Oι τιμές ενέργειας καίνε την οικονομία

Oι τιμές ενέργειας καίνε την οικονομία

Την περασμένη εβδομάδα το Οικονομικό Επιμελητήριο Ελλάδας σε ειδική εκδήλωσή του στην 86η ΔΕΘ παρουσίασε μια μελέτη με τίτλο «Ενεργειακή κρίση και ελληνική οικονομία», την οποία εκπόνησε υπό την επιμέλεια του πρώην υπουργού Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής του ΠΑΣΟΚ Γιάννη Μανιάτη και με τη συμβολή πολλών πανεπιστημιακών καθηγητών, με τον φιλόδοξο στόχο να αποτελέσει χρήσιμο εργαλείο στην άσκηση μιας εθνικής ενεργειακής πολιτικής.

Στην εκδήλωση μίλησαν ο ίδιος ο πρώην υπουργός και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πειραιά Γιάννης Μανιάτης, ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ και καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Νίκος Βέττας και ο καθηγητής της ευρωπαϊκής έδρας Jean Monnet στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο Ανταγωνισμού, Ενέργειας και Μεταφορών και μέλος του think tank του ΣΥΡΙΖΑ Νικόλαος Φαραντούρης, οι οποίοι είχαν σημαντικές συμβολές στη σύνταξη της μελέτης του Οικονομικού Επιμελητηρίου.

Παρά τις διαφορετικές πολιτικές τους συγγένειες, φώτισαν και οι τρεις τους εξίσου τολμηρά τις δυναμικές της παρούσας ευρωπαϊκής ενεργειακής κρίσης, εξήγησαν γιατί η ελληνική οικονομία είναι ιδιαίτερα ευάλωτη στην αύξηση των τιμών της ενέργειας και πώς αυτές συνδέονται με τον καλπάζοντα πληθωρισμό, ανέδειξαν επιλογές που θα μπορούσαν να βοηθήσουν άμεσα στην εξοικονόμηση ενέργειας με αύξηση της εγχώριας προστιθέμενης αξίας αλλά δεν προτείνονται από την κυβέρνηση, ενώ ειδικά ο καθηγητής Φαραντούρης μίλησε για την επίμονη άρνηση της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας να παρέμβει στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς και για τα προβλήματα που απορρέουν από την έλλειψη μιας μακροπρόθεσμης ενεργειακής στρατηγικής της χώρας μας.

Γιάννης Μανιάτης: «Οι σοφοί των Βρυξελλών έπρεπε να είχαν δώσει από καιρό τέλος στην πρωτοφανή σπέκουλα σε βάρος των πολιτών της Ευρώπης»

Ανατέμνοντας τις ρίζες της ευρωπαϊκής ενεργειακής κρίσης ο πρώην υπουργός Γιάννης Μανιάτης προσκομίζοντας τα στοιχεία του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας έκανε λόγο για «απίστευτη ανισορροπία» μεταξύ ΗΠΑ, Ασίας και Ευρώπης και για ξεκάθαρη σπέκουλα σε βάρος των πολιτών της Ευρώπης.

Ακόμη και σήμερα που οι τιμές του φυσικού αερίου είναι στα ύψη, τόνισε, το φυσικό αέριο που χρησιμοποιείται για παραγωγή ηλεκτρισμού στις ΗΠΑ κοστίζει 40 με 45 δολάρια η μεγαβατώρα, στην παραδοσιακά ακριβότερη Ασία 90 δολάρια η μεγαβατώρα, ενώ στην Ευρώπη η μεγαβατώρα ξεπερνά τα 300 δολάρια.

Αντίστοιχα, πρόσθεσε, με βάση τα ίδια στοιχεία, ενώ κατά την περίοδο 2015-20 τα μέσα ετήσια παγκόσμια έσοδα των κρατών και εταιρειών παραγωγών πετρελαίου και φυσικού αερίου ήταν της τάξης του 1,5 τρισ. δολαρίων το έτος, το 2022 τα έσοδα αυτών των χωρών και εταιρειών θα εκτιναχτούν στα 4 τρισ. δολάρια, με το μεγαλύτερο μέρος αυτών των πρόσθετων εσόδων να προκύπτει από την Ευρωπαϊκή Ενωση, άρα και την Ελλάδα.

«Ουσιαστικά έχουμε μια τεράστια αφαίμαξη χρημάτων των Ευρωπαίων πολιτών, των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων και των ευρωπαϊκών οικονομιών, μια συγκλονιστικού μεγέθους μεταφορά πλούτου από την Ευρώπη προς τις προμηθεύτριες χώρες και εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου. Οι σοφοί των Βρυξελλών έπρεπε να έχουν πάρει αποφάσεις εδώ και πολύ καιρό για να λύσουν το θέμα αυτό» κατέληξε.

Επικαλούμενος μελέτη του ΟΗΕ που δείχνει ότι κατά την επόμενη εικοσαετία η χρήση άνθρακα με βάση τις δεσμεύσεις για μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου θα περιοριστεί αλλά η χρήση του πετρελαίου θα μείνει σταθερή και του φυσικού αερίου θα αυξηθεί κατά 35%, ο πρώην υπουργός τάχτηκε υπέρ της έρευνας και εξόρυξης πετρελαίου και φυσικού αερίου στην Ελλάδα. Η αρμόδια αρχή, πρόσθεσε, έχει προσδιορίσει 30 γεωλογικούς στόχους στο Ιόνιο και νότια και δυτικά της Κρήτης και αν μία στις τέσσερις γεωτρήσεις είναι επιτυχής, μπορούν να αντληθούν 12 δισ. βαρέλια πετρελαίου ή 2.000 δισ. κ.μ. φυσικού αερίου, με δυνητική αξία έως 250 δισ. ευρώ, με ορίζοντα έναρξης της εκμετάλλευσης, όπως ακριβώς πέτυχαν η Αίγυπτος και το Ισραήλ, εντός πενταετίας.

Τέλος, παρεμβαίνοντας στη δημόσια συζήτηση για τα μέτρα εξοικονόμησης ο Γ. Μανιάτης υπενθύμισε την απολύτως αξιόπιστη λύση του ηλιακού θερμοσίφωνα, που δυστυχώς αγνοείται από τις διάφορες επενδυτικές επιλογές εθνικής εμβέλειας. «Πρόκειται για ένα μοναδικό ελληνικό πλεονέκτημα που έχει ξεχαστεί εδώ και 30 χρόνια, η οποία μπορεί να μειώσει άμεσα τον λογαριασμό του ηλεκτρικού ρεύματος στο νοικοκυριό μιας τετραμελούς οικογένειας κατά 20%» είπε. Ομως από τα 5 εκατομμύρια κατοικίες και διαμερίσματα της χώρας μόνο το 1,5 εκατομμύριο έχει ηλιακό θερμοσίφωνα, πρόσθεσε.

Η εγκατάσταση ενός ηλιακού θερμοσίφωνα που κοστίζει 800 – 1.000 ευρώ είναι μια καταπράσινη τεχνολογία που εξοικονομεί 1.700 κιλά διοξειδίου του άνθρακα τον χρόνο, όταν το ηλεκτρικό αυτοκίνητο που προωθείται και επιδοτείται κοστίζει 25.000-300.000 ευρώ και εξοικονομεί μόλις 1.400 κιλά διοξειδίου τον χρόνο, είπε ο Γ. Μανιάτης. Συν τοις άλλοις ο ηλιακός θερμοσίφωνας ως πολιτική εξοικονόμησης έχει το πρόσθετο πλεονέκτημα της μεγάλης εγχώριας προστιθέμενης αξίας, αφού η χώρα μας υπήρξε στην παγκόσμια πρωτοπορία της παραγωγής ηλιακών θερμοσιφώνων και ακόμη και σήμερα που η Κίνα είναι το παγκόσμιο εργοστάσιο, μέσα στις 20 μεγαλύτερες εταιρείες κατασκευής θερμοσιφώνων στον κόσμο υπάρχουν τρεις ελληνικές (Dimas, Papaemmanouel, Cosmosolar), κατέληξε ο πρώην υπουργός.

Νίκος Βέττας: «Πώς η εκρηκτική αύξηση των τιμών ενέργειας οδηγεί στα ύψη τον ελληνικό πληθωρισμό»

Κατά τον γενικό διευθυντή του ΙΟΒΕ η ελληνική οικονομία είναι ιδιαίτερα ευάλωτη στην αύξηση των τιμών ενέργειας όχι μόνο γιατί εισάγει το 88% της πρωτογενούς ενέργειάς της (πετρέλαιο και φυσικό αέριο), με αποτέλεσμα την υπερβολική επιβάρυνση του εμπορικού ισοζυγίου, αλλά και επειδή το υπερβολικό μέγεθος των αυξήσεων –που λόγω της άμεσης σύνδεσης των αγορών φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας περνούν στο ηλεκτρικό ρεύμα– μεταδίδεται σε όλη την οικονομία και τρέφει τον πληθωρισμό.

Η εκρηκτική αύξηση του πληθωρισμού που ξεπερνά το 12% και είναι από τους υψηλότερους στην ΕΕ των 27 στερεί αγοραστική δύναμη από τα νοικοκυριά, ιδίως τα ασθενέστερα, που δαπανούν αναλογικά μεγαλύτερο τμήμα του εισοδήματός τους για ενέργεια, και πλήττει την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων, εξήγησε ο Ν. Βέττας.

Καθώς μάλιστα έχει προηγηθεί η μεγάλη οικονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας, συνέχισε ο διευθυντής του ΙΟΒΕ, τα ελληνικά νοικοκυριά βρίσκονται σε πολύ πιο ευάλωτη θέση σε σχέση με αυτά της υπόλοιπης Ευρώπης, όπως δείχνει και το γεγονός ότι το 17% των ελληνικών νοικοκυριών δεν έχει επαρκή θέρμανση και το 28% έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές σε λογαριασμούς κοινής ωφέλειας, όταν τα αντίστοιχα ποσοστά στην Ευρώπη των 27 είναι στο 7% και το 6%.

Σε επίπεδο επίπτωσης στον πληθωρισμό ο Ν. Βέττας διατύπωσε την εκτίμηση ότι οι τιμές της ενέργειας προκαλούν ευθέως το ένα τρίτο του πληθωρισμού, δηλαδή το 4%, ενώ τα υπόλοιπα δύο τρίτα (το 8%) οφείλονται έμμεσα στην αύξηση των κόστους ενέργειας και ενδεχομένως των τιμών άλλων εμπορευμάτων που μετακυλίεται στις τιμές των ελληνικών προϊόντων και των υπηρεσιών.

Σε ό,τι αφορά τις επιχειρήσεις η δαπάνη για ενέργεια αποτελεί κόστος που στην Ελλάδα ήταν ήδη υψηλό σε σύγκριση τόσο με την αξία παραγωγής όσο και με την προστιθέμενη αξία μεγάλου μέρους των παραγωγικών δραστηριοτήτων, συνέχισε ο πρόεδρος του ΙΟΒΕ. Από την ανάλυση των στοιχείων του έτους 2019 προκύπτει συγκεκριμένα ότι οι δαπάνες για την ενέργεια αποτελούσαν για τις επιχειρήσεις της μεταποίησης στην Ελλάδα κατά μέσο όρο το 7,7% του συνολικού κόστους τους, έναντι του 1,5% έως 2% των αντίστοιχων επιχειρήσεων των βιομηχανικά αναπτυγμένων Γερμανίας και Γαλλίας και του 4,2% των λιγότερο αναπτυγμένων Βουλγαρίας και Ρουμανίας.

Από το 2021 τα νούμερα αυτά έχουν αυξηθεί περαιτέρω, χωρίς να υπάρχουν ακόμη συνολικά ή συγκριτικά στοιχεία. Ενδεικτικά πάντως, από μελέτη του ΙΟΒΕ για τη χημική βιομηχανία στην Ελλάδα, κατέληξε ο Ν. Βέττας, εκτιμήθηκε ότι οι ενεργειακές δαπάνες το 2022 θα αποτελέσουν το 7,9% του συνολικού κόστους τους, από 4% το 2019, ενώ σε κλάδους όπως τα logistics και η παραγωγή βασικών μετάλλων και χημικών οι άμεσες δαπάνες για ενεργειακές εισροές είναι μεγάλο μέρος των συνολικών δαπανών. Εάν ληφθεί υπόψη και το έμμεσο ενεργειακό κόστος, αναδεικνύεται ότι και άλλοι κλάδοι, όπως η ναυτιλία, ο αγροτικός τομέας και η παραγωγή μεταλλικών προϊόντων, έχουν εξίσου σημαντική έκθεση και επιπτώσεις από τις υψηλές τιμές ενέργειας.

Νίκος Φαραντούρης: «Η ευρωπαϊκή ενεργειακή κρίση και οι ελληνικές εσωτερικές παθογένειες»

Οταν συζητάμε για ενεργειακή πολιτική και ενεργειακή κρίση καλούμαστε να βλέπουμε από πού στην πραγματικότητα εκπορεύεται, από τις Βρυξέλλες ή από την Αθήνα, επισήμανε ο καθηγητής της έδρας Jean Monnet στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο Ανταγωνισμού, Ενέργειας και Μεταφορών.

Αυτό συμβαίνει, εξήγησε, επειδή δεν υφίσταται μια πραγματικά κοινή ενεργειακή πολιτική της Ευρωπαϊκής Ενωσης όπως η ενιαία νομισματική πολιτική, αλλά ενώ ο στόχος της ενιαίας αγοράς ενέργειας έχει σε μεγάλο βαθμό γίνει πραγματικότητα, κάθε κράτος-μέλος ακολουθεί διαφορετική πολιτική σε ό,τι αφορά το ενεργειακό μείγμα και τις προτεραιότητές του. Για τον λόγο αυτό η Ευρώπη δεν μπορεί να λάβει αποφάσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο για τη λήψη γενναίων μέτρων σε ό,τι αφορά την έκρηξη του ενεργειακού κόστους.

Κατά συνέπεια, συνέχισε ο καθηγητής Ν. Φαραντούρης, ενώ η ενεργειακή κρίση ξεκίνησε πέρυσι ως παγκόσμια, έφερε σύντομα στην επιφάνεια τις εσωτερικές παθογένειες στη χώρα μας: τις ακριβότερες τιμές χονδρικής ρεύματος στην ΕΕ, τις υψηλότερες τιμές εισαγωγής φυσικού αερίου σε σχέση με τις γειτονικές μας χώρες (καταλήξαμε να

αγοράζουμε 30% υψηλότερα το ρωσικό φυσικό αέριο σε σχέση με τις τιμές στη Βουλγαρία μετά τις εξάμηνες διαπραγματεύσεις της ΔΕΠΑ με την Gazprom), τις υψηλότερες μεσοσταθμικά τιμές ηλεκτρικής ενέργειας στην ΕΕ και τις μεγαλύτερες ανατιμήσεις σε μια σειρά αγαθών και υπηρεσιών.

Ηδη από τον Σεπτέμβριο 2021, πρόσθεσε ο Ν. Φαραντούρης, είχαν προταθεί συγκεκριμένα μέτρα και είχαν γίνει προειδοποιήσεις για τις εμπορικές διαπραγματεύσεις μεταξύ ΔΕΠΑ – Gazprom, καθώς και για την ανάγκη λήψης δέσμης μέτρων ενάντια στις ανατιμήσεις: α) δημοσιονομικών (μείωση φόρων, ΦΠΑ, ΕΦΚ, ενίσχυση εισοδήματος), β) ρυθμιστικών (διεύρυνση κοινωνικού τιμολογίου, ρυθμιστικές παρεμβάσεις για την άρση στρεβλώσεων στη χονδρική ηλεκτρικής ενέργειας, πλαφόν στη ρήτρα αναπροσαρμογής στη λιανική), γ) ελεγκτικών (αυστηροί έλεγχοι για αθέμιτες πρακτικές, νόθευση του ανταγωνισμού, αισχροκέρδεια), δ) τιμολογιακών (πρωτοβουλίες στη ΔΕΗ που οδηγούν τους υπόλοιπους παρόχους και την καταναλωτική συμπεριφορά). Αλλά για πολλούς μήνες η κυβέρνηση απαντούσε ότι το φαινόμενο είναι προσωρινό, οι αγορές λειτουργούν καλώς και ουδέν μέτρο ρυθμιστικό χρειάζεται και επέλεγε τις επιδοματικές πολιτικές.

Αργότερα, τον Ιούνιο του 2022, συνέχισε ο Ν. Φαραντούρης, υπό το βάρος των καταγγελιών από φορείς, επιμελητήρια και επαγγελματικές ενώσεις για χειραγώγηση της αγοράς, στρεβλώσεις, εναρμονισμένες πρακτικές και νόθευση του ανταγωνισμού, η κυβέρνηση αποφάσισε να προχωρήσει σε παρεμβάσεις στη χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας.

Λείπει η μακροπρόθεσμη ενεργειακή στρατηγική

Το βαθύτερο πρόβλημα ωστόσο κατά τον ίδιο είναι ότι, όπως έδειξαν τα διαδοχικά πίσω μπρος της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας αναφορικά με το πρόγραμμα έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων, η Ελλάδα δεν έχει μια μακροπρόθεσμη ενεργειακή στρατηγική για το μείγμα ενέργειας, τους στόχους και τις σχέσεις με τρίτες χώρες.

Η επίλυση της ενεργειακής κρίσης δεν είναι δυνατό να περάσει μόνο μέσα από τα επιδόματα και τη στήριξη αλλά και μέσα από τη ρυθμιστική παρέμβαση στο μοντέλο της αγοράς ενέργειας που έχει εξαντλήσει τα όριά του, είπε ο καθηγητής. Πρέπει λοιπόν να ξαναδούμε το μείγμα πολιτικής και δημόσιων παρεμβάσεων στον τομέα της ενέργειας «χωρίς να αντιμετωπίζουμε ως ταμπού τη στιβαρή παρουσία του κράτους».

Ετικέτες

Documento Newsletter