Κώστας Στρατής είναι αρχαιολόγος, MSc Προστασία Μνημείων, πρώην υφυπουργός Πολιτισμού

Documento Newsletter