Οι πολιτικές προεκτάσεις ενός φεστιβάλ για την Ελλάδα

Είναι σχεδόν νομοτέλεια: Τα μαζικά κινήματα έχουν τόσο μεγαλύτερη επιτυχία, όσο περισσότερο καταλαμβάνουν τον δημόσιο χώρο. Αυτός είναι που τους επιτρέπει να αναπνεύσουν και να αναπτυχθούν ελεύθερα. Οι μαγαζάτορες στο κέντρο της Αθήνας έχουν δίκιο, όταν διαμαρτύρονται για τις συνεχείς διαδηλώσεις έξω από τα μαγαζιά τους.

Όχι μόνο επειδή αυτές τους καταστρέφουν τη δουλειά τους εμποδίζοντας την προσέλευση της πελατείας την ώρα των διαδηλώσεων. Αλλά και επειδή ακυρώνουν τη γενικότερη ιδιοκτησία τους στο δημόσιο χώρο, ως το «φυσικό» προαύλιο των καταστημάτων τους.  

Η διαμάχη γι αυτό τον χώρο έχει προφανώς χαρακτήρα αντινομίας  – ή ο ένας, ή ο άλλος. Με αντιμαχόμενους, αφενός, την αγορά των εμπόρων, και αφετέρου, την αγορά του δήμου: τις πορείες, τις συγκεντρώσεις, τις συζητήσεις της. Το κορυφαίο παράδειγμα της τελευταίας ήταν οι συνάξεις στην πλατεία Συντάγματος μεταξύ Μαΐου και Ιουνίου του 2011. Η πλατεία και οι περιβάλλοντες δρόμοι είχαν μετατραπεί σε αγορά του δήμου νέου τύπου, που αμφισβητούσαν κάθε εμπορική χρήση. Ο δημόσιος χώρος είχε ανακτήσει την αυθεντική του σημασία ως μέσο συνάντησης και επικοινωνίας με στόχο την αποτροπή του μεγάλου κακού: των μνημονίων και των συνεπειών τους.

Οι συγκεντρώσεις αυτές ήταν κατά τα άλλα η καλύτερη αναίρεση της ιδεοληψίας περί απρόσκοπτης συνέχισης του πελατειακού καθεστώτος στην Ελλάδα, που υποστηρίζουν ορισμένοι κοινωνιολόγοι, όπως ο Νίκος Μουζέλης, ή ο πρώην πρόεδρος της Τράπεζας της Ελλάδας Γιώργος Προβόπουλος. Το Σύνταγμα έγινε το επίκεντρο τόσο των ταξικών αγώνων, όσο και εκείνων της κοινωνίας των πολιτών, που αναδείχθηκε ξαφνικά σε σπουδαίο παράγοντα των πολιτικών εξελίξεων. Υπό αυτό το πρίσμα, το Σύνταγμα λειτούργησε για ένα διάστημα και ως τάφος των πελατειακών σχέσεων – τουλάχιστον στον δημόσιο τομέα.

58 ώρες αμοντάριστο υλικό

Τους αγώνες αυτούς τους έχει βιντεοσκοπήσει, σε ένα μικρό στο μέγεθος, αλλά μνημειακό στην ιδέα έργο, ο Ζαφείρης Χαϊτίδης. «100 + Playlists/2000 + Videos / 3000 + Minutes» είναι η τεχνική ταυτότητα του έργου του. 58 ώρες αμοντάριστο υλικό, που καλύπτει εκατοντάδες γεγονότα γύρω από την κρίση και το προσφυγικό στο διάστημα 2011-2016 – με κεντρικό σημείο αναφοράς την πλατεία Συντάγματος. Η παρουσίαση του στο τετραήμερο φεστιβάλ Hellas Film Box, που έληξε την Κυριακή, ήταν από τις κορυφαίες στιγμές της διοργάνωσης. Ταυτόχρονα άλλαξε μορφή: Από έργο ενός «μοναχικού καβαλάρη», το «Greek Chronicle Project», όπως λέγεται στα αγγλικά το χρονικό, μετατράπηκε σε συλλογική πλατφόρμα (www.greekchroniclearchive.com) ανοίγοντας τις πύλες του σε όλους τους ερασιτέχνες, ή επαγγελματίες ντοκιμαντερίστες. Αν η δικτύωση επιτύχει, η εικόνα της πολύχρονης κρίσης θα πάρει τη μορφή πανοράματος.

Διαχρονική σχέση αγάπης-μίσους

Αυτό και μόνο δείχνει, πόσο πολιτικό είναι το βερολινέζικο φεστιβάλ. Το ίδιο αφορά και τις ταινίες. «Το σινεμά είναι εξ αντικειμένου πολιτικό, επειδή επηρεάζει τα κοινά, όχι τα συμφέροντα, όπως η πολιτική, αλλά τις αισθήσεις και τις σκέψεις των ανθρώπων» είπε μια ομιλήτρια. Αυτό φάνηκε και σε ένα φαινομενικά απολιτικό ντοκιμαντέρ μικρού μήκους, το «Βλαδιβοστόκ» του Μάριου Ιωάννου Ελία, μια μουσική αναπαράσταση των εικόνων και ήχων της ομώνυμης πόλης. Καθαρά πολιτικό ήταν αντίθετα ο «Διάλογος του Βερολίνου», ένα σημαντικό ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους του Νίκου Λυγγούρη για τη διαχρονική σχέση αγάπης-μίσους μεταξύ Γερμανών και Ελλήνων, που παρά την αυξανόμενη απήχησή του στο κοινό οι κριτικοί κινηματογράφου στην Ελλάδα συνεχίζουν να αγνοούν επιδεικτικά.

Διαχρονική σχέση αγάπης-μίσους

Αυτό και μόνο δείχνει, πόσο πολιτικό είναι το βερολινέζικο φεστιβάλ. Το ίδιο αφορά και τις ταινίες. «Το σινεμά είναι εξ αντικειμένου πολιτικό, επειδή επηρεάζει τα κοινά, όχι τα συμφέροντα, όπως η πολιτική, αλλά τις αισθήσεις και τις σκέψεις των ανθρώπων» είπε μια ομιλήτρια. Αυτό φάνηκε και σε ένα φαινομενικά απολιτικό ντοκιμαντέρ μικρού μήκους, το «Βλαδιβοστόκ» του Μάριου Ιωάννου Ελία, μια μουσική αναπαράσταση των εικόνων και ήχων της ομώνυμης πόλης. Καθαρά πολιτικό ήταν αντίθετα ο «Διάλογος του Βερολίνου», ένα σημαντικό ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους του Νίκου Λυγγούρη για τη διαχρονική σχέση αγάπης-μίσους μεταξύ Γερμανών και Ελλήνων, που παρά την αυξανόμενη απήχησή του στο κοινό οι κριτικοί κινηματογράφου στην Ελλάδα συνεχίζουν να αγνοούν επιδεικτικά.

Το Hellas Film Box 2018 δεν περιορίστηκε σε ταινίες, αλλά επέκτεινε το ρεπερτόριό του στη μουσική και τα εικαστικά. Η συμμετοχή καλλιτεχνών ήταν και στα δυο είδη εντυπωσιακή. Στη μουσική, τα συγκροτήματα Gadjo Dilo (swing) και Human Touch (Etnho-Jazz), ο τραγουδοποιός Κόνσταντιν Βέκερ και ο συνθέτης The Boy (Αλέξανδρος Βούλγαρης), στα εικαστικά, μεταξύ άλλων, ο Αλέξανδρος ντι Βάζος με πίνακες γεμάτους πυρηνική ενέργεια, ο Χρίστος Μπουρονίκος με μια εγκατάσταση για τη μετανάστευση καθώς και ο Σήφης Λυκάκης με μια εγκατάσταση-σοκ: δύο υπερμεγέθεις άσπρες σφαίρες, πάνω στις οποίες προβάλλονται οι κόρες ματιών. Δυο γυναικεία χείλη ανάμεσά τους, που παράγουν φούσκες από τσίχλα, κάνουν την εικόνα ακόμα πιο σουρεαλιστική.

Παρόλο που έχει ηλικία μόλις τριών ετών, το φεστιβάλ κατάφερε να μεταμορφωθεί σχεδόν πλήρως. «Τον πρώτο χρόνο επιχειρούσαμε να βρούμε επαφή με τους γερμανούς ομοτέχνους μας, τώρα είμαστε πλέον ένα σώμα και μια ψυχή, καλλιτέχνες κάθε είδους που βρίσκονται σε συνεχή διάλογο» λέει ο εκ των διοργανωτών του Αστέρης Κούτουλας. Σε αυτό βοήθησε και η μεταφορά του χώρου διοργάνωσης από τον κινηματογράφο Babylon, που είναι κατάλληλος μόνο για ταινίες, στο κτίριο Urban Spree, που προσφέρει δυνατότητες για την ταυτόχρονη διεξαγωγή διάφορων καλλιτεχνικών διοργανώσεων.

«Φεστιβάλ Νίκου Κοτζιά»

Το κυριότερο είναι όμως, ότι απέβαλε μια σοβαρή «παιδική» του ασθένεια – την εργαλειοποίησή του από τους πολιτικούς. Το Hellas Film Box 2016 ήταν ένα «φεστιβάλ Νίκου Κοτζιά»: Η συνέντευξη Τύπου γι αυτό στην Αθήνα έγινε στο κτίριο του υπουργείου Εξωτερικών, όπου ο υπουργός ανέλαβε να εξηγήσει στους εμβρόντητους κινηματογραφιστές τι εστί τέχνη, ενώ στον «διάλογο» που έκανε στο Βερολίνο για τις ελληνογερμανικές σχέσεις με γερμανίδα δημοσιογράφο, δεν άφηνε την τελευταία να τελειώνει καν τις ερωτήσεις της.

Η εργαλειοποίηση έχει πάψει και από δεύτερη άποψη: Τα «εκθέματα» (φιλμ, μουσική, πίνακες) δεν χρησιμοποιούνται πλέον ως μέσο της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής για την επιτυχία ενός «καλού» σκοπού – ως πολιτιστικό αντίβαρο στη μακρόχρονη καμπάνια κατά της Ελλάδας των περισσότερων γερμανικών μέσων ενημέρωσης και για τον διαφωτισμό του γερμανικού κοινού από πρώτο χέρι σχετικά με το πώς «λειτουργεί» πραγματικά ο ελληνικός πληθυσμός, αλλά, ως αυτοσκοπός. Σαν έργα, που επιδρούν αποτελεσματικά στο ξένο κοινό μόνο όταν αναδεικνύουν τον καθαρά δικό τους, «εγγενή» πολιτικό χαρακτήρα. «Στημένα» σε έναν ιδιαίτερο δημόσια χώρο: την αγορά των καλλιτεχνών. Το Hellas Film Box δεν έχει ανάγκη τους χώρους και τα δεκανίκια των πολιτικών. Το αντίθετο μάλιστα: Μόνο με αυτά κινδυνεύει να γίνει ανάπηρο.

Ετικέτες