Οι πρώτες καταλήψεις, τα Εξάρχεια, οι πανκ και το τελεσίγραφο του Χρυσοχοΐδη

Μικρή αναδρομή στην ιστορία των καταλήψεων στέγης στην Ελλάδα.

«Καλούνται όσοι παρανόμως έχουν καταλάβει κτίρια, δημόσια ή ιδιωτικά, να τα εκκενώσουν. Η προθεσμία για την εκκένωση είναι 15 ημέρες από τη δημοσίευση της παρούσης στον Τύπο». Με αυτή την ανακοίνωση ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης έκανε απόλυτα ξεκάθαρο ότι το επόμενο διάστημα θα πραγματοποιήσει μια συντονισμένη επιχείρηση καταστολής. Παρά τη θεαματική προσπάθεια των ΜΜΕ και της κυβέρνησης να παρουσιάσουν τις καταλήψεις ως κέντρα ανομίας και ορμητήρια επιθέσεων, η ιστορία τους είναι συνδεδεμένη με τα κοινωνικά και εργατικά κινήματα, αλλά και με την προσπάθεια συγκρότησης μιας διαφορετικής καθημερινότητας και κουλτούρας η οποία παράγει ζωντανές σχέσεις και σημαντικές πολιτισμικές αναφορές. Οι κυρίαρχες προσλήψεις γύρω από τη δράση των καταλήψεων (και η διαχρονική εχθρότητα των κρατικών φορέων απέναντί τους) φέρνουν στην επιφάνεια μια μονομερή εικόνα που έρχεται να υπηρετήσει την ακροδεξιά ατζέντα της Νέας Δημοκρατίας, το δόγμα «νόμος και τάξη», αλλά και την ικανοποίηση των ψηφοφόρων που διψούν για «κανονικότητα» μέσα στις πόλεις.

Η ιστορία των καταλήψεων είναι άρρηκτα δεμένη με την ανάδυση μιας νέας μορφής πολιτικής διεκδίκησης και κουλτούρας που ήρθε να αμφισβητήσει τα κυρίαρχα μουσικά ρεύματα, τις σχέσεις εξουσίας ανάμεσα στα δύο φύλα, τις στείρες διεκδικήσεις που σταδιακά άρχισαν να ενσωματώνονται στην κοινωνική συναίνεση και την ενιαία εθνική ταυτότητα που επιχειρήθηκε να εδραιωθεί μετά την πτώση της χούντας.

«Φθοροποιός» η ροκ μουσική

Από το 1968 και με τις επιρροές του γαλλικού Μάη μια μερίδα της νεολαίας άρχισε σταδιακά να στρέφεται σε διαφορετικές μορφές μουσικής έκφρασης και πολιτικής κουλτούρας (με επιρροές από τους χίπις και την ψυχεδέλεια), ξεφεύγοντας από τα παραδοσιακά ακούσματα και τα επικά άσματα της Αριστεράς. Η διάδοση της ροκ στην Ελλάδα δημιούργησε ένα σημαντικό ρήγμα, αφού ακόμη και δημοσιεύματα προοδευτικών εφημερίδων χαρακτήριζαν τη ροκ τάση «φθοροποιό» και «επικίνδυνη» για την ελληνική παράδοση.

Τα τελευταία χρόνια της δικτατορίας ομάδες νέων άρχιζαν να συχνάζουν στο ροκ δισκοπωλείο Pop 11 του Τάσου Φαληρέα στην οδό Σκουφά. Οι πολιτικές συναντήσεις πραγματοποιούνταν εκείνη την εποχή στις μπουάτ της Πλάκας και το επόμενο διάστημα στα Εξάρχεια. Η εγγύτητα με τις πανεπιστημιακές και τις κινηματογραφικές σχολές, τα χαμηλά ενοίκια, τα μικρά εκδοτικά εγχειρήματα έκαναν τη γειτονιά κέντρο ζυμώσεων. Πολλοί μουσικοί όπως ο Παύλος Σιδηρόπουλος και οι Σπυριδούλα, ο Δημήτρης Πουλικάκος και αργότερα ο Τζίμης Πανούσης με τις Μουσικές Ταξιαρχίες συμμετείχαν αφιλοκερδώς σε πολιτικές εκδηλώσεις και φεστιβάλ.

Οι καταλήψεις των πανεπιστημιακών σχολών στα τέλη του 1979 εναντίον του νόμου 815 έδιναν το στίγμα των κινημάτων της εποχής.

Η δεκαετία του ’80 χαρακτηρίστηκε από την έντονη καταστολή που εκφράστηκε με πολλούς τρόπους. Οι δολοφονίες δύο διαδηλωτών (της 20άχρονης εργάτριας Σταματίας Κανελλοπούλου και του 26άχρονου Κύπριου φοιτητή Νομικής Ιακώβου Κουμή) το βράδυ της 16ης Νοεμβρίου του 1980 ήταν μόνο η αρχή. H ένταση της βίας κορυφώθηκε με τη δολοφονία του Μιχάλη Καλτεζά από τον αστυνομικό Αθανάσιο Μελίστα μετά την πορεία του Πολυτεχνείου το 1985.

Οι πρώτες καταλήψεις

Στα τέλη της δεκαετίας του ’60 δεκάδες καταλήψεις στέγης άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους στις πόλεις της Ευρώπης. Στην Ιταλία, την Ολλανδία, τη Γερμανία και στο Λονδίνο η απόπειρα «επανοικειοποίησης» της καθημερινής ζωής προέταξε διαφορετικές μορφές συμβίωσης και πολιτικής διεκδίκησης. Αυτές οι προσπάθειες καρποφόρησαν μέσα στο πνεύμα του γαλλικού Μάη, ως αποτέλεσμα της πολύμορφης δράσης της ιταλικής αυτονομίας, ενώ ήρθαν και ως απάντηση στο μεγάλο στεγαστικό πρόβλημα που ταλάνιζε τις μεγάλες μητροπόλεις. Στην Ελλάδα η ισχυρή παρουσία του οικογενειακού θεσμού, η στενή σχέση με τη μικρή ιδιοκτησία και η (εν μέρει) ευνοϊκή κρατική πολιτική ήταν παράγοντες που σε πρώτη φάση λειτούργησαν ανασταλτικά για την εμφάνιση ενός μαζικού κύματος καταλήψεων.

Η πρώτη κατάληψη στέγης στην Ελλάδα θεωρείται του νεοκλασικού κτιρίου στη Βαλτετσίου 42 τον Οκτώβριο του 1981 , λίγες μέρες μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία. Λίγο καιρό μετά πραγματοποιήθηκαν άλλες δύο καταλήψεις στέγης στην Αθήνα: η Βίλλα Στέλλα στο Νέο Ηράκλειο και το Κτήμα Δρακοπούλου στα Πατήσια, ενώ ακόμη δύο εγχειρήματα εμφανίστηκαν στη Θεσσαλονίκη. Το πρώτο κύμα καταλήψεων δέχτηκε γρήγορα την απάντηση της καταστολής.

Τον Νοέμβριο του 1985 γεννήθηκε νέο μεγάλο κύμα καταλήψεων στέγης (Χαριλάου Τρικούπη 91 στην Αθήνα και λεωφόρος Νίκη 39 στη Θεσσαλονίκη) το οποίο συνεχίστηκε το 1987 με την κατάληψη του Φωτεινίου (Αθήνα) και την Αρμενοπούλου 10 (Θεσσαλονίκη). Το 1988 ξεκίνησε η μακροβιότερη κατάληψη στέγης στην Ελλάδα, η Λέλας Καραγιάννη 37, και εν συνεχεία η Πάτμου & Καραβία. Τον Οκτώβριο του 1989 εμφανίστηκαν δύο νέες καταλήψεις στέγης (η Villa Αmalia και η Κεραμεικού & Μυλλέρου), ενώ τον Μάρτιο του 1990 έκανε την εμφάνισή του το Αυτοδιαχειριζόμενο Στέκι Περιστερίου. Το επόμενο διάστημα γεννήθηκαν καταλήψεις στο Ηράκλειο, στα Χανιά (Rosa Nera), στην Πάτρα (Μαραγκοπούλειο, κατάληψη Παραρτήματος), στον Βόλο (κατάληψη Ματσάγγου), στα Γιάννενα, στο Αγρίνιο κ.α.

Στην Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ νομοθετικό πλαίσιο που να κατοχυρώνει δικαιώματα για τις καταλήψεις στέγης, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει σε χώρες της δυτικής Ευρώπης. Οι καταληψίες δεν μπήκαν σε διαπραγμάτευση με τους θεσμούς, καθώς το πρόταγμά τους δεν είναι απλώς η εύρεση στέγης, αλλά η διαφορετική οργάνωση της καθημερινής ζωής. Οι καταλήψεις ακόμη και σήμερα στεγάζουν βιβλιοθήκες και καφενεία, διοργανώνουν συζητήσεις, προβολές, συναυλίες και πολύμορφες εκδηλώσεις. Οι διεκδικήσεις τους προτάσσουν τη δράση και την αυτοοργάνωση και απλώνονται σε τομείς που δεν είχαν απασχολήσει μέχρι πρόσφατα τα κόμματα της Αριστεράς, όπως η σεξουαλικότητα, το φύλο, οι σχέσεις εξουσίας, οι φυλακές, η οικογένεια και η τεχνολογία.

Αυτές τις μέρες οι καταλήψεις βρίσκονται ξανά υπό την απειλή της καταστολής και της εκκένωσης. Οπως αναφέρει η ανακοίνωση της Κατάληψης Φάμπρικα Υφανέτ στη Θεσσαλονίκη: «Δεν πάμε πουθενά. Οχι γιατί κρύβουμε κάποιο στρατό που θα ανακόψει τις ορδές μπάτσων που ίσως εμφανιστούν κάποιο πρωί. Αλλά γιατί μέσα στα ντουβάρια χτίσαμε σχέσεις και σχέση σημαίνει συνάντηση. Και γι’ αυτό, αργήσατε. Βρήκαμε η μία τον άλλο. Αγαπήσαμε, μισήσαμε, δημιουργήσαμε, συγκρουστήκαμε, ποτίσαμε τους τοίχους και τους δρόμους με τη λύπη και την οργή μας. Αργήσατε, αργήσατε πάρα πολύ. Συναντηθήκαμε ήδη».

Οι πανκ και η Villa Amalia

Η κατάληψη Villa Amalia ξεκίνησε από μια ομάδα πανκ των Εξαρχείων και καθόρισε τη μουσική υποκουλτούρα της εποχής φιλοξενώντας εκατοντάδες συναυλίες. Κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της δέχτηκε πολλές απόπειρες καταστολής και φασιστικές επιθέσεις. Αποτέλεσε έναν χώρο συλλογικής διαβίωσης και συμμετοχής σε πολύμορφα κινήματα. Αρχικά στεγάστηκε σε ένα εγκαταλειμμένο νεοκλασικό κτίριο ιδιοκτησίας Ιδρύματος Ωνάση (λεωφόρος Αμαλίας 56) και στη συνέχεια στο επίσης εγκαταλειμμένο νεοκλασικό κτίριο της γωνίας Αχαρνών και Χέυδεν.

Λειτούργησε ως σημείο αναφοράς για την εξάπλωση της πανκ μουσικής στην Ελλάδα, ωστόσο στην πορεία άνοιξε τις πόρτες της και σε συγκροτήματα άλλων μουσικών ειδών. Τα γκρουπ συνεργάζονταν στη διεκπεραίωση των εκδηλώσεων και πολεμούσαν τον διαχωρισμό ανάμεσα σε καλλιτέχνες, διοργανωτές και κοινό. Τα εγχώρια πανκ συγκροτήματα συνήθως αυτοχρηματοδοτούσαν τις μουσικές τους κυκλοφορίες ή συνεργάζονταν με ανεξάρτητες δισκογραφικές εταιρείες. Στα τέλη των 80s παρατηρήθηκε άνθηση της αυτοοργάνωσης στη μουσική η οποία αποδόθηκε με τον όρο DIY (Do it Yourself) και πρότεινε την αυτονόμηση από τη μουσική βιομηχανία και τη δημιουργία αυτοδιαχειριζόμενων συναυλιακών χώρων. Η αυτοοργανωμένη μουσική σκηνή αντιλαμβανόταν την πνευματική ιδιοκτησία στα έργα τέχνης ως πνευματική κλοπή που τα διαχώριζε από το μουσικό βίωμα. Μετά τις μαθητικές κινητοποιήσεις του 1990 η Villa ξεκίνησε έναν κύκλο αντιμαθημάτων στους χώρους της, στέγασε στούντιο φωτογραφίας και διοργάνωσε πολλές εκδηλώσεις σε δημόσιους χώρους. Οι πόρτες της βίλας έκλεισαν όταν τον Δεκέμβριο του 2012 η αστυνομία εισέβαλε στο πλαίσιο συντονισμένης εκστρατείας εναντίον των καταλήψεων, ενώ μεγάλο κύμα αλληλεγγύης ξέσπασε σε όλη την Ελλάδα.

INFO

Πηγές: «Σταμάτα να μιλάς για θάνατο μωρό μου», Νίκος Σούζας, Εκδόσεις Ναυτίλος, 2015. Εφημερίδα δρόμου «Απατρις», φύλλο 21, Απρίλιος 2013

Οι φωτογραφίες, εκτός εκείνης με τον Νικόλα Ασιμο στην κατάληψη Βαλτετσίου, προέρχονται από το βιβλίο «Είμαστε τρελοί κι ευτυχισμένοι» του Γιώργου Νικολαΐδη, Εκδόσεις Στο Περιθώριο   

Ετικέτες