Κάθε καινούργιο νομοθέτημα ή νέα διάταξη, που τροποποιεί ισχύον δίκαιο, υπόκειται σε κριτική. Ευλόγως. Αυτονόητες προϋποθέσεις για τη γόνιμη κριτική νοούνται: Πρώτον, η αφετηρία της κριτικής προσέγγισης να είναι αντικειμενική. Γνώμη, που θεμελιώνεται στην ιδιότητα του κρίνοντος ως «επαΐοντος», προδίδει υποκειμενισμό, και είναι εγωτική – αλλά και άκομψη. Δεύτερον, η κριτική θα πρέπει να είναι καλόπιστη και συγκεκριμένη. Επιλεκτική αναφορά σε τμήμα μόνον μιας διάταξης, και όχι σε όλο το περιεχόμενό της, καθιστά την κριτική αμφίβολης καλοπιστίας. Τρίτον, η κριτική θα πρέπει να είναι ειλικρινής και απαλλαγμένη από ατομικά κίνητρα. Εδώ δεν χωρεί καμμία «έκπτωση». Κριτική, που υποκινείται ή εξαρτάται από υπαρκτό συμφέρον, το οποίο (όλως τυχαίως) δεν δηλώνεται στο πλαίσιο της κριτικής, δεν είναι ειλικρινής, είναι στρατευμένη: αποσκοπεί να ικανοποιήσει αυτό ακριβώς, το μη δηλούμενο, το άρρητο ατομικό συμφέρον.
Τα ανωτέρω ισχύουν και για τις διατάξεις του νομοσχεδίου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, που βρέθηκε από τις 28.11.2023 και για έναν μήνα σε δημόσια διαβούλευση και αφορά, μεταξύ άλλων, αλλαγές στον ποινικό κώδικα (ν. 4619/2019) και στον κώδικα ποινικής δικονομίας (ν. 4620/2019). Είναι αυτές οι αλλαγές, που συγκέντρωσαν ήδη στις 9.12.2023 τις πρώτες και αιχμηρές επικρίσεις των ομότιμων καθηγητών της Νομικής Σχολής Αθηνών, κ.κ. Ιω. Γιαννίδη και Ηλ. Αναγνωστόπουλου, μέσω της εφημερίδας «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ». Η εφημερίδα δεν αποτελεί, ασφαλώς, Ειδικό Τύπο: απευθύνεται στο ευρύτερο, μη ειδικό αναγνωστικό κοινό και εξ ορισμού δεν προσφέρει το κατάλληλο βήμα για ανταλλαγή γνησίως επιστημονικών απόψεων. Στον βαθμό, όμως, που επιτρέπει την άσκηση κριτικής και λόγου, δικαιολογεί και επιτάσσει μάλλον την διατύπωση του αντίλογου, πάντοτε βεβαίως με τις εκτιθέμενες εισαγωγικώς προδιαγραφές.
Το υποβληθέν σε διαβούλευση νομοσχέδιο αποσκοπεί, σύμφωνα με το άρθρο 1, σε πολύ «συγκεκριμένες» παρεμβάσεις (sic) επί των κωδίκων των ν. 4619/2019 και 4620/2019. Ως στόχοι του νομοσχεδίου διακηρύσσονται – με αναπάντεχα λιτή και συγκρατημένη για νομοθέτη διατύπωση – η επιτάχυνση και η ποιοτική αναβάθμιση της ποινικής δίκης ώστε αυτή να καταστεί πιο ουσιαστική, αποτελεσματική και άμεση, αλλά και η ενίσχυση της εγκληματοπροληπτικής λειτουργίας της ποινής μέσω αφενός της αύξησης του ανωτάτου ορίου ποινής της κάθειρξης, και μάλιστα σε εγκλήματα μείζονος ποινικής απαξίας, όπως ο εμπρησμός δάσους, αφετέρου της θέσπισης αυστηρότερων προϋποθέσεων αναστολής της ποινής. Περαιτέρω νομοθετικό στόχο αποτελεί, σύμφωνα με το άρθρο 2, η διασφάλιση της ποινικής δικαιοσύνης από πρόσωπα, που απασχολούν άσκοπα τα δικαστικά όργανα, κάνοντας χρήση των δικαιωμάτων τους με καταχρηστικό-παρελκυστικό τρόπο, επιβραδύνοντας έτσι την ταχύτητα απονομής δικαιοσύνης.
Τέλος, το νομοσχέδιο επιδιώκει τον πολλαπλασιασμό των ποινικών υποθέσεων, που θα εκδικάζονται, μέσω της αποδέσμευσης δικαστών από τις πολυμελείς συνθέσεις, οι οποίες καταργούνται σε μεγάλο βαθμό, και της μεταφοράς κατηγοριών υποθέσεων σε ολιγομελείς-μονομελείς συνθέσεις.
Εκ πρώτης ανάγνωσης γίνεται λοιπόν σαφές, πως ούτε η πλήρης αντικατάσταση ούτε πολλώ μάλλον η απονέκρωση των νομοθετημάτων, τα οποία συνιστούσαν κατά τους επικριτές του «σχεδόν ευρωπαϊκή νομοθεσία» κατά τον χρόνο υιοθέτησής τους (ενν.: 2019), συγκαταλέγεται στους σκοπούς του υπουργείου – αν και κάτι τέτοιο θα δικαιολογείτο αδίστακτα στο πλαίσιο μιας νεώτερης νομοθετικής πρωτοβουλίας, εμφορούμενης από άκρατο λαϊκισμό. Διότι είναι πλέον γνωστό σε όλους, ότι κατά το διαδραμόν από την θέσπισή τους διάστημα μέχρι σήμερα οι νέοι κώδικες, Π.Κ. και Κ.Π.Δ., οδήγησαν στην παραγραφή σωρείας υποθέσεων διαφθοράς στο δημόσιο.
Κατ’ αποτέλεσμα, οι νέοι κώδικες χαρακτηρίζονται δικαιολογημένα, και μάλιστα από δικαστές όλων των βαθμίδων, είτε ως ανεπιτυχείς είτε ως «Αθωοδικείο». Το στοιχείο αυτό, διόλου τιμητικό ασφαλώς για όσους συνέπραξαν στη νομοπαρασκευαστική επιτροπή για την αντικατάστασή τους, δεν μνημονεύεται στην κριτική που ασκείται – και γιατί, άλλωστε.
Αντιθέτως η κριτική βάλλει, σε σχέση με τις αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα, κατά της επιδιωκόμενης αύξησης της ανώτατης ποινής κάθειρξης και αυστηροποίησης των προϋποθέσεων, υπό τις οποίες θα χορηγείται πλέον αναστολή της ποινής. Οι επικριτές καταμαρτυρούν στο αρμόδιο Υπουργείο συμβολική επίδειξη κρατικής πυγμής, αλλά και παραμέληση της υποχρέωσης για τη διαμόρφωση κατάλληλων συνθηκών κράτησης, καθώς και για την επιτήρηση όσων απολύονται υφ’ όρους. Προεξοφλούν, μάλιστα, την αποτυχία της επανεντακτικής λειτουργίας των (νέων) ποινών, ενώ χαρακτηρίζουν τους νομοθετικούς σκοπούς «περιθωριακούς και αδιέξοδους».
Πέραν του αφοριστικού χαρακτήρα της κριτικής, αυτή ελέγχεται ως αόριστη και γενική, πρωτίστως όμως ως εκφερόμενη αναρμοδίως. Κατ’ αρχάς δεν τίθεται ζήτημα κρατικής πυγμής σε ό,τι αφορά τη νομοθέτηση ποινών. Η απόφαση προς νομοθέτηση εξισώνεται κατ’ ουσίαν εδώ με την άσκηση «υπερβολικής» εξουσίας, εν είδει κρατικής «ρεβάνς», περίπου στα όρια των δημοκρατικών αντοχών. Ανεξαρτήτως των αδικαιολόγητων συνειρμών, που γεννώνται αυτόθροα, οι επικριτές δεν αναφέρουν σε τί ακριβώς αναγκάζεται να αντιδράσει η κρατική εξουσία, και μάλιστα επιδεικτικά, με «συμβολικό τρόπο».
Είναι, εξάλλου, σαφές πως η ουσία του ζητήματος άπτεται κυρίως της επιστήμης της εγκληματολογίας, και λιγότερο εκείνης του ποινικού δικαίου, στην έδρα του οποίου υπηρέτησαν οι επικριτές. Ενώ, περαιτέρω, και σε ό,τι αφορά την άντληση εμπειρικών δεδομένων ιδίως κατά το διάστημα που ακολούθησε το νέο ποινικό κώδικα του 2019, ως προϋπόθεσης για την άσκηση ή χάραξη μιας νέας αντεγκληματικής-επανεντακτικής πολιτικής, αποκλειστικώς αρμόδιο είναι το Υπουργείο Δικαιοσύνης.
Στις υπηρεσίες του (υπουργείου) προσάπτεται, επίσης, άγνοια για τα ποινικά συστήματα των ευρωπαϊκών χωρών – τούτο υπό την έννοια της παράλειψης μελέτης των εκεί ακολουθούμενων ποινολογίων. Ενώ είναι γνωστό πως τέτοια υποχρέωση εναρμόνισης δεν υφίσταται στο ζήτημα των ποινών, υπό οιονδήποτε τρόπο και ένταση κι αν προσεγγίσουμε τον ενιαίο ευρωπαϊκό χώρο – τουλάχιστον όχι ακόμη. Αντιθέτως, είναι πρόδηλη η υποχρέωση της ηγεσίας του αρμοδίου υπουργείου να τροποποιήσει τις περί ποινών διατάξεις, όταν και αφού διαπιστώσει την ανάγκη προσαρμογής της Πολιτείας στα νέα εγκληματικά δεδομένα, όπως αυτά προκύπτουν από τις επίκαιρες, πραγματικές κοινωνικές συνθήκες.
Το αντίθετο θα συνιστούσε βαρεία παράλειψη, πράγματι. Τέλος, οι προβλέψεις των επικριτών, ότι η Πολιτεία θα αναγκασθεί να απολύσει οριζοντίως τους μέλλοντες να εκτίσουν βραχείες ποινές καταδικασθέντες λόγω του υπερπληθυσμού στις φυλακές, και περαιτέρω ότι οι αυστηρότερες ποινές θα οδηγήσουν πολλούς εκ των καταδικασθέντων στις εξώτερες στιβάδες της νομιμότητας, είναι υποθετικές και απολύτως επισφαλείς.
Αφενός διότι παραγνωρίζουν τη βασική θεώρηση της εγκληματολογίας, κατά την οποία η απόφαση για την οριστική εγκατάλειψη ή μη της νομιμότητας από τον καταδικασθέντα είναι πολυπαραγοντική. Αφετέρου διότι το ζήτημα της ασφυκτικής κατάστασης στις φυλακές δεν καθορίζει, από δικαιοπολιτικής άποψης, το ζήτημα της θέσπισης αυστηρότερων κυρώσεων, προς το οποίο άλλωστε δεν τελεί σε κάποια συνάφεια εξ αντικειμένου. Και, τρίτον, διότι επιλέγουν να μη λάβουν υπόψη τους πραγματικά δεδομένα, όπως η κατασκευή νέων σωφρονιστικών καταστημάτων, που βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη.
Σε ό,τι αφορά τις στοχευμένες παρεμβάσεις δικονομικής φύσης, πυρά συγκεντρώνει η προτεινόμενη με το άρθρο 63 προσθήκη διάταξης στο άρθρο 215 του οικείου κώδικα. Οι επικριτές κάνουν λόγο για απελευθέρωση των αστυνομικών από την υποχρέωση μαρτυρίας στο ακροατήριο, η οποία, πέραν του ότι είναι διεθνώς πρωτοφανής, είναι και ευθέως αντίθετη στην ΕΣΔΑ. Το πρώτο σκέλος της κριτικής ενέχει αοριστία. Επιπροσθέτως προσεγγίζει την εγχώρια νομοθετική παραγωγή ως μη δυνάμενη – ή μη δικαιούμενη, άραγε; – να ενεργεί αυτοβούλως. Πάντως, οι διεθνείς, και υποθετικώς αντίθετες εξελίξεις, που πρέπει να αντιγράψουμε ή να ακολουθήσουμε πιστά, δεν κατονομάζονται.
Κατά το δεύτερο σκέλος της η κριτική είναι άστοχη, διότι αγνοεί συνειδητά την δικαστηριακή και δικονομική πρακτική. Παραγνωρίζει ότι οι αστυνομικοί και λοιποί προανακριτικοί υπάλληλοι καλούντο με τα έως τώρα δεδομένα να καταθέσουν ως μάρτυρες στο ακροατήριο πολλά έτη μετά την κατάθεσή τους στην προδικασία και σε υποθέσεις, που αναβάλλοντο επανειλημμένα (και εσκεμμένα).
Αμφιβάλλει κάποιος σοβαρά ότι η εξασθένηση της μνήμης ενός αστυνομικού είναι φυσική απόρροια της παρόδου του χρόνου και μάλιστα, όταν το όργανο αντιμετωπίζει δεκάδες συμβάντα ανά ημέρα; Αμφισβητείται, μήπως, ότι η έγγραφη κατάθεση, στην προδικασία, δηλαδή χρονικώς εγγύτατα προς τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, και η οποία περιλαμβάνεται στη δικογραφία, είναι σαφώς πιο αξιόπιστη από τη μνήμη και κατάθεση του αστυνομικού χρόνια αργότερα στο ακροατήριο; Το πραγματικό αυτό γεγονός αντιμετωπίζει επιτυχώς η προτεινόμενη ρύθμιση.
Πέραν αυτού, και από άλλης άποψης, λειτουργικής, ωφελεί ελάχιστα η χορήγηση κατ’ επανάληψη άδειας σε αστυνομικούς ώστε να καταθέσουν στο ακροατήριο, καθώς έτσι αποδυναμώνεται το κύριο έργο τους, που συνιστά τον πυρήνα της εσωτερικής τάξης. Κυρίως, όμως, πρέπει να ειπωθεί ότι η διατυπωθείσα κριτική δεν είναι καλόπιστη. Πρώτον, διότι ουδεμία αντίθεση προς την ΕΣΔΑ ή τα πρόσθετα πρωτόκολλα υφίσταται. Ήδη ο ισχύων, «σχεδόν ευρωπαϊκός» κατά τους επικριτές, κώδικας προέβλεπε κι άλλες εξαιρέσεις από τη γενική κατ’ άρθρο 209 υποχρέωση μαρτυρίας.
Και δεύτερον, διότι οι επικριτές παραλείπουν να αναφέρουν το υπόλοιπο τμήμα της προτεινόμενης από το υπουργείο ρύθμισης, στο ίδιο ακριβώς άρθρο (63), κατά την οποία το δικαστήριο μπορεί κατ’ εξαίρεση να διατάξει την κλήτευση των προανακριτικών υπαλλήλων στο ακροατήριο, αν κρίνει αναγκαία την εξέτασή τους για τη διάγνωση της αλήθειας.
Η κριτική επεκτείνεται στις ρυθμίσεις (προτεινόμενα άρθρα 59-61), που αφορούν τη δημιουργία μεγάλου αριθμού νέων συνθέσεων δικαστηρίων, ολιγομελών ή μονομελών, δια της περικοπής του αριθμού των δικαστών, που συγκροτούν έως σήμερα τις πολυμελείς συνθέσεις. Είναι, όμως, γνωστό ότι υποχρέωση για τη μελέτη της δικογραφίας στις πολυμελείς ποινικές συνθέσεις έχει μόνον ο πρόεδρος του δικαστηρίου, ο οποίος θα συντάξει και την μέλλουσα να εκδοθεί απόφαση, όχι οι σύνεδροι – στα κακουργήματα πρόκειται για δύο ή τέσσερις συνέδρους, αντιστοίχως στις τριμελείς ή πενταμελείς συνθέσεις. Αποδεσμευόμενοι οι δικαστές σύνεδροι από τις πολυμελείς συνθέσεις αναλαμβάνουν πλέον το έργο να προεδρεύουν, και συνεπώς και να εκδίδουν απόφαση. Το όφελος είναι προφανέστατο, ακόμη και για τον πλέον κακόπιστο.
Η επιτάχυνση της ποινικής δίκης προεξοφλείται. Η λογική θα επέτασσε την υποστήριξη των ρυθμίσεων. Παρά ταύτα κατακεραυνώνονται με το σκεπτικό, ότι θα οδηγήσουν σε συμφόρηση («μποτιλιάρισμα») των ακροατηρίων σε συνδυασμό με την παράκαμψη των δικαστικών συμβουλίων, που δεν θα λειτουργούν πλέον ως φίλτρο για τις υποθέσεις, σε πτώση της ποιότητας απονομής δικαιοσύνης και σε υπόσκαψη της νομιμοποιητικής βάσης των αποφάσεων, τελικώς δε σε αμφισβήτηση της διαφάνειας και ακεραιότητας της δικαστικής κρίσης.
Δεν έμεινε κάτι όρθιο. Και τούτο, διότι αποκαλύπτεται πλέον πως ο βασικός προβληματισμός των επικριτών δεν είναι η αγωνία μήπως και δεν αποδώσουν τα αναμενόμενα οι ρυθμίσεις, αλλά η πιθανότητα να μην αθωώνονται – εξίσου συχνά με το παρελθόν, άραγε; – οι κατηγορούμενοι. Αυτός είναι και ο λόγος για την έντονη δυσπιστία, που διατυπώνουν σε σχέση με τις μονομελείς συνθέσεις. Διότι, αλλιώς, ποια ακριβώς είναι αυτά τα «βαριά εγγενή ελαττώματα της μονοπρόσωπης κρίσης»; Για ποιον ακριβώς λόγο οι εγγυήσεις ορθοκρισίας για τον κατηγορούμενο είναι αυξημένες στις πολυμελείς συνθέσεις; Μήπως εδώ ισχύει κατ’ εξαίρεση η αρχή «εν τω πολλώ το ευ!»; Οι επικριτές, έως πρόσφατα εν ενεργεία καθηγητές Νομικής και ήδη ομότιμοι, διήνυσαν δεκαετίες εκπροσωπώντας κατηγορουμένους στα ακροατήρια της ελληνικής επικράτειας. Το ίδιο πράττουν και σήμερα, ασκώντας ασφαλώς δικαίωμα, που τους παρέχεται από το νόμο. Θα ήταν δείγμα συνέπειας να δηλώσουν, έστω παρεμπιπτόντως, ότι οι επικρίσεις τους συνδέονται άρρηκτα, εάν όχι αποκλειστικά, με την από εκείνους άσκηση μιας υπερδραστήριας δικηγορίας. Να δηλώσουν ότι η παράκαμψη των δικαστικών συμβουλίων μειώνει την δικηγορική ύλη, κι επιταχύνει τον χρόνο εκδίκασης της υπόθεσης, στοιχείο, όμως, που δεν ωφελεί (συνήθως) τον κατηγορούμενο που έχει προφανές συμφέρον στην παραγραφή και στην εξ αυτής παύση της ποινικής δίωξης. Είναι μη ειλικρινής η κριτική, διότι αποσιωπούνται τα κίνητρα, που την υπαγορεύουν. Αυτή είναι, πράγματι, μια ενεργός «υδραυλική σχέση».
Αμηχανία προδίδει, τέλος, αφενός η διατύπωση ελπίδας ώστε το Υπουργείο Δικαιοσύνης να κατονομάσει τον «αόρατο νομοθέτη», τον εμπνευστή των προτεινόμενων ρυθμίσεων, αφετέρου η κριτική στη μη σύσταση νομοπαρασκευαστικής επιτροπής: Ο αόρατος νομοθέτης είναι οι υπηρεσίες του υπουργείου, επαρκώς στελεχωμένες από έμπειρα και εξειδικευμένα στελέχη, που εκπληρώνουν αποτελεσματικά το νομοπαρασκευαστικό έργο. Από την άλλη πλευρά, η πολυετής και δυσμενής εμπειρία, που αποκόμισε η Πολιτεία από την τελευταία νομοπαρασκευαστική επιτροπή για τους κώδικες του 2019, θα ώφειλε να αποτελέσει «οδηγό για το μέλλον» – αποτρεπτικό μάλλον. Το γεγονός ότι ο Υπουργός Δικαιοσύνης συνέστησε στο παρελθόν τέτοια επιτροπή, συνιστούσε απλή επιλογή και ευχέρεια. Τέτοια ακριβώς: ευχέρεια διατηρεί έως την ψήφιση των διατάξεων για τυχόν βελτιωτικές κινήσεις.
Ο Χρήστος Πουλάκος, Dr. jur. (Regensburg), LL.M. είναι Πάρεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους