Οι (θερμοί) κατάσκοποι του Ψυχρού Πολέμου

Οι (θερμοί) κατάσκοποι του Ψυχρού Πολέμου
«Απόρρητος φάκελος Ιπκρες» (1965)

Με αφορμή την έξοδο στους κινηματογράφους της ταινίας «Ο κατάσκοπος του Ψυχρού Πολέμου» θυμόμαστε κάποιους μυστικούς πράκτορες του σινεμά που γράφτηκαν ανεξίτηλα στις αυλακιές της κινηματογραφικής μας μνήμης.

 

«Oλα αυτά τότε ήταν για την Αγγλία. Υπήρχε μια εποχή που ήταν. Αλλά για την Αγγλία τίνος; Ποια Αγγλία; Μια Αγγλία μόνη και ξεκομμένη, έναν πολίτη του πουθενά; Εγώ είμαι Ευρωπαίος. Αν είχα μια αποστολή –αν συναισθάνθηκα ποτέ ότι είχα κάποιο χρέος πέρα από τη δουλειά μας με τον εχθρό– ήταν στην Ευρώπη. Αν ήμουν άκαρδος, ήμουν άκαρδος για την Ευρώπη. Αν είχα κάποιο ανέφικτο ιδανικό, ήταν να οδηγήσω την Ευρώπη έξω από το σκοτάδι της, προς μια νέα εποχή λογικής. Και το έχω ακόμη». Aυτό είναι το επιστέγασμα της σκέψης του Τζορτζ Σμάιλι για την πολυετή δράση του στις μυστικές υπηρεσίες της αυτής μεγαλειότητας («Η κληρονομιά των κατασκόπων», 2017).

Η Αγγλία, η Ευρώπη, η διαδρομή από το σκοτάδι στο φως, ο αγώνας για την κυριαρχία του ορθού λόγου… O σκεπτικισμός όμως στα λόγια του παραμένει. Μπορεί στην κοσμοθεωρία των ιησουιτών ο σκοπός να αγιάζει τα μέσα, όμως στην πορεία των πραγμάτων τα μέσα μεταβάλλονται σε σκοπό. Και κάπως έτσι οι τύποι που έχουν μάθει να κινούνται στα μέρη όπου ο ηλεκτρικός λαμπτήρας τρεμοπαίζει και η πραγματικότητα συγχέεται με τις παραμορφωτικές σκιές που δημιουργούνται πάνω στην παλιοκαιρισμένη μπογιά ενός χαρακωμένου τοίχου αντί για θεραπεία μετατρέπονται σε αρρώστια.

«Ο κατάσκοπος που γύρισε από το κρύο» (1965)

 

Παπάδες, άγιοι, μάρτυρες και καθάρματα

Κι όπως λέει ο Αλεκ Λίμας (Ρίτσαρντ Μπάρτον) στη Λιζ (Κλερ Μπλουμ) στην ταινία «Ο άνθρωπος που γύρισε από το κρύο» (The spy who came in from the cold, 1965): «Τι νόμισες ότι είναι οι κατάσκοποι – παπάδες, άγιοι, μάρτυρες; Είναι ένα πανάθλιο σινάφι ματαιόδοξων, ηλίθιων και προδοτών, ναι. Ομοφυλόφιλων, σαδιστών και αλκοολικών ανθρώπων που παίζουν τους καουμπόηδες και τους Ινδιάνους για να ποικίλλουν λίγο τη χαλασμένη ζωή τους». Ο Αλεκ Λίμας, επικεφαλής του σταθμού της βρετανικής κατασκοπείας στο Δυτικό Βερολίνο, πηγαίνει για τελευταία φορά στην άλλη πλευρά του Τείχους για να παγιδεύσει τον επικεφαλής της ανατολικογερμανικής μυστικής υπηρεσίας. Ο Τζον Λε Καρέ υπονομεύει τις κατασκοπευτικές φαντασιώσεις που σπέρνει αλόγιστα ο ήρωας του Ιαν Φλέμινγκ, ο Τζέιμς Μποντ, και προσφέρει ένα απολαυστικό κοκτέιλ βρετανικού κυνισμού, περιχυμένου με άφθονες δόσεις (αυτο)σαρκαστικού χιούμορ. Το Βερολίνο δεν υπήρξε πιο γυμνό από ποτέ στην ιστορία του σινεμά.

«Θα σου εξομολογηθώ κάτι. Μετά τον πόλεμο συνεργάστηκα με τους Ρώσους για να εκδικηθώ τους δυτικούς που είχαν καταστρέψει την πατρίδα μου, τη Γερμανία. Δεν υπήρξα ποτέ συνειδητός κομμουνιστής. Τώρα έπεσα σε δυσμένεια. Και ξέρω πολύ καλά τι σημαίνει αυτό. Ο κομμουνισμός είναι αμείλικτος. Αφού εκμεταλλευθή τους ανθρώπους του, δεν διστάζει έπειτα να τους εκμηδενίση. […] Πρόκειται για μανία, εγκληματική μανία που τους έχει καταλάβει να σκοτώνουν τους άλλους και να σκοτώνονται και μεταξύ τους για να περιφρουρήσουν την ασφάλειά τους, η οποία, νομίζουν, συνεχώς κινδυνεύει από αόρατους εχθρούς». Ο Ρίτσαρντ Πέιπ στη νουβέλα του «Οπλισέ με με τόλμη» καταθέτει ανενδοίαστα την ανιστόρητη όσο και μανιχαϊστική ανάγνωση των πραγμάτων. Σε αυτό τον κόσμο υπάρχουν οι κακοί και οι καλοί, οι καθ’ έξιν εγκληματίες (κομμουνιστές) και οι υπερασπιστές της δημοκρατίας αλά δυτικά.

«Η γέφυρα των κατασκόπων» (2015)

 

Σίγουρα με αυτή την εκδοχή διαφωνεί ο Πάλμερ, Χάρι Πάλμερ (Μάικλ Κέιν). Ηταν το 1965 και ενώ ο κόσμος προετοιμαζόταν να υποδεχτεί το φιλμ «Τζέιμς Μποντ, πράκτωρ 007: Επίχειρηση Κεραυνός» (Thunderball) –με τον αρρενωπό πράκτορα της ΑΜ με την τραχιά σκωτσέζικη προφορά– στις οθόνες εμφανίστηκε ένας λίγο αδέξιος, λίγο καθημερινός –διάβολε, ένας πράκτορας με έντονο πρόβλημα μυωπίας που ψωνίζει σε σουπερμάρκετ, του αρέσει να μαγειρεύει απογειωτικές ομελέτες και αναζητά καθετί καινούργιο σε οικιακό σκεύος θα ήταν το καλύτερο ανέκδοτο σε ετήσια συγκέντρωση φαντασιόπληκτων αναγνωστών του Φλέμινγκ– Βρετανός πράκτορας των στρατιωτικών μυστικών υπηρεσιών.

Στον «Απόρρητο φάκελο Ιπκρες» (The Ipcress File) ο Πάλμερ δεν κινείται από κανένα ιδεολογικό κίνητρο ούτε από καμία διάθεση να σώσει τον κόσμο (πόσο μάλλον τους επιστήμονες που εξαφανίζονται μυστηριωδώς). Το εγκληματικό του παρελθόν που τον κυνηγάει ορίζει τα όρια του καθήκοντός του και εκβιάζει τα όρια του ηρωικού του πνεύματος, ενός ηρωικού πνεύματος, που, καταπώς έγραψε ο Τζέφρι Νάουελ-Σμιθ στο «Sight & Sound», για πρώτη φορά στην ιστορία του βρετανικού κινηματογράφου δεν σχετίζεται με την αριστοκρατία αλλά με το ήθος του δημόσιου σχολείου. Ο Μάικλ Κέιν συνάντησε τον Πάλμερ στην κινηματογραφική οθόνη άλλες τέσσερις φορές στα φιλμ «Αποστολή στο Βερολίνο» (Funeral in Berlin, 1966), «Η μπαλάντα ενός κατασκόπου» (Billion dollar brain, 1967), «Μια σφαίρα στο Πεκίνο» (Bullet to Beijing, 1995) και «Μεσάνυχτα στην Αγία Πετρούπολη» (Midnight in St. Petersburg, 1996). Το πεντάκις εξαμαρτείν ουκ πράκτορος σοφού.

«Ο πορτοφολάς» (1953)

 

Ο Τζορτζ Σμάιλι, πάντα ο Τζορτζ Σμάιλι

Το ψηλότερο κτίριο στη Μόσχα είναι η Λουμπιάνκα, η έδρα της Επιτροπής για την Κρατική Ασφάλεια (KGB) γιατί καθένας μπορεί να δει τη Σιβηρία από το υπόγειό της. Αυτό είναι ένα από τα ανέκδοτα που εμπιστεύονταν οι πολίτες της Σοβιετικής Ενωσης μόνο σε άτομα του κλειστού τους κύκλου καθώς δεν είχαν καμία διάθεση να γνωρίσουν αν η πραγματικότητα συμπίπτει με την ανεκδοτολογική παρατήρηση. Σίγουρα από τα υπόγεια της Λουμπιάνκα δεν πέρασε o υποπλοίαρχος Τομ Φάρελ (Κέβιν Κόστνερ) που εργάζεται στο Πεντάγωνο. Το κυνήγι του Σοβιετικού κατασκόπου μες στη φωλιά των αμερικανικών «γερακιών» μοιάζει με παζλ χιλιάδων κομματιών – που σέβονται τα αρχετυπικά συστατικά του κινηματογραφικού είδους. Η απεικονισμένη πανωλεθρία της γραφειοκρατικής βλακείας χαρίζει μια γλυκιά έκπληξη στον θεατή του «Αδιεξόδου» (No way out, 1987).

Σε όλα τα κινηματογραφικά είδη συναντάς έναν καλό ή λιγότερο καλό Στίβεν Σπίλμπεργκ. Στη «Γέφυρα των κατασκόπων» (Bridge of spies, 2015) o Τζέιμς Ντόνοβαν (Τομ Χανκς), ένας δικηγόρος στα «coldy» 50s από το Μπρούκλιν που ειδικεύεται στα ασφαλιστικά, θα στρατολογηθεί από τη CIA και θα βρεθεί στο Βερολίνο. Κλασική αφήγηση και μια πληκτική αναζήτηση της θέσης του καλού καγαθού –νάτος και πάλι ο μανιχαϊσμός– σε έναν κόσμο όπου το γκρίζο έχει υπερκαλύψει τα υπόλοιπα χρώματα και ο μεσσιανισμός μοιάζει πιο χωλός από ποτέ.

«Κι ο κλήρος έπεσε στον Σμάιλι» (2011)

 

Ο Σπίλμπεργκ ακολούθησε τα βαθιά χνάρια που άφησε ο Πολ Νιούμαν στο κατασκοπευτικό θρίλερ που τοποθετείται στον καιρό του Ψυχρού Πολέμου. Δύο οι ταινίες στις οποίες πρωταγωνίστησε και στις δύο η εντύπωση είναι πανομοιότυπη. Ο «Ανθρωπος με το αδιάβροχο» (The Mackintosh man, 1973) παρά τα ονόματα του Τζον Χιούστον, του Ουόλτερ Χιλ, Οσβαλντ Μόρις και Μορίς Ζαρ που βλέπουμε στα κρέντιτ είναι απελπιστικά αδιάφορος με μη πειστικούς χαρακτήρες και μη στιβαρή πλοκή – και όλο αυτό για να μιλήσει ο Χιούστον για το τέλος των ιδεολογιών και τον κυνισμό που κυριαρχεί στον χώρο. Είχε προηγηθεί ο Αλφρεντ Χίτσκοκ που έδωσε τον ρόλο του πυρηνικού επιστήμονα Μάικλ Αρμστρονγκ που αυτομολεί στο Ανατολικό Βερολίνο στον Πολ Νιούμαν. «Σχισμένο παραπέτασμα» (Torn curtain, 1966) με τον Χίτσκοκ να εκθέτει τη μοχθηρία του απέναντι στους σατανικούς κομμουνιστές και τους ακόμη πιο σατανικούς κατασκόπους.

Ανασκαλεύοντας τα κατασκοπευτικά κινηματογραφικά καρέ η μορφή του Τζορτζ Σμάιλι, του ήρωα του Τζον Λε Καρέ, δεν θα μπορούσε να μην κινήσει την προσοχή μας. Είτε ως Τσαρλς Ντομπς στο «The deadly affair» (1966, από τη νουβέλα «Η τελευταία κλήση») του Σίντνεϊ Λουμέτ είτε με το ονοματεπώνυμό του στο «Κι ο κλήρος έπεσε στον Σμάιλι» (Tinker, tailor, soldier, spy, 2011) του Τόμας Αλφρεντσον, ο μικρόσωμος, κοντόχοντρος, μεσήλικας και βάλε γραφειοκράτης-πράκτορας, που στην όψη ήταν ένας από τους ταπεινούς του Λονδίνου που δεν θα κληρονομήσουν τη γη, δεν προσπαθεί να σώσει τον κόσμο –παρά μόνο να κάνει το καθήκον του που ορίζει η υπηρεσία– καθώς γνωρίζει πως αυτός ο κόσμος σωτηρία δεν πρόκειται να βρει από το σινάφι του.

«Atomic blonde» (2017)

 

Και αν η βασική αρχή του Σμάιλι είναι η (όχι άκριτη) πίστη στον μηχανισμό, η Λορέιν Μπρότον (Σαρλίζ Θερόν) στο «Atomic blonde» (2017) του Ντέιβιντ Λιντς είναι μια μηχανή ολέθρου, ένας ρομποτικός οργανισμός που κινείται με βάση το ένστικτο της επιβίωσης και το αίσθημα εκδίκησης σε ένα Βερολίνο μετα-αποκαλυπτικής αισθητικής. Τέλος, την παράνοια και τις ψυχώσεις του Ψυχρού Πολέμου αποτύπωσε εφιαλτικά ο Σάμιουελ Φούλερ στον «Πορτοφολά» (Pickup on South Street, 1953) καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες στροβιλίζονταν στη δίνη του κυνηγιού των κόκκινων πρακτόρων.

 

*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Documento

Documento Newsletter