Μια παλιά κλωστοϋφαντουργία στη Σύρο γίνεται πόλος πολιτισμού.
Η Hermoupolis Heritage, ένας µη κερδοσκοπικός οργανισµός µε έδρα τη Σύρο, έχει στόχο τη διάσωση και την αποκατάσταση της πολιτιστικής κληρονοµιάς του νησιού. Με βάση τη µελέτη της ιστορίας και της παράδοσης δηµιουργεί βιωµατικές εµπειρίες που εστιάζονται στους τοµείς της αρχιτεκτονικής, του πολιτισµού, της βιοµηχανίας –όπως η πρόσφατη παράσταση «Οι υφάντρες» της Βέτας Αποστολίδου που ανέβηκε πρόσφατα στο Εργοστάσιο Κλωστοϋφαντουργίας Ζησιµάτου στη Σύρο– και του περιβάλλοντος.
Εργασιακές συνθήκες και παιδική εργασία
Αναζητήσαµε τον ιδρυτή της Hermoupolis Heritage ∆ηµήτρη Σταυρακόπουλο προκειµένου να συζητήσουµε για τη δράση της πρωτοβουλίας: «Η µεγαλύτερη αποστολή της Hermoupolis Heritage έως σήµερα είναι η διάσωση και η αποκατάσταση του Εργοστασίου Κλωστοϋφαντουργίας Ζησιµάτου – το µοναδικό ανάµεσα στα 24 εργοστάσια κλωστοϋφαντουργίας που υπήρχαν κάποτε στο νησί και που επιβίωσε ανάµεσα στα 68 που υπήρχαν στο σύνολο. Ο χώρος αυτός είχε παραµείνει ερειπωµένος για 30 χρόνια, από το 1986, και τα τελευταία επτά χρόνια µέσα από αυτή την ιδιωτική πρωτοβουλία δόθηκε ξανά ζωή και λειτουργεί πλέον ως χώρος ιστορίας τέχνης και πολιτισµού».
Στην προσπάθειά τους να διασώσουν όχι µόνο την υλική αλλά και την άυλη πολιτιστική κληρονοµιά του νησιού, η Hermoupolis Heritage επικεντρώθηκε για εύλογο χρονικό διάστηµα στην καταγραφή προφορικών µαρτυριών από εργάτριες και εργάτες που δούλεψαν στου Ζησιµάτου: «Βλέποντας ότι ο χρόνος περνάει και δεν γυρίζει πίσω και πως πολλοί εργάτες έχουν φύγει από τη ζωή, επιλέξαµε να δώσουµε προτεραιότητα σε αυτό τον σκοπό και καταφέραµε να συγκεντρώσουµε 40 µαρτυρίες από παλιούς εργαζόµενους. Οταν ολοκληρώσαµε τον κύκλο των συνεντεύξεων, που συνέπεσε µε την επέτειο του κλεισίµατος του εργοστασίου, οργανώσαµε το 2021 µια γιορτή όπου συγκεντρώσαµε στον ίδιο χώρο όσους εργαζόµενους είχαµε εντοπίσει. Αυτές οι 40 συνεντεύξεις µας έδωσαν τη δυνατότητα να συνθέσουµε µια ξενάγηση-βιωµατική εµπειρία για τον χώρο κατά την οποία ο επισκέπτης ζει ως εργάτης της εποχής εκείνης, φορώντας την παραδοσιακή ποδιά και λειτουργώντας τα µηχανήµατα του εργοστασίου. Μέσα από αυτή την εµπειρία µαθαίνει για τη ζωή του εργοστασίου µες στον χρόνο, την παραγωγική διαδικασία και την ιστορία της κλωστοϋφαντουργίας του νησιού» επισηµαίνει ο ∆. Σταυρακόπουλος.
Ποια ήταν η σύνθεση της εργατικής τάξης στην Ερµούπολη, οι αγωνίες των εργατριών/ών και οι συνθήκες εργασίας της εποχής; «Η εργατική τάξη στη Σύρο βασίστηκε τόσο στο κύµα των προσφύγων του 1821 από Χίο, Κάσο, Ψαρά όσο και στο δεύτερο κύµα του 1922 µετά την καταστροφή της Σµύρνης. Τα φτηνά εργατικά χέρια που πληµµύρισαν το νησί δηµιούργησαν την ευκαιρία για να γίνει η Σύρος ναυτικό, εµπορικό και βιοµηχανικό κέντρο. Οι συνθήκες δεν ήταν ιδανικές· ο εξαερισµός ήταν υποτυπώδης, το ταβάνι έσταζε µε τη βροχή, η ζέστη και το κρύο ήταν έντονα φαινόµενα καθότι δεν υπήρχε µόνωση ή θέρµανση, ενώ ο θόρυβος ήταν πολύ έντονος από τα µηχανήµατα. Αν παρατηρήσουµε συνολικά τις αφηγήσεις, θα διακρίνουµε τα κοινωνικά στοιχεία της εποχής. Στην πλειονότητά τους οι εργάτες και οι εργάτριες ξεκινούσαν από την ηλικία των 10-18 χρόνων – κυρίως για τις γυναίκες συνήθως υπήρχε κενό µεταξύ 20-40 χρόνων, λόγω της ανατροφής των παιδιών τους. Σηµαντική παράµετρος ήταν η παιδική εργασία· από αφηγήσεις µαθαίνουµε ότι στις επιθεωρήσεις του επόπτη εργασίας έκρυβαν τα µικρά παιδιά σε µπαούλα, κάτω από γραφεία και στο πατάρι για να αποφύγουν τις κυρώσεις. Οπως µας διηγούνταν οι εργάτριες, µόλις τελείωναν το δηµοτικό θα έπρεπε να πιάσουν δουλειά στο εργοστάσιο για να εισφέρουν χρηµατικά στην οικονοµία του σπιτιού, να ετοιµάσουν την προίκα τους από το µεροκάµατο και να παντρευτούν».
Στη χρονοκάψουλα της κλωστοϋφαντουργίας
Από τη διήγηση του κ. Σταυρακόπουλου ξεπηδά µια πραγµατικότητα ζοφερή που παραπέµπει στις σηµερινές συνθήκες ζωής και εργασίας σε χώρες της περιφέρειας του καπιταλισµού. Οµως πώς συγκροτούνταν η καθηµερινότητά τους στου Ζησιµάτου αλλά και οι διαπροσωπικές τους σχέσεις; «Η καθηµερινότητα της/του εργάτριας/η ξεκινούσε µε την άφιξη στο εργοστάσιο στις οκτώ και η εργασία διαρκούσε έως τις πέντε, µε ένα διάλειµµα µεταξύ δώδεκα και µία. Στη συνέχεια επέστρεφαν στο σπίτι για να βοηθήσουν στις οικιακές εργασίες. Σε πολλές περιπτώσεις δεν υπήρχε χρόνος για παιχνίδι. Οι ώρες παιχνιδιού ήταν πολυτέλεια την εποχή εκείνη και έτσι χάνονταν τα χρόνια της παιδικής ξεγνοιασιάς. Οι δυσκολίες αυτές όµως τις/τους έκαναν να ωριµάσουν νωρίτερα, να γίνουν υπεύθυνα άτοµα και να αποκτήσουν ανεξαρτησία από µικρά. Ανέπτυσσαν φιλίες που πολλές έχουν διατηρηθεί έως σήµερα. Καταλήξαµε στο συµπέρασµα ότι υπήρχε ποιότητα στις σχέσεις των ανθρώπων, αµοιβαία εκτίµηση. ∆εν είναι τυχαίο ότι το µεγαλύτερο ποσοστό των εργαζοµένων αναπολεί τα χρόνια εκείνα µε νοσταλγία».
Πώς όµως ο ιδρυτής της Hermoupolis Heritage έστρεψε το ενδιαφέρον του στην προσπάθεια της διάσωσης της κλωστοϋφαντουργίας Ζησιµάτος; «Πριν από 15 χρόνια ξεκίνησα να συλλέγω παλιά αντικείµενα που ταυτίζονται µε τη Σύρο για προσωπική µου συλλογή. Το 2015, καθώς ένας παιδικός µου φίλος γνώριζε το πάθος µου, µε προσκάλεσε να επισκεφτούµε κάποιο χώρο – δεν τον γνώριζα καθόλου και η µοναδική πρόσβαση εκεί ήταν µια τρύπα σε έναν τοίχο. Αποδέχτηκα την πρόσκληση και όπως τα µικρά παιδιά συνηθίζουν να µπαίνουν στα χαλάσµατα, έτσι κι εµείς διασχίσαµε τα ερείπια από µια πεσµένη οροφή. Περάσαµε κάποιες µισάνοιχτες και παλιές πόρτες και καταλήξαµε σε ένα χώρο που θύµιζε ότι βγήκε από χρονοκάψουλα. Αρχίσαµε να διακρίνουµε µες στο σκοτάδι µια σειρά από µηχανήµατα που δεν γνώριζα ούτε καταλάβαινα τι ήταν. Μου δηµιουργήθηκε η επιθυµία να εξερευνήσω για να µάθω σχετικά µε τον χώρο. Ο φίλος µου µου εξήγησε περί τίνος πρόκειται. Η επιθυµία ρίζωσε έντονα µες στο µυαλό µου και πολύ περισσότερο µες στην καρδιά µου. Ηθελα να διασωθεί. Ενιωσα από την πρώτη στιγµή ότι πρέπει να κάνω κάτι για να µην καταστραφεί όπως η υπόλοιπη βιοµηχανική κληρονοµιά του νησιού. Χωρίς να υπάρχουν οικονοµικά εφόδια, χωρίς την απαραίτητη τεχνική γνώση και εµπειρία για την αποκατάσταση, χωρίς να υπάρχει καµιά αρχική βοήθεια. Υπήρχαν όµως το πάθος και η θέληση. Αποφάσισα ότι θα κάνω τα πάντα ώστε µια µέρα να καταφέρω να το ξαναζωντανέψω. Σήµερα, ύστερα από επτά χρόνια, έχουµε καταφέρει να δηµιουργήσουµε έναν πολιτιστικό χώρο που υποδέχεται επισκέπτες και ταυτόχρονα διασώζει και αποκαθιστά την κληρονοµιά του νησιού».