Εδώ και δεκαετίες ο Βασίλης Πισιμίσης γυρίζει τις γειτονιές του Πειραιά και της Αθήνας διαβάζοντας την ιστορία μέσα από τους ανθρώπους. Ανήκει στους λίγους εκείνους που με επίμονη προσωπική έρευνα καταφέρνουν να διασώσουν ένα κομμάτι της σύγχρονης ιστορίας το οποίο λίγοι αγγίζουν είτε από άγνοια είτε από τον φόβο μην τσαλακωθούν. Ο Πισιμίσης είναι συλλέκτης και συγγραφέας, μα πρώτα από όλα ανήσυχη προσωπικότητα με οξύνοια και μεγάλη αγάπη για την ανθρώπινη φύση – όχι την ιλουστρασιόν εκδοχή της, αλλά τη γυμνή ψυχή που ψάχνει να υπάρξει σε έναν κόσμο που σχεδόν της το απαγορεύει.
Γνώρισε την Τρούμπα σε ηλικία 14 χρόνων όταν άρχισε να δουλεύει στο λιµάνι του Πειραιά το 1974, έξι χρόνια αφότου τα πορνεία είχαν κλείσει µε απόφαση του δήµαρχου Αριστείδη Σκυλίτση. «Γύρναγα µε το καροτσάκι και πούλαγα φύλλο σε όλα τα ζαχαροπλαστεία της περιοχής. Άνθρωπος δεν υπήρχε τότε στην Τρούµπα. Για να φανταστείς πόσο άδεια ήταν, καβάλαγα το καροτσάκι στη Σκουζέ και έφτανα µέχρι την Ακτή Μιαούλη» μου είχε πει σε μια συνέντευξη που είχαμε κάνει πριν από λίγους μήνες για το Documento.
Αποφάσισε να ασχοληθεί συγγραφικά με την περιοχή, διότι ήταν η μεγάλη αδικημένη της βιβλιογραφίας, η «γειτονιά της λήθης» την οποία οι περισσότεροι ερευνητές και συγγραφείς αντιμετώπιζαν σαν μίασμα. Μέσα από την έρευνά του πάνω στο θέμα της πορνείας οδηγήθηκε σε στοιχεία για τη δηµιουργία του πρώτου δηµόσιου πορνείου στα Βούρλα, στα μέσα του 19ου αιώνα. Με μπούσουλα τα ρεμπέτικα τραγούδια, τις μαρτυρίες των ανθρώπων που έζησαν στις δύο περιοχές αλλά και επίσημα στοιχεία έγραψε το βιβλίο «Βούρλα – Τρούμπα: Περιήγηση στον χώρο του περιθωρίου και της πορνείας του Πειραιά (1840-1968)» (εκδόθηκε για πρώτη φορά το 2010 από τις εκδόσεις Τσαμαντάκη και πρόσφατα επανακυκλοφόρησε εμπλουτισμένο από τις εκδόσεις Μωβ), στο οποίο κατέγραψε έναν ολόκληρο κόσμο που έχει πλέον χαθεί, τις κακόφημες γειτονιές του Πειραιά από το 1840 έως το 1968.
Σε αυτό το βιβλίο για το οποίο αποτέλεσε μαγιά εκείνο της Σπεράντζας Βρανά με τίτλο «Τρούμπα» –οι δύο τους υπήρξαν πολύ στενοί φίλοι με αφορμή την κοινή του αγάπη για την ιστορία της περιοχής– περιέγραφε τη ζωή των γυναικών που εργάστηκαν στα πορνεία, τα μπαρ και τα καμπαρέ (τις σχέσεις τους με τους αγαπητικούς, τους σωματέμπορους, τις τσατσάδες κ.λπ.) αλλά και όσων παλαιότερα ζούσαν στο δημόσιο πορνείο των Βούρλων.
Όπως ο συγγραφέας λέει, η έρευνα ποτέ δεν σταματά, κι έτσι πρόσφατα κυκλοφόρησε ένα βιβλίο που συμπληρώνει το πρώτο, με τίτλο «Τρούμπα, Βούρλα, λιμάνι» (εκδόσεις Μωβ) στο οποίο συνεχίζει να καταγράφει την ανθρωπογεωγραφία του κοινωνικού περιθωρίου μέσα από τις συζητήσεις που είχε με τους ανθρώπους που εργάστηκαν ή σύχναζαν στην ευρύτερη περιοχή. Περιγράφει όσα συνέβαιναν στα καφέ σαντούρ, τα καφέ αμάν και τα καφέ σαντάν, την πληθυσμιακή έκρηξη που υπέστη ο Πειραιάς μετά το 1922, τη ζωή των γυναικών στα Βούρλα και στην Τρούμπα αλλά και όσων εκδίδονταν στα σοκάκια και στα καΐκια, το προφίλ των πελατών και την οικονομική άνθιση της περιοχής εξαιτίας της έλευσης του αμερικανικού 6ου Στόλου, τον ρόλο της αστυνομίας, το κλείσιμο των οίκων ανοχής το 1968 και τον τρόπο που επηρέασε τις γειτονιές στις οποίες μεταφέρθηκαν αυτοί οι άνθρωποι.
Το πιο σημαντικό είναι ότι ο Βασίλης Πισιμίσης καταγράφει όλα αυτά αφήνοντας σε μεγάλο βαθμό τις μαρτυρίες αδιαμεσολάβητες. Μας δίνει δηλαδή τη σπάνια ευκαιρία να τα διαβάσουμε από πρώτο χέρι, σαν να τα ακούγαμε απ’ ευθείας από την πηγή. Με αυτό τον τρόπο διασώζει τις σκέψεις και τις λέξεις ενός ολόκληρου κόσμου και το βιβλίο του αποτελεί σημείο αναφοράς όχι μόνο για τον αναγνώστη που θέλει να διακρίνει την πραγματική εικόνα, αλλά και για τον αυριανό ερευνητή που θα ήθελε να αξιοποιήσει το πολύτιμο αυτό υλικό.