Oσοι παρακολουθούν τους τελικούς του ΝΒΑ και παράλληλα τους «αντίστοιχους» ελληνικούς, θα νομίζουν ότι βλέπουν δύο διαφορετικά αθλήματα. Το χρώμα της μπάλας και ο αριθμός των παικτών είναι απαράλλαχτα, αλλά ο ρυθμός και η ποιότητα του παιχνιδιού διαφέρουν τόσο, όσο το μπάσκετ του 1987 με το μπάσκετ του Αντετοκούνμπο.
«Παρακαλώ να σταματήσει η τηλεόραση να δείχνει τον τελικό με τη Σοβιετική Ένωση, διότι έτσι μειώνεται το κατόρθωμά μας στα μάτια των σημερινών φιλάθλων», εκλιπαρεί ο Παναγιώτης Φασούλας, στη συνέντευξη που θα διαβάσετε αύριο στο Documento.
Ωστόσο, δεν υπάρχει είδηση σε όλα αυτά. Το ΝΒΑ ήταν ανέκαθεν έτη φωτός μπροστά από την Ευρώπη, άσχετα με τα κατά καιρούς πυροτεχνήματα, όπως η νίκη της Εθνικής Ελλάδας επί των ΗΠΑ (του ΛεΜπρόν Τζέιμς) στον παγκόσμιο ημιτελικό του 2006 στην Ιαπωνία.
Επίσης, το μπάσκετ του 2017 δεν θυμίζει σε τίποτε το μπάσκετ που παιζόταν πριν από 30 χρόνια. Και μόνο οι φωτογραφίες από την εποποιία του ’87, με τα ισχνά κορμιά των αθλητών, αρκούν για να καταδείξουν την έκτοτε εξέλιξη.
Εκείνη που πραγματικά προκαλεί μελαγχολία, είναι η σύγκριση ανάμεσα στους ελληνικούς τελικούς και τους αντίστοιχους της Ισπανίας, της Τουρκίας, της Ιταλίας, της Γερμανίας. Το μπάσκετ που παίζεται μπορεί να είναι καλύτερο εδώ (αφού είμαστε η μοναδική χώρα με 2 ομάδες στις 5 καλύτερες της Ευρώπης), αλλά το λοιπό περιτύλιγμα προκαλεί ρίγη ντροπής στους πραγματικούς φιλάθλους.
Κάθε χρόνο, δίχως εξαίρεση, οι τελικοί εξελίσσονται σε φεστιβάλ χουλιγκανισμού, με επεισόδια στα δύο γήπεδα, τιμωρημένες ομάδες, προέδρους που υποδαυλίζουν το μίσος, υπόκοσμο στις εξέδρες, οπαδικές εφημερίδες στην υπηρεσία των κάφρων, στοχοποίηση διαιτητών αλλά και παικτών, ατελείωτο υβρεολόγιο και οσμή ανοιχτού υπονόμου.
Τίποτε από όλα αυτά δεν συμβαίνει στην υπόλοιπη Ευρώπη. Μολονότι οπαδικά πάθη υπάρχουν παντού, οι αγώνες διεξάγονται σε φίλαθλα πλαίσια, οι κανονισμοί τηρούνται και οι νόμοι εφαρμόζονται, με ευθύνη όχι της αστυνομίας αλλά των ίδιων των ομάδων.
Η Ελλάδα της ασυδοσίας, της αμορφωσιάς και της μισαλλοδοξίας κατόρθωσε να διώξει τους αληθινούς φιλάθλους από τα γήπεδα (με φωτεινή παρένθεση τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, όταν ο φανατισμός πήγε διακοπές) και τώρα κάνει ό,τι περνάει από το χέρι της για να σιχαθούμε το μπάσκετ, τον αθλητισμό, τα γήπεδα, ο,τιδήποτε έχει τη δύναμη να αντισταθεί στην κατηφόρα και την παρακμή.
Οι τελικοί του μπάσκετ, όπως και εκείνοι του ποδοσφαίρου, συγκινούν πια μόνο εκείνους που ζουν για να μισούν και για να δέρνονται. Η καλύτερη στιγμή τους είναι το σφύριγμα της λήξης. Ευτυχώς, οι τέσσερις μήνες που ακολουθούν μέχρι το ξεκίνημα της νέας περιόδου είναι αρκετοί για να πάρουμε μία ανάσα πριν ξαναβουτήξουμε στον βούρκο.