Οι τρεις βασικοί λόγοι της εκλογικής ήττας του ΣΥΡΙΖΑ

Οι τρεις βασικοί λόγοι της εκλογικής ήττας του ΣΥΡΙΖΑ

Τι λένε οι συντάκτες του απολογιστικού κειμένου, που εντοπίζουν τα αίτια της ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και τα αίτια της εκλογικής ήττας το περασμένο καλοκαίρι. Γιατί θεωρούν ότι είναι σημαντικό να δοθεί η εικόνα της προοπτικής και του μέλλοντος. Τι λένε για το «αντιΣΥΡΙΖΑ» μέτωπο, τη συνεργασία με τους ΑΝΕΛ, την τριπλή κάλπη του Μαΐου του 2019 και το δημοψήφισμα του καλοκαιριού του 2015.

Η υποτίμηση του αντιΣΥΡΙΖΑ μετώπου και του αντιπάλου αλλά και μια αίσθηση αυτάρκειας της τότε κυβέρνησης, η υπογραφή του 3ου μνημονίου και η αδυναμία, κυρίως του κόμματος, να αξιοποιήσει τοπικά στελέχη σε όλη την επικράτεια ώστε να έχει ενεργό παρουσία στην τοπική αυτοδιοίκηση, είναι οι πιο βασικοί λόγοι που οδήγησαν στην εκλογική ήττα του περασμένου Ιουλίου, σύμφωνα με τους συντάκτες του, 85 σελίδων, απολογιστικού κειμένου για την πορεία του κόμματος επί της ουσίας από το 2012 και μέχρι σήμερα.

Στο κείμενο σημειώνεται επί λέξει ότι η υπογραφή μνημονίου ακύρωσε εν τοις πράγμασι «την κύρια διάσταση της μέχρι τότε πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία, ακριβώς, είχε αναδείξει ως κύριο αιτούμενο το να απαλλαγεί η χώρα από μνημόνια. Παραμένοντας βέβαια στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την ευρωζώνη».

«Η υπογραφή αυτή σφράγισε τη γενική εικόνα: η νέα κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ήταν μια ακόμα ‘‘μνημονιακή κυβέρνηση’’. Και ως προς αυτόν τον βασικό πολιτικό χαρακτηρισμό, ‘’όμοια με τις άλλες’’’».

Μάλιστα οι συντάκτες του κειμένου παραδέχονται ότι τόσο η κυβέρνηση όσο και το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ «δεν διέγνωσε με τη δέουσα καθαρότητα τη νέα αυτή συνθήκη. Η μεν κυβέρνηση επικεντρώθηκε στο νομοθετικό έργο, η κοινοβουλευτική ομάδα στις μάχες στη Βουλή, ομολογουμένως κάποτε δύσκολες, ενώ το κόμμα, μετά τη διάσπαση και μη κατορθώνοντας να ξεπεράσει τη δική του αποδυνάμωση από την απορρόφηση πολλών στελεχών του σε θέσεις κυβερνητικής ευθύνης, αρκούνταν εν πολλοίς να παρακολουθεί τα κυβερνητικά τεκταινόμενα, συμβάλλοντας όπως μπορούσε. Ήταν σα να είχαμε όλοι υποτιμήσει ότι η πολιτική της Αριστεράς, ακόμη και όταν κυβερνά και ιδίως όταν ο νεοφιλελευθερισμός κυριαρχεί, είναι αγώνας συνεχής και αγώνας ενάντια στο ρεύμα. Αγώνας που οφείλει να καταλύει τη λαϊκή αυτενέργεια, αγώνας ενάντια στη λογική του ‘‘αναθέτω και περιμένω’’. Όπου ο αγώνας αυτός είναι κυρίως δουλειά του κόμματος».

Για την ήττα στις δημοτικές εκλογές σημειώνεται ότι «ανέδειξε ανεπάρκειες κυρίως του κόμματος. Αλλά τα αίτια της αποτυχίας είναι μάλλον βαθύτερα: μικρή διείσδυση στις τοπικές κοινωνίες, έλλειψη συνεχούς και συστηματικής παρουσίας στα δημοτικά δρώμενα, αδυναμία ανάδειξης τοπικών στελεχών με ευρεία απήχηση, απεύθυνση σε τοπικούς παράγοντες του παλαιού κομματικού συστήματος με αμφίβολο ήθος, συμπεριφορά και ύφος, έλλειμμα εσωτερικής συγκρότησης και τακτικής λειτουργίας των οργανώσεων του κόμματος, ασθενής σχέση μεταξύ κεντρικής αναφοράς στον ΣΥΡΙΖΑ και αποτελεσματικής δημοτικής πολιτικής, ανεπάρκεια ενεργού κριτηρίου ως προς την επιλογή ανάμεσα σε αυτόνομη κάθοδο (όπως μπορούσε να αιτιολογηθεί με βάση το σύστημα απλής αναλογικής) και σε συμμετοχή σε συμμαχικά σχήματα».

Οι συντάκτες του κειμένου, τρία εκ των κορυφαίων στελεχών του κόμματος με μεγάλη εμπειρία, ο Γιάννης Δραγασάκης, ο Αριστείδης Μπαλτάς και ο Θοδωρής Δρίτσας, ξεκινούν το κείμενο με την παραδοχή ότι «Για να επιτελέσει την πολλαπλή αποστολή του, ο απολογισμός δεν πρέπει να είναι εξωραϊστικός, προσχηματικός ή γενικόλογος. Πρέπει να είναι ουσιαστικός, διεισδυτικός, τολμηρός και ειλικρινής».

Η ραγδαία άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ

Όπως αναγράφουν χαρακτηριστικά ο ΣΥΡΙΖΑ, «σε βραχύ χρονικό διάστημα, από μικρό αντιπολιτευτικό κόμμα της Αριστεράς εξελίχθηκε σε πρωταγωνιστική δύναμη της κοινωνίας, επηρεάζοντας τις γενικότερες εξελίξεις» και εστιάζουν ως βασικό παράγοντας της εξέλιξης αυτής το κίνημα που δημιούργησε «από τα κάτω» το κοινωνικό μέτωπο ενάντια στα μνημόνια.

«Η επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ στην ελληνική κοινωνία», σημειώνουν, «άρχισε να αυξάνει δυναμικά κυρίως από τότε που άρχισαν να αναπτύσσονται οι κοινωνικές αντιστάσεις ενάντια στις επιταγές των μνημονίων. Η δυναμική αυτή είχε τον σπόρο της στην ενεργό και ανεπιφύλακτη συμμετοχή των περισσότερων ‘‘συνιστωσών’’ που τελικά τον συνέθεσαν στο κίνημα ενάντια στην ‘‘νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση’’, ήδη από την εποχή του Σηάτλ και της Γένοβας, ενώ ενισχύθηκε από τη στάση των ίδιων απέναντι στη έκρηξη της νεολαίας που πυροδότησε η δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου. ΄Οπως και –κατά την εποχή των μνημονίων πλέον– η επίσης ανεπιφύλακτη συμμετοχή όλων των ‘‘συνιστωσών’’ στο κίνημα των ‘‘αγανακτισμένω’’ και στις άλλες πολύμορφες λαϊκές κινητοποιήσεις ενάντια στα μνημόνια. Από την άλλη πλευρά, έχοντας αναλύσει τις βασικές παραμέτρους της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης ήδη από το προγραμματικό συνέδριο του 2009, ο ΣΥΡΙΖΑ, μολονότι παρέμενε ακόμη συμμαχικό σχήμα, βρέθηκε έτοιμος να αντιμετωπίσει πολιτικά και προγραμματικά τις εδώ εκφάνσεις της κρίσης και, κυρίως, να συνδέσει οργανικά τις πτυχές της ανάλυσής του με το δραστήριο κοινωνικό κίνημα».

Γιατί συμμαχία με τους ΑΝΕΛ

Για τη συμμαχία με τους ΑΝΕΛ, οι συντάκτες του κειμένου σημειώνουν ότι «συνιστούσε στις τότε συνθήκες μονόδρομο γιατί όλοι ανεξαιρέτως οι δυνάμει σύμμαχοι είχαν εναντιωθεί με τρόπο απόλυτο στην αντιμνημονιακή πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ. Το μεν ΚΚΕ για δικούς του λόγους, οι δε ΔΗΜΑΡ, Ποτάμι και ΠΑΣΟΚ μέσω της συγκρότησης, με την καθοριστική και πάλι συνδρομή των ΜΜΕ, ενός άτυπου αλλά εξαιρετικά σκληρού αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου. Αυτό ομονοούσε στο να αντιμετωπίζει τον ΣΥΡΙΖΑ ως δύναμη καταχθόνια και υποκριτική που υποθάλπει την ένοπλη βία και την τρομοκρατία γενικώς ενόσω απεργάζεται την επιστροφή στη δραχμή, την έξοδο από την Ευρώπη, τη χρεωκοπία της χώρας και την επιβολή ενός καθεστώτος σοβιετικού τύπου. Όπου, όπως θυμόμαστε πολύ καλά, τίποτε από αυτά δεν είναι υπερβολή: είχαν όλα λεχθεί από τα επισημότερα χείλη και προπαγανδιστεί κατά κόρον τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς».

Η πρώτη φορά Αριστερά

Για την πρώτη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, σημειώνεται ότι «αφιέρωσε όλες τις προσπάθειές της σε δύο κύρια μέτωπα: την οικοδόμηση μιας ασπίδας προστασίας για τα κατ’ εξοχήν θύματα της κρίσης και τη διαπραγμάτευση με τους δανειστές. Στο πρώτο μέτωπο έκανε τα λίγα που μπορούσε. Κοινωνικό εισόδημα αλληλεγγύης, ρύθμιση οφειλών, άρση εξόφθαλμων αδικιών, επείγοντα μέτρα στην υγεία, στην παιδεία, στο προσφυγικό, στα ατομικά δικαιώματα. Κάποιες από τις αντίστοιχες ενέργειες θεωρήθηκαν «μονομερείς» και αποδοκιμάστηκαν από τους δανειστές, αλλά μολαταύτα η κυβέρνηση δεν πτοήθηκε και προχώρησε. Αποκλεισμένοι, άνεργοι, άδικα απολυμένοι, οφειλέτες του δημοσίου, ανακουφίστηκαν ενώ η έμφαση στα δικαιώματα προμήνυε συνολικά καλύτερες μέρες. Η ελπίδα, έστω δειλά, είχε αρχίσει να ανατέλει και πάλι.

Το δεύτερο μέτωπο ήταν μέτωπο πολέμου. Πολέμου κατ’ ουσίαν πολιτικού που διεξαγόταν όμως με οικονομικά όπλα –την τραπεζική πίστη και πίστωση, την ρευστότητα, την εκροή καταθέσεων, το «σήματα» που εξέπεμπαν «οι αγορές», τα όσα έπρατταν συναφώς οι ευρωπαϊκοί θεσμοί και το ΔΝΤ. Πολέμου άνισου, ο οποίος μετήλθε διαφορετικές φάσεις, με κατά καιρούς δραματικές κορυφώσεις, και με τη χρησιμοποίηση από την πλευρά της ελληνικής κυβέρνησης όλων των όπλων που μπορούσε να επιστρατεύσει: ιδέες, εμπεριστατωμένα επιχειρήματα, συναντήσεις με πολλούς και σε πολλά επίπεδα, προσπάθειες σύμπηξης συμμαχιών και εξεύρεσης πόρων από διάφορες πλευρές, μορφές πίεσης που μπορούσε να ασκήσει, αναβολή πληρωμής δόσεων του δανείου, συγκέντρωση των διαθεσίμων του ευρύτερου δημόσιου τομέα ώστε να συνεχίσουν να καταβάλλονται τουλάχιστον μισθοί και συντάξεις. Αλλά με κυριότερο όπλο την εμπιστοσύνη που εξακολουθούσε να της παρέχει ο ελληνικός λαός. Ο οποίος διέβλεπε στις προσπάθειές της, όχι μόνο την προοπτική οικονομικής και κοινωνικής ανακούφισης, αλλά και την υπεράσπιση της δικής του αξιοπρέπειας».

Κορυφαία στιγμή το δημοψήφισμα.

Για το δημοψήφισμα του καλοκαιριού του 2015, σημειώνεται πως «παρά τα όσα ιδιοτελή και ανεύθυνα λέγονταν και εξακολουθούν να λέγονται, δεν έθετε το ερώτημα ‘‘ναι ή όχι στο ευρώ’’. Αλλά ζητούσε τη λαϊκή αποδοκιμασία του απαράδεκτου σχεδίου που οι δανειστές είχαν θέσει στην κυβέρνηση. Άρα δημοψήφισμα για να ενισχυθεί η διαπραγματευτική δύναμη της κυβέρνησης».

Η εκλογική ήττα του περασμένου Ιουλίου

Για τα αίτια της εκλογικής ήττας σημειώνεται ότι «το κεντρικό ‘‘αφήγημα’’ της ΝΔ περί ανάπτυξης, περί επενδύσεων, περί φορολογικής ελάφρυνσης και τα συναφή δεν αντιμετωπίστηκε με την καταλυτική κριτική που απαιτούσε, ώστε να οικοδομηθεί πειστικά και κατ’ αντιδιαστολήν η δική μας στρατηγική στόχευση και προοπτική».

Παράλληλα εντοπίζεται μια «σχετική ολιγωρία» ως προς το τι σημαίνει ειδικά για την Ελλάδα «μεσαία τάξη», ποια υπήρξε διαχρονικά και ποια είναι σήμερα η θέση της στον κοινωνικό σχηματισμό, σε τι κατηγορίες διαιρείται αυτή, ποιές είναι οι ιδεολογικές ορίζουσες και ποιες οι προσδοκίες κάθε κατηγορίας και πώς μπορεί να συμπτυχθεί συγκεκριμένα το κοινωνικό μέτωπο που επιδιώκει να εκπροσωπεί πολιτικά ο ΣΥΡΙΖΑ.

Επίσης στο κείμενο γίνεται αναφορά στην υποτίμηση που επέδειξε τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησης της απήχησης που μπορούσε να αποκτήσει ο λόγος της ΝΔ περί «τάξης και ασφάλειας», όπως και τα επικοινωνιακά μπαράζ που εξαπολύθηκαν με αφορμή την τραγωδία στο Μάτι και στη Μάνδρα ή ενάντια στη συμφωνία των Πρεσπών

Πολιτικά άστοχη η απόφαση για τριπλή κάλπη

Πριν όμως την ήττα στις εθνικές εκλογές οι συντάκτες του κειμένου σημειώνουν ότι ήταν «πολιτικά άστοχη» η απόφαση να ταυτιστεί η ημερομηνία διεξαγωγής των τριών εκλογικών αναμετρήσεων, δημοτικές, περιφερειακές και ευρωεκλογές τον Μάιο του 2019.

Εν κατακλείδι ίσως μια από τις πιο σημαντικές παραδοχές του κείμενου είναι ότι προφανώς προεκλογικά «Έλειπε η εικόνα της προοπτικής και του μέλλοντος». Σημαντική επειδή αν εισακουστεί από την ηγεσία δείχνει και τον δρόμο που πρέπει να βαδίσει ο ΣΥΡΙΖΑ προκειμένου να αναλάβει εκ νέου κυβερνητικά καθήκοντα.  

Ετικέτες

Documento Newsletter