Με 4 νέα φιλμ κάνει ποδαρικό το 2017, από τα οποία ξεχωρίζει με όλη της την μεγαλοπρέπεια -παρά τις ιδεολογικές αγκυλώσεις της- η «Σιωπή» του Μάρτιν Σκορσέζε.
Ταινίες 5 Ιανουαρίου 2017
Σιωπή (***) (Silence)
Δραματική εποχής, διεθνούς συμπαραγωγής 2016 (161’). Σκηνοθεσία: Μάρτιν Σκορσέζε. Παίζουν: Αντριου Γκάρφιλντ, Ανταμ Ντράιβερ, Λίαμ Νίσον, Γιουσόκε Κουμποζούκα
Πορτογάλοι Ιησουίτες ιεραπόστολοι φτάνουν στην Ιαπωνία των αρχών του 17ου αιώνα με σκοπό να εντοπίσουν τα χαμένα ίχνη του μέντορα τους που φημολογείται πώς απαρνήθηκε τη χριστιανική πίστη του…Έργο εσωτερικής πνοής και σκηνοθετικής μεγαλοπρέπειας, η «Σιωπή» είναι προορισμένη να μπει όχι μόνο στην Α list των μεγάλων φιλμ του Σκορσέζε αλλά και στα σημαντικότερα της σεζόν. Η ταινία αποτελεί περισσότερο μια επιστροφή του 75χρονου σκηνοθέτη στην καζαντζακική προβληματική του «Τελευταίου πειρασμού» (με τον ιερέα του Άντριου Γκάρφιλντ να έχει έντονα μεσσιανικό χαρακτήρα) παρά μια πνευματική αναζήτηση ανάλογη με εκείνη των Μπέργκμαν και Ντράγερ γύρω από την ύπαρξη ή μη του Θεού. Ο αμερικανός τοποθετεί στην πάλη του ήρωα του -προφανώς και alter ego του ίδιου- τους εσωτερικούς δαίμονες του με έντονη την παρουσία (ή «απουσία») του θεού. Ενός θεού λυτρωτή, εμπνευστή αλλά και τιμωρού μαζί όχι μόνο για τους φτωχούς και εξαθλιωμένους ιάπωνες αγρότες – οι οποίοι ασπάζονται το Χριστό και τον «Παραϊζο» για τη σωτηρία της ψυχής τους αλλά, κυρίως, για τη μετά θάνατο ζωή που υπόσχεται η θρησκεία του – αλλά και για τον ίδιο τον ήρωα που κάποια στιγμή ζητάει από Εκείνον να σπάσει τη σιωπή του και να απολογηθεί για την αδικία που κυριαρχεί γύρω του. Με οδηγό το κλασικό μυθιστόρημα του Ιάπωνα Σιουσάκο Έντο από το 1966, ο Σκορσέζε υπογράφει ένα σκοτεινό, κατανυκτικό έργο, όπου το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης προσπαθεί απεγνωσμένα να αγγίξει την «αλήθεια» του θείου αλλά δεν είναι λίγες οι στιγμές που η ατμοσφαιρική εικόνα (μαγική όλη η πρώτη ώρα μιας απέραντα σκοτεινής και ομιχλώδους Ιαπωνίας) επισκιάζει την ανύπαρκτη σχεδόν δραματουργική ισχύ . Οι διαλεκτικές σκηνές της αντιπαράθεσης Βουδισμού – Χριστιανισμού μέσω της «ανάκρισης» του ήρωα, εγείρουν ερωτήματα γύρω από τη ψυχή του φιλμ αλλά και τις αφηγηματικές του δυνάμεις που δεν φτάνουν ποτέ στην υπέρβαση. Μάλιστα το… ζουμί της προβληματικής του σκηνοθέτη καταλήγει στο κοινότυπο συμπέρασμα ότι η θρησκεία είναι ταυτόσημη με την Εξουσία και αποτελεί κατάλληλο μέσο χειραγώγησης της μάζας ενώ ξεχνάει να αναφερθεί στα κακώς κείμενου του καθολικισμού όταν οι εκπρόσωποι του επισκέπτονταν άλλες περιοχές του πλανήτη. Ο εικονοκλάστης Αμερικανός πετυχαίνει τις καλύτερες σκηνές του φιλμ όταν στοχεύει με την κάμερα του το απάνθρωπο και βίαιο (οι τελετουργίες βασανισμού των χριστιανών από τον Ιάπωνα Ανακριτή παραπέμπουν στην «Κόλαση» του Ιερώνυμου Μπος) τοπίο. Ένα τοπίο προσβολή για την ίδια την ανθρωπότητα και τους θεούς της.
Assassin’s creed (*)
Περιπέτεια φαντασίας διεθνούς συμπαραγωγής 2016 (115’). Σκηνοθεσία: Τζάστιν Κερζέλ. Παίζουν: Μάικλ Φασμπέντερ, Μαριόν Κοτιγιάρ, Αριάν Λαμπέντ, Τζέρεμι Αιρονς .
Ένας κατάδικος μεταφέρεται, μέσω μιας επαναστατικής τεχνολογίας που ξεκλειδώνει τις γενετικές του μνήμες, στο παρελθόν και ακολουθεί τα χνάρια ενός προγόνου του στην Ισπανία του 15ου αιώνα… Χωρίς να αφήνει το θεατή να παίρνει ανάσες, το φιλμ ακολουθεί την αισθητική του videogame στο οποίο βασίζεται και παρουσιάζει μια καταιγιστική – αλλά απέραντα κουραστική και επαναλαμβανόμενη- δράση που παντρεύει την αλά Matrix χορογραφία με την μυσταγωγική αλά Νταν Μπράουν συνωμοσιολογία, χωρίς όμως το φανταχτερό αποτέλεσμα που υπόσχεται ο συσχετισμός αυτός. Η χάρτινη ιστορία δεν καταφέρνει ποτέ να γίνει πειστική ή έστω ανθρώπινη, καθώς το επίπεδο της δραματουργίας είναι αποκαρδιωτικό, ενώ τα θεαματικά ψηφιακά εφέ με τα αντίστοιχα γραφιστικά από ένα σημείο και ύστερα καταντούν… απλώς γραφικά! Η νέα συνεργασία του σκηνοθέτη με τους Μάικλ Φασμπέντερ- Μαριόν Κοτιγιάρ μετά από τον σκοτεινό «Μάκμπεθ» διαθέτει ελάχιστη από τη σκοτεινή λάμψη εκείνης της ταινίας καθώς όλα τα υπόλοιπα είναι παραδομένα σε ένα εφετζίδικο κι ανούσιο παροξυσμό.
Paterson (***)
Κοινωνική διεθνούς συμπαραγωγής 2016 (118’). Σκηνοθεσία: Τζιμ Τζάρμους. Παίζουν: Ανταμ Ντράιβερ, Γκολσιφτέ Φαραχανί
Ο Πάτερσον, οδηγός λεωφορείου στην περιοχή …Πάτερσον του Νιου Τζέρσι, γράφει ποιήματα στον ελάχιστο χρόνο του όταν δεν τον μοιράζει μεταξύ της ιρανής συντρόφου του Λόρα, του σκύλου του και του αγαπημένου του μπαρ… Η ποίηση της καθημερινότητας υπάρχει εκεί που δεν την περιμένει κανείς, μας λέει οΤζάρμους. Το υπόγειο χιούμορ του ασπρομάλλη δημιουργού αποκρυσταλλώνει τις πικρές αλήθειες μιας ζωής που κυλάει προβλέψιμα αλλά και με σοφία. Ο Έρωτας βρίσκεται πάντα στο επίκεντρο της προβληματικής του, δημιουργώντας δράμα και κωμωδία ταυτόχρονα (ο Πάτερσον τρώει χωρίς δεύτερη κουβέντα τα φαγητά της αγαπημένης του παρότι δεν τρώγονται, ενώ με το σκύλο του επικοινωνεί μοναδικά μέσω του αινιγματικού σπασμένου γραμματοκιβωτίου) σε μια ταινία μινιμαλιστική, χαμηλότονη κι απέραντα ανθρώπινη. Πάνω από όλα όμως ο «Paterson» είναι μια γλυκιά μελαγχολική ελεγεία για τους ανώνυμους ποιητές της ζωής, που εμπνέονται ιδέες και εικόνες στα πιο απίθανα μέρη (ο οδηγός του λεωφορείου που λατρεύει την Έμιλι Ντίκινσον κρυφακούει τις ιστορίες των επιβατών), κρατούν το χιούμορ ως θεμέλιο της ύπαρξης του και αρνούνται να αποκτήσουν κινητό για να μην τους καταπιέζει («πως ζούσαμε παλιά χωρίς κινητό;», αναρωτιέται ο ήρωας). Ένα έργο τυπικό δείγμα της νωχελικής γοητείας του Τζιμ Τζάρμους.
Νυκτόβια πλάσματα (Nocturnal Animals) (**)
Δραματική αμερικανικής παραγωγής 2016 (116’). Σκηνοθεσία: Τομ Φορντ. Παίζουν: Ειμι Ανταμς, Τζέικ Τζίλενχαλ, Μάικλ Σάνον, Ααρον Τέιλορ-Τζόνσον
Η Σούζαν, επιμελήτρια εκθέσεων ζωγραφικής, που βλέπει το γάμο της να έχει βαλτώσει, διαβάζει για πρώτη φορά ένα μυθιστόρημα που είχε γράψει ο πρώην άντρα της (με τον οποίο δεν έχει καμιά επικοινωνία εδώ και 20 χρόνια) και διαπιστώνει αλήθειες που δεν είχε ποτέ αντιληφθεί… Μετά το «Ένας Άντρας Μόνος» ο Τομ Φορντ διασκευάζει το μυθιστόρημα «Tony and Susan» του Όστιν Ράιτ (1993) για να αφηγηθεί μια ιστορία με σημάδια υπαρξιακής τραγωδίας, όπου ο έρωτας και οι λαθεμένες επιλογές γύρω από αυτόν, συναντούν τη βία της αμερικανικής ενδοχώρας και το στυλιζαρισμένο ρομαντισμό της μοναχικής ζωής. Από αυτή την επισήμανση και μόνο καταλαβαίνει κανείς πόσο ριψοκίνδυνο καλλιτεχνικά είναι το φιλόδοξο εγχείρημα του Φορντ. Μένοντας πιστός στην ατμοσφαιρική και στιλιζαρισμένη αισθητική του, ο σκηνοθέτης επιχειρεί να προσδώσει στα ομολογουμένως καλοστημένα πλάνα του το αντίστοιχο ιδεολογικό υπόβαθρο και την πρέπουσα συναισθηματική φόρτιση αλλά δεν τα καταφέρνει απόλυτα. Η ερμηνεία της πάντα αποτελεσματικής Έιμι Άνταμς αλλά και των σπουδαίων συμπρωταγωνιστών της Τζίλενχαλ και Σάνον βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή, όμως τα άνευ ξεκάθαρου στόχου «Νυκτόβια Πλάσματα» πέφτουν θύμα της ίδιας της ματαιοδοξίας και του ρηχού χαρακτήρα τους.