Οικονομική κρίση, νέες τεχνολογίες και εργασία στη ζωή των νέων

Οικονομική κρίση, νέες τεχνολογίες και εργασία στη ζωή των νέων

Η άποψη περί παγκόσμιας μακροχρόνιας ύφεσης που βρίσκεται σε εξέλιξη ήδη από το 2008 γνωρίζει ολοένα και περισσότερη αποδοχή. Ιστορικά η οικονομική άνθηση της περιόδου 1982-2007 προέκυψε από πολιτικές που συμπυκνώνονται στη λέξη νεοφιλελευθερισμός. Η πεμπτουσία του νεοφιλελευθερισμoύ είναι ο περιορισμός του παρεμβατικού ρόλου του κράτους και η λύση των όποιων προβλημάτων μέσω της αυθόρμητης λειτουργίας των δυνάμεων της αγοράς. Η απορρύθμιση του τραπεζικού συστήματος ξεκίνησε το 1980 και ακολούθησαν οι ιδιωτικοποιήσεις, οι μειώσεις επιτοκίων και πραγματικών μισθών που ξεχωριστά και συνδυασμένα συνέβαλαν στην αύξηση της κερδοφορίας και την περίφημη «νέα οικονομία». «Νέα» γιατί, σε αντίθεση με την παλιά, θεωρήθηκε θωρακισμένη (λόγω της γρήγορης διάδοσης και χρήσης της πληροφορίας) από τις οικονομικές κρίσεις του παρελθόντος.

Τα πτωτικά επιτόκια συνδυαζόμενα με την πτωτική κερδοφορία ιδίως μετά το 1997 οδήγησαν στην αναζήτηση κερδών μέσω της αύξησης των τιμών των τίτλων (μετοχές και ομόλογα). Η κρίση εκδηλώθηκε το 2008 με τις χρεοκοπίες της Bear Stearns και Lehman Brothers, που ανέδειξαν την αλλαγή φάσης. Σήμερα έχει γίνει πλέον κατανοητό ότι η αιτία της κρίσης, η πτωτική κερδοφορία, δεν μπορεί να επιλυθεί με πολιτικές χαμηλών επιτοκίων. Η πανδημία και ο πόλεμος στην Ουκρανία οδήγησαν σε αύξηση τιμών και συνεπώς επιτοκίων, με αποτέλεσμα σημαντικές τράπεζες (SVB, Credit Swiss) να χρεοκοπήσουν.

Η πανδημία λειτούργησε καταλυτικά και επιταχυντικά ως προς την εισαγωγή νέων τεχνολογιών, όπως το Zoom, φαινομενικά επιπόλαιες και προσωρινές, οι οποίες ωστόσο επιβλήθηκαν αλλάζοντας άρδην την εργασιακή διαδικασία, μειώνοντας το κόστος μέσω αύξησης της παραγωγικότητας των εργαζομένων και απαξίωσης του κεφαλαίου. Οι μισθοί πρακτικά μειώνονται καθώς αυξάνονται ο εργάσιμος χρόνος και η ένταση της εργασίας, ενώ η έλλειψη θεσμών οδηγεί σε απροκάλυπτη εκμετάλλευση των εργαζομένων.

Οι νέες καινοτομίες βραχυχρόνια καταστρέφουν περισσότερες σταθερές και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας από όσες δημιουργούν και έτσι διευρύνουν τις ανισότητες. Στο πλαίσιο αυτό η γνωστή ως «μεγάλη παραίτηση» των νέων στις ΗΠΑ αφορούσε μειονότητες και γυναίκες με χαμηλό μισθό και εξοντωτικές συνθήκες απασχόλησης. Στην Ελλάδα το φαινόμενο παρουσιάζεται με κενές θέσεις εργασίας στη γεωργία και στον τουρισμό και ταυτόχρονα με μεγάλη ανεργία των νέων. Ομοίως με τη λεγόμενη φυγή νέων Ελλήνων πτυχιούχων (brain drain). Οι αριθμοί λείπουν, τα κίνητρα δεν είναι ακριβώς τα ίδια, ενώ παρατηρείται επίσης παλιννόστηση πτυχιούχων (brain gain). Η ποιοτικά καλή δημόσια παιδεία και η ενίσχυση της βασικής έρευνας αποτελούν την άμυνα απέναντι στο φαινόμενο.

Στη διάρκεια της πανδημίας έγινε φανερό ότι ο ιδιωτικός τομέας και η αγορά, που τόσο πολύ επαινούνταν στην περίοδο του νεοφιλελευθερισμού, αποδείχτηκαν περισσότερο μέρος του προβλήματος παρά η λύση του. Αντίθετα, ο δημόσιος τομέας κλήθηκε να δώσει λύσεις. Ενώ ο περιορισμός του, όπως π.χ. με την ιδιωτικοποίηση των σιδηροδρόμων, ανέδειξε με τρόπο τραγικό την αναγκαιότητά του. Γενικότερα, ο δημόσιος τομέας είναι ζωτικής σημασίας σε κρίσιμα ζητήματα, όπως η ασφάλεια των συγκοινωνιών, η δημόσια υγεία και παιδεία, η μείωση των ανισοτήτων, το περιβάλλον, μεταξύ άλλων.

Οι νέες τεχνολογίες αναμένεται να οδηγήσουν σε θεαματική αύξηση της παραγωγικότητας, καθιστώντας εφικτή τη μείωση της απασχόλησης ανά εργαζόμενο. Ωστόσο η αύξηση της παραγωγικότητας θα είναι δυνατή εφόσον συνοδεύεται από θεσμικές αλλαγές μεγάλης πνοής που αλλάζουν την κοινωνία με τρόπο που να λειτουργεί υπέρ της μεγάλης πλειοψηφίας του πληθυσμού, πράγμα που συνεπάγεται εγρήγορση και διεκδικητικό κίνημα που να γνωρίζει τα νέα δεδομένα και τα όρια εντός των οποίων μπορεί να κινηθεί.

Το άρθρο παρουσιάστηκε σε ημερίδα του τμήματος Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας με τίτλο «Φταίει η κακιά η (χ)ώρα: βιοπολιτικές, περιφράξεις, ανατροπές στη ζωή των νέων, πριν και μετά την οικονομική κρίση στην Ελλάδα», 5 Απριλίου 2023.

*Ο Λευτέρης Τσουλφίδης είναι καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας

Documento Newsletter