Οι σκηνοθέτες του θεατρικού πρότζεκτ «Ακυβέρνητες πολιτείες» μιλούν στο Documento

Οι σκηνοθέτες του θεατρικού πρότζεκτ «Ακυβέρνητες πολιτείες» μιλούν στο Documento

Οι σκηνοθέτες Εφη Θεοδώρου, Γιάννης Λεοντάρης και Αρης Τρουπάκης, καθένας εκ των οποίων σκηνοθετεί ένα από τα τρία βιβλία που συνθέτουν τις «Ακυβέρνητες πολιτείες», μιλούν για τη σχέση τους με το πρωτοποριακό έργο του Τσίρκα και αποκαλύπτουν τις προθέσεις των παραστάσεών τους.

«Λέσχη», «Αριάγνη», «Νυχτερίδα», Ιερουσαλήμ, Κάιρο, Αλεξάνδρεια. Σταθμοί της μεταιχμιακής τριλογίας των «Ακυβέρνητων πολιτειών» του Στρατή Τσίρκα και των ισάριθμων θεατρικών παραστάσεων που για πρώτη φορά στην ελληνική σκηνή θα επιχειρήσουν να τιθασεύσουν μια χειμαρρώδη ιστορική ύλη, να φιλοτεχνήσουν τον σύγχρονο πίνακα της εμπόλεμης ανθρωπότητας.

Με αφετηρία τον μήνα που διανύουμε και τερματισμό την άνοιξη του 2018 τρεις σκηνοθέτες, η Εφη Θεοδώρου, ο Γιάννης Λεοντάρης και ο Αρης Τρουπάκης, θα περιπλανηθούν στο έπος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, όπου τα ακριβή ιστορικά γεγονότα πλέκονται αριστοτεχνικά με τη φαντασία, τα όνειρα, τις μηχανορραφίες και τον αδάμαστο στις κοινωνικοπολιτικές δίνες έρωτα.

Προηγουμένως, μιλούν στο Documento για τα κληροδοτήματα της λογοτεχνίας του Τσίρκα –που, όπως έλεγε ο Δημήτρης Ραυτόπουλος, «αναζητά με αγωνία να συλλάβει, μέσα από τις ρυτίδες του παμπάλαιου αμαρτωλού κόσμου, τα χαρακτηριστικά του νέου ανθρώπου»– και για το πώς σκοπεύουν να τα μεταγγίσουν στο θέατρο.

Εφη Θεοδώρου

«Λέσχη»: Ψηφίδες πολυφωνίας με φόντο τον πόλεμο

Οι «Ακυβέρνητες πολιτείες» του Τσίρκα είναι πράγματι ένα μυθιστόρημα ιδιαίτερα φιλόδοξο – τα τρία μέρη της τριλογίας ξεπερνούν τις 800 σελίδες. Χρονικά καλύπτει την περίοδο του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και της αντίστασης στη Μέση Ανατολή (1942-1944), αλλά με πολλές αναδρομές εκτείνεται στην Αίγυπτο του περασμένου αιώνα και τη μετεμφυλιακή Ελλάδα. Με αυτό το ιστορικό υλικό ο Τσίρκας δεν συνθέτει ένα χρονικό αλλά ένα έργο φαντασίας, εξαιρετικά σύνθετο και τολμηρό τόσο ως προς τη μορφή όσο και ως προς το περιεχόμενο.

Κάθε μυθιστόρημα έχει τη δική του φωνή. «Η Λέσχη» –το πρώτο μέρος της τριλογίας πάνω στο οποίο δούλεψα τόσο για τη δραματουργία όσο και για τη σκηνοθεσία του– έχει τουλάχιστον τρεις αφηγηματικές φωνές που εναλλάσσονται ρυθμικά και εκφράζουν όλες τις αντιφατικές πλευρές της πραγματικότητας – και όχι μόνο. Οι φωνές πολλαπλασιάζονται καθώς οι ήρωες –ένα φρικτά κομματιασμένο «μπακλαβαδωτό», άνθρωποι από διαφορετικά έθνη, γένη, φύλα, φυλές και θρησκεύματα που συνωστίζονται στην Ιερουσαλήμ αναζητώντας καταφύγιο κάτω από την απειλή των χιτλερικών στρατευμάτων που ολοένα πλησιάζουν– παρουσιάζουν καθένας από τη δική του σκοπιά τα γεγονότα, προωθώντας παράλληλα τη δράση. Ετσι τα ιστορικά γεγονότα παρουσιάζονται πολυφωνικά, πολυδιάστατα και ενσωματωμένα στις ζωές των ηρώων καθώς ο πόλεμος διαδραματίζεται στο πίσω πλάνο και μόνο οι απηχήσεις του καταγράφονται στους ψυχισμούς τους και τους κραδασμούς των σχέσεων.

Αυτή η πολυδιάσπαση φωνών, καταβολών, γλωσσών, συνειδήσεων, εμπειριών, απόψεων και ιδεών είναι ιδρυτική για τη «Λέσχη»· συνιστά τη γοητεία της αλλά και τη δυσκολία της δραματουργίας και της σκηνικής πραγμάτωσής της. Καθώς οι φωνές εναλλάσσονται για να αφηγηθούν ένα γεγονός, να το σχολιάσουν, να το βάλουν στον μύλο των ιδεών ή να προκαλέσουν δραματικές συγκρούσεις γύρω από αυτό, πραγματικότητα και φαντασίωση, νατουραλισμός και λυρισμός, επικό στοιχείο και εσωτερικός παραληρηματικός μονόλογος συνυπάρχουν, πολλαπλασιάζοντας τα κάτοπτρα της πρόσληψης για τους θεατές. Πολλοί αφηγητές, πολλοί τόποι και χρόνοι δράσης, πολλές ερμηνείες της πραγματικότητας, κατακερματισμός της πλοκής με αναδρομές στο παρελθόν και με προβολές στο μέλλον μέσα από τα όνειρα των προσώπων: ιδού οι δραματουργικές και σκηνικές προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει κάθε βράδυ μια αφηγηματική κοινότητα δέκα ηθοποιών διαρκώς επί σκηνής – στη μικρή και βαριά σε ιστορία σκηνή του Υπόγειου.

Είναι η δεύτερη φορά που καταπιάνομαι με τη «Λέσχη». Η πρώτη ήταν το 2009, στο πλαίσιο του μαθήματος δραματουργίας του Σάββα Κυριακίδη στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Δουλέψαμε από κοινού με τους τριτοετείς σπουδαστές πάνω στη διασκευή και δώσαμε μια παράσταση στο τέλος της χρονιάς. Αυτήν τη φορά έθεσα ως προτεραιότητα της δραματοποίησης την απόλυτη τήρηση της δομής του μυθιστορήματος. Μου φαίνεται πολύ σημαντική η βαθμιαία αποκάλυψη της πραγματικότητας για αισθητικούς, θεατρικούς και ιδεολογικούς λόγους. Ο Τσίρκας εξάλλου φανερώνει ψηφίδα ψηφίδα την τοιχογραφία του. Ενώ όμως τηρείται απαρέγκλιτα η δομή του, θα παρεμβάλλονται με τη μορφή ενθέτων αποσπάσματα από «Τα ημερολόγια της τριλογίας» και από την αλληλογραφία του Τσίρκα που μας φέρνουν πολύ κοντά στην περιπέτεια της δημιουργίας.

Γιάννης Λεοντάρης

«Αριάγνη»: Διλήμματα και διαψεύσεις των ζωντανών νεκρών

Οι «Ακυβέρνητες πολιτείες» είναι ένα από τα κείμενα αναφοράς των φοιτητικών μου χρόνων. Σε μια εποχή όπου με πάθος προσπαθούσαμε να διαχωρίσουμε στο μυαλό μας την «καλή» από την «κακή» Αριστερά, η εσωτερική πορεία του Μάνου Σιμωνίδη, του κεντρικού ήρωα της τριλογίας, τροφοδοτούσε τα επιχειρήματα της ιδεολογικής μας φαρέτρας. Παράλληλα οι ρηξικέλευθες επιλογές του Τσίρκα στο πεδίο της αφηγηματικής τεχνικής πιστοποιούσαν στα μάτια μας την αξία του έργου.

Η πολλαπλή αφηγηματική οπτική γωνία, ο κατακερματισμένος χρόνος και πολλές άλλες νεωτερικές αφηγηματικές τεχνικές που συμβάδιζαν με το νέο κύμα της ευρωπαϊκής πεζογραφίας μας μάθαιναν ότι στον χώρο των ιδεών και της αισθητικής τα ερωτήματα είναι σημαντικότερα από τις απαντήσεις, η αμφιβολία πιο επείγουσα από τη βεβαιότητα, η πολλαπλότητα πιο ανθρώπινη από τη μονολιθικότητα.

Στην παράσταση της «Αριάγνης» δεν εκκρεμεί να αναδείξουμε τις λογοτεχνικές αρετές του κειμένου. Αλλη τέχνη και άλλη γλώσσα υπηρετούμε. Χωρίς νόημα επίσης θα ήταν η αγιοποίηση των «καλών» και η δαιμονοποίηση των «κακών» της μυθοπλασίας και της Ιστορίας. Ποια είναι άραγε σήμερα η «κακή» και ποια η «καλή» Αριστερά, όταν υπάρχει η κυβερνώσα; Επίσης πόσο δεξιός έχει γίνει πια και ο δικός μας λόγος, σήμερα που η ρητορική της ατομικής επιβίωσης και του φόβου βρίσκεται στα στόματα δεξιών και αριστερών; Μου φαίνεται λοιπόν ότι είναι ζήτημα εκτάκτου ανάγκης να εκπλαγούμε από το γεγονός ότι όσα μας απωθούν ενδεχομένως να κατοικούν μέσα μας.

Το ενδιαφέρον σε αυτό το συλλογικό εγχείρημα είναι ότι καθένας από τους τρεις εμπλεκόμενους σκηνοθέτες υποχρεούται να αναζητήσει τον πυρήνα, το φλέγον κεντρικό ζήτημα που τον αφορά προσωπικά στο έργο. Εδώ δεν υπάρχει χώρος για θεατρικό υπερθέαμα. Αλλωστε σε μια περίοδο οικονομικής ένδειας για το ελληνικό θέατρο και απαξίωσης των επαγγελμάτων του θεάτρου, τα πενιχρά μέσα αυτής της παραγωγής (μειωμένα κόστη για σκηνικά, κοστούμια και αμοιβές συντελεστών) μας οδηγούν να βουτήξουμε σχεδόν «γυμνοί» στο βάθος του επικού κειμένου του Τσίρκα με τρόπο υπερβατικό και με τα λιγότερα δυνατά υλικά μέσα. Τι πολυτιμότερο άλλωστε από τον εκλεκτό θίασο που σχηματίστηκε με συνέργεια των τριών σκηνοθετών και θα είναι κοινός και για τις τρεις παραγωγές;

Η παράσταση που θα προτείνουμε θα έχει τη δομή περφόρμανς με οδηγό έναν κονφερασιέ. Τα πρόσωπα της «Αριάγνης» φέρουν επάνω τους, ως ιεροί νεκροί, την ιστορία αλλά και την ποιητικότητα του σώματος που διαρκώς αμφιβάλλει και αντιφάσκει με τον εαυτό του. Ετσι κι αλλιώς το θέατρο συνδιαλέγεται με τους νεκρούς. Ο Ζαν Ζενέ θα ήθελε τη θεατρική σκηνή δίπλα ή και μέσα στα νεκροταφεία. Κείμενα του Ζενέ και άλλα εμβόλιμα αποσπάσματα, δάνεια ή πρωτότυπα θα ενσωματωθούν στη διασκευή του κειμένου του Τσίρκα για να διαμορφώσουν το τελικό κείμενο της παράστασης. Αυτό που μπαίνει σε πρώτο πλάνο είναι τα διλήμματα που βιώνουν τα ήδη νεκρά πρόσωπα του έργου στην ψυχή και το σώμα τους: πολιτική δράση ή καλλιτεχνική δημιουργία, ακτιβισμός ή έκφραση, συμμετοχή ή ανάλυση;

Στην παράσταση της «Αριάγνης» ο στόχος δεν είναι να επιβεβαιώσουν μέσα τους οι θεατές αυτό που ήδη γνωρίζουν ή διαισθάνονται, ότι δηλαδή η μοίρα της μεταπολεμικής Ελλάδας παίχτηκε στα ζάρια, στα σαλόνια και στις κρεβατοκάμαρες, ενώ ο μισός ενεργός πληθυσμός της χώρας πέθαινε στα βουνά και στα εκτελεστικά αποσπάσματα. Αυτά είναι γνωστά. Το ζητούμενο της παράστασης είναι η διάψευση των βεβαιοτήτων, η μετακίνηση και η ταραχή για όσα τώρα μας συμβαίνουν.

Αρης Τρουπάκης

«Νυχτερίδα»: Μια ματιά γενναιότητας και αλήθειας

Ανάμεσα στα 25 και τα 30 μου χρόνια, διαβάζοντας την τριλογία του Τσίρκα μου αποκαλύφτηκε μια σελίδα της ελληνικής ιστορίας πολύ σκοτεινή, ένα άγνωστο έως τότε υλικό που με συντάραξε. Αναρωτιόμουν πώς είναι δυνατόν να υπάρχει ένα τέτοιο ιστορικό μυθιστόρημα αφού ο Στρατής Τσίρκας βάζει δύο γίγαντες, την ιστορία και τη μυθοπλασία, να συγκατοικήσουν στο ίδιο δωμάτιο. Και έπειτα ήταν ο έρωτας και ο αισθησιασμός, ακόμη και η έννοια της σεξουαλικής διαστροφής, ένα στοιχείο που διαπνέει όλη την τριλογία – στοιχείο μαγευτικό όσο και παρήγορο αφού μέσα στον όλεθρο του πολέμου η ζωή μοιάζει να επιμένει με τρόπο αδιανόητο· όσο μεγαλώνει ο όλεθρος τόσο φουντώνει η ανάγκη για την αναζήτηση ενός εραστή ή μιας ερωμένης.

Με αυτές τις σκέψεις για τον Τσίρκα έχω περάσει και πάλι στη διαδικασία της ανάγνωσης του κειμένου που, προς το παρόν, φαντάζει στο κεφάλι μου σαν μια παρτίδα σκάκι. Σε αυτήν τη φάση –επειδή μεσολαβεί σημαντικό διάστημα μέχρι το ανέβασμα της παράστασης– η «Νυχτερίδα» με απασχολεί ως υλικό αναστοχασμού. Το έργο ολοκληρώνεται το 1957 με τους ήρωες να αναλογίζονται τι έχει συμβεί κατά την τελευταία δεκαετία. Συνειδητοποιώ ότι ο Τσίρκας δεν εμφανίζεται με καμία διάθεση εκδίκησης ή απόδοσης ευθυνών, δεν αναζητεί ενόχους, αλλά μας καλεί να κοιταχτούμε στα μάτια και να συνειδητοποιήσουμε τι πραγματικά συνέβη.

Αυτή η διαπίστωση όχι μόνο με συγκινεί, μα νομίζω πως θα ορίσει και τη ματιά μου στην παράσταση. Η γενναιότητά του να μιλήσει για όσα θεωρούσε αληθινά –και παρά τη θυελλώδη σχέση του με την Αριστερά– είναι σχεδόν υλικό ουτοπίας. Δεν θα βρει όμοιό του ο τρόπος που κοίταξε τους Ελληνες ο Στρατής Τσίρκας. Μου θυμίζει τον στίχο του Καβάφη περί «μακρινών Γραικών» – αφού και εκείνος Αιγυπτιώτης ήταν· μου δίνει μια τέτοια αίσθηση για τον πόνο και το αίμα της Ελλάδας σχεδόν θρησκευτική.0 

Ετικέτες

Documento Newsletter