Παρόλο που αυξάνουν τις καταθέσεις τους, παρόλο που «κολυμπάνε» στη ρευστότητα, καθώς έχουν αντλήσει σχεδόν 40 δις ευρώ από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με αρνητικό επιτόκιο, οι τράπεζες έκλεισαν ξανά τη στρόφιγγα της χρηματοδότησης προς την πραγματική οικονομία και τις επιχειρήσεις.
Αυτό προκύπτει από τα στοιχεία του μηνός Οκτωβρίου για τις καταθέσεις και τις χρηματοδοτήσεις που ανακοίνωσε η Τράπεζα της Ελλάδας. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ, η αύξηση των καταθέσεων το μήνα Οκτώβριο συνεχίστηκε και μεγεθύνθηκε, με την αύξηση των καταθέσεων των νοικοκυριών να ανέρχεται σε 1.55 δις ευρώ και την αύξηση των καταθέσεων των επιχειρήσεων να ανέρχεται σε 825 εκατ. ευρώ.
Δείκτες κάλυψης ρευστότητας άνω του 100%
Με την αύξηση των καταθέσεων του Οκτωβρίου, ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής του συνόλου των καταθέσεων έφτασε στο 8,5%, δηλαδή σε επίπεδα που είχαμε ξεχάσει μετά το 2010. Το αποτέλεσμα είναι ότι για πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια οι ελληνικές τράπεζες εμφάνισαν δείκτη κάλυψης ρευστότητας (LCR) πολύ υψηλότερο του 100%, ενώ μονίμως υστερούσαν, με ποσοστά πολύ χαμηλότερα.
Παρά τους υψηλούς δείκτες κάλυψης ρευστότητας ωστόσο, τον ίδιο μήνα οι τράπεζες μείωσαν δραστικά τη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων και προτίμησαν να δανείσουν το κράτος. Συγκεκριμένα, αν και φαινομενικά τον Οκτώβριο οι τράπεζες αύξησαν εντυπωσιακά τη χρηματοδότηση της οικονομίας με ρυθμό 11,5%, δάνεισαν μόνο τη γενική κυβέρνηση, δηλαδή το Δημόσιο και τους οργανισμούς του, με μηνιαία καθαρή ροή χρηματοδότησης 2.50 δις ευρώ.
Αντίθετα, η μηνιαία καθαρή ροή της τραπεζικής χρηματοδότησης προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά του ιδιωτικού τομέα τον ίδιο μήνα ήταν αρνητική, κατά 247 εκατ. ευρώ. Που θα πει ότι τα λιγοστά δάνεια που έδωσαν οι τράπεζες σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά, σαν συνολικό ποσό τον Οκτώβριο, ήταν 247 εκατ. ευρώ λιγότερα από το ποσό που εισέπραξαν από αυτά ως χρεολύσια για δάνεια που είχαν δώσει παλαιότερα. Ή για να το κάνουμε ακόμη πιο λιανά, εν μέσω της μεγαλύτερης ύφεσης που έχει καταγραφεί στην Ελλάδα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι τράπεζες επιτείνουν την κατάσταση ρουφώντας χρήμα από την ασθμαίνουσα πραγματική οικονομία και την στραγγαλισμένη αγορά, αντί να τη στηρίξουν.
Αρνητική πιστωτική επέκταση από τον Οκτώβριο
Το φαινόμενο δεν είναι καινοφανές. Αρνητική πιστωτική επέκταση, δηλαδή ρούφηγμα του χρήματος που κυκλοφορεί στην αγορά από τις τράπεζες, αντί χρηματοδότησης της οικονομίας, είχαμε επί μια 10ετία στην Ελλάδα, από τους τελευταίους μήνες του 2010 έως τις αρχές του 2020. Μεσολάβησε ένα μικρό διάλειμμα, από τον Μάρτιο ως τον Σεπτέμβριο 2020, κατά το οποίο οι τράπεζες αύξησαν τη χρηματοδότηση της οικονομίας, με το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των νέων χρηματοδοτήσεων να πηγαίνει, ωστόσο, σε ελάχιστες πολύ μεγάλες εισηγμένες επιχειρήσεις. Η χρηματοδότηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων αντίθετα παρέμεινε αρνητική ως τον Ιούνιο και έγινε θετική μόλις τον Ιούλιο του 2020. Αλλά το «θαύμα» κράτησε μόνο δύο μήνες.
Και τώρα ξανά μανά πάλι πίσω, με τις τράπεζες να αφαιρούν χρήμα από την πραγματική οικονομία, στραγγαλίζοντας την αγορά. Η μόνη σημαντική διαφορά σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια είναι πως τότε η αρνητική πιστωτική επέκταση γινόταν (και δικαιολογούνταν) στο όνομα της μεγάλης φυγής καταθέσεων από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Αυτή τη στιγμή όμως που οι τράπεζες είναι πλημμυρισμένες με ρευστότητα, η εν λόγω δικαιολογία δεν στέκει: απλά κάνουν οι διοικήσεις τους την επιλογή να μην επιτελέσουν τον βασικό τους ρόλο ως αναπτυξιακών μηχανισμών της οικονομίας με δυνατότητα να στηρίξουν με ρευστότητα τις επιχειρήσεις, για να μην διακινδυνεύσουν οι ίδιες το φόρτωμά τους με νέα κόκκινα δάνεια.