Οικονομία Covid-19 ή αλλιώς οι εργαζόμενοι ως εύκολος στόχος

Το πρώτο κύμα της υγειονομικής κρίσης πέρασε και η πτώση της οικονομικής δραστηριότητας από τα περιοριστικά μέτρα προκαλεί μια νέας μορφής οικονομική κρίση.

Ενδεικτικά, οι πρώτες εκτιμήσεις για το μέγεθος της ύφεσης που θα ακολουθήσει φέτος κυμαίνονται από 10% έως 15% του ΑΕΠ, ενώ το μισθολογικό κόστος 800 χιλιάδων πληττόμενων εργαζομένων μόνο στους κλάδους τουρισμού/εστίασης ανέρχεται σχεδόν στο 1 δισ. ευρώ τον μήνα.

Η κυβέρνηση παρουσίασε δέσμη μέτρων για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης σε τρεις πυλώνες: α) στήριξη της εργασίας, β) μείωση φόρων, γ) τόνωση επιχειρηματικότητας. Το σχέδιο αυτό σε αντίθεση με τα μέτρα των μνημονίων του παρελθόντος είναι εγχώριο και η δικαιολογία ότι μόνο εξωτερικοί παράγοντες το επέβαλαν πλέον δεν ισχύει.

Η τελευταία εκδοχή του συνόλου των πηγών χρηματοδότησης είναι 24 δισ. ευρώ, το οποίο κρίνεται ανεπαρκές, ειδικά αν η οικονομική κρίση έχει βάθος. Αυτό εν μέρει οφείλεται στην ατολμία και στενομυαλιά των εταίρων, που σε αντίθεση με πιο δυναμικά καπιταλιστικά κράτη, όπως η Αμερική ή η Βρετανία, δεν αυξάνουν την ποσότητα χρήματος στην ευρωπαϊκή οικονομία, τεκμηριώνοντάς το με αβάσιμα πληθωριστικά ή ηθικά διλήμματα που τα εξαπολύουν χωρίς οίκτο προς τις χώρες του νότου εμπεδώνοντας το έλλειμμα αλληλεγγύης.

Σε μια πτωχευμένη χώρα και με μικρό πουγκί το να ληφθούν ευνοϊκά μέτρα για όλους και από τις δύο πλευρές του ισολογισμού (δηλαδή τόσο στα έσοδα όσο και τις δαπάνες) φαντάζει πολύ δύσκολη εξίσωση. Στην περίπτωση αυτή, αν αυτό γίνει κατανοητό, το βασικό αίτημα των πολιτών είναι τα βάρη που θα προκύψουν να μοιραστούν δίκαια με έμφαση στην προστασία των αδυνάτων. Μεγάλο μέρος του πληθυσμού της χώρας μας είναι ήδη φτωχοποιημένο, με εισόδημα που υπολείπεται κατά πολύ από αυτό της αξιοπρεπούς διαβίωσης όπως καθορίζεται από τις ελληνικές αρχές. Η ανάγκη για αξιοπρεπή διαβίωση καθόλου δεν αναφέρθηκε από την κυβέρνηση˙ αντίθετα, άκριτα (χωρίς τεχνική τεκμηρίωση) και με διοικητικό τρόπο όρισε ως βασικό πυλώνα των μισθολογικών μέτρων τη γενική μείωση μισθών κατά 20%. 

Το μοναδικό δίχτυ προστασίας δε σε αυτό είναι το ήδη ανεπαρκές και απαράδεκτο όριο κατώτατου μισθού. Επιπλέον δε, η μόνη επιλογή των εργαζομένων σε περίπτωση που δεν ενταχθούν σε αυτή την περικοπή των αποδοχών είναι η απουσία εργασιακής προστασίας, δηλαδή η απόλυση, αφού για όσους δεν μπουν στο καθεστώς μειωμένου μισθού οι απολύσεις απελευθερώνονται πλήρως. Συνοπτικά, τα αναπόφευκτα βάρη της οικονομικής κρίσης Covid-19 εναποτίθενται μόνον στους εργαζόμενους και στις μικρότερες επιχειρήσεις, ενώ εξόφθαλμα ευνοούνται οι οικονομικές ελίτ.

Θέλω τέλος να κλείσω αναφέροντας ότι, όπως υποστηρίζεται από σοβαρούς οικονομολόγους, η εργασιακή ρύθμιση και προστασία σήμερα αποτελεί οικονομική αναγκαιότητα και όχι φιλανθρωπία. Ο αντίλογος σε τέτοιο καθεστώς απελευθέρωσης όπως αυτό που προτείνεται από την κυβέρνηση είναι ότι η απελευθέρωση μειώνει την ποιότητα του ανθρώπινου κεφαλαίου αφού οι επιχειρήσεις δεν επενδύουν στην εκπαίδευση των εργαζομένων, μειώνει τις επενδύσεις των επιχειρήσεων σε έρευνα και ανάπτυξη, οι πιο ικανοί πηγαίνουν σε άλλες χώρες, γεγονός το οποίο μακροχρόνια συμβάλλει ιδιαίτερα αρνητικά στην οικονομική μεγέθυνση, ενώ αυξάνονται οι εισοδηματικές ανισότητες. Επιπλέον, στη βραχυχρόνια περίοδο η μείωση των μισθών μειώνει τη συναθροιστική ζήτηση μέσω της μείωσης της κατανάλωσης και κατά συνέπεια μειώνει το προϊόν και την απασχόληση.

Ο Γιάννης Λεβεντίδης είναι καθηγητής ΕΚΠΑ, τομεάρχης οικονομίας ΜέΡΑ 25