Υπάρχουν δύο δηλώσεις τις οποίες κάνουν αρκετά συχνά οι άνθρωποι και οι οποίες πρακτικά εισάγουν αμφιβολίες ενάντια σε αυτό που διαβεβαιώνουν. Η μία είναι η δήλωση «είμαι ευτυχισμένος» και η άλλη «είμαι πατριώτης». Αν και αμφότερες οι δηλώσεις αφορούν διαφορετικά πεδία της ζωής, δημιουργούν την ίδια καχυποψία. Και αυτό γιατί και ο ευτυχής άνθρωπος και ο πατριώτης δεν έχουν καμιά ανάγκη δηλώσεων.
Η ευτυχία και ο πατριωτισμός αφορούν εσένα και τον εαυτό σου, αυτά που πιστεύεις και αυτά που σε ικανοποιούν. Ετσι λοιπόν δεν έχει νόημα ούτε να προβαίνεις σε δήλωση ούτε –πολύ περισσότερο– να θέλεις να την επιβεβαιώσεις με κοινοποίηση σε άλλους. Ο ευτυχισμένος είναι αρκετά ικανοποιημένος με αυτό που είναι και ως ικανοποιημένος δεν ζητάει ούτε έγκριση ούτε επιβράβευση. Ο πατριώτης με τη σειρά του είναι ικανοποιημένος με αυτά που πιστεύει και όσα είναι έτοιμος να κάνει για να εξασφαλίσει τα καλύτερα για τη χώρα στην οποία ζει.
Προς τι οι δηλώσεις περί ευτυχίας και πατριωτισμού, αν όχι για να καλυφθεί λεκτικά ένα έλλειμμα στην πραγματικότητα; Ούτε ο ευτυχισμένος ούτε ο πατριώτης νιώθει ανάγκη να δώσει εξετάσεις για κάτι που είναι αρκετά ικανοποιητικό και μόνο εφόσον υπάρχει.
Τα social media και η τηλεόραση είναι γεμάτα ανθρώπους που διατρανώνουν την προσωπική τους ευτυχία, αντί απλώς να την απολαμβάνουν όπως θα ήταν φυσικό. Σακατεμένοι από τη ζωή και τις προσωπικές επιλογές, άνθρωποι αγχωμένοι προκειμένου να δείξουν ότι δεν ανήκουν στην ελλειμματική κατηγορία διατρανώνουν ότι έχουν αυτό που τους λείπει. Ανίκανοι ή αδύναμοι να κατακτήσουν την προσωπική πληρότητα προσπαθούν να φτιάξουν τουλάχιστον το προφίλ του ευτυχισμένου.
Στην άλλη κατηγορία, του θορυβώδους και λεκτικά δηλωμένου πατριωτισμού, η επιφάνεια και οι δηλώσεις χρησιμοποιούνται επίσης για να κρυφτεί η πραγματικότητα. Πολλές φορές αυτή η πραγματικότητα είναι τόσο άθλια και δυσώδης που πρέπει να επιστρατευτούν εμβατήρια, φουσκωμένα στήθη, καραμούζες, μεγάλες σημαίες (made in China φυσικά) και μυθώδεις αφηγήσεις για να κρυφτεί. Οταν ο Σάμιουελ Τζόνσον έλεγε ότι ο πατριωτισμός είναι το μεγαλύτερο καταφύγιο των απατεώνων, παρότι οξύς, αγνοούσε την ιστορία των απατεώνων στην Ελλάδα που στάθηκαν κάτω από λάβαρα και δοξολογίες για να καθαγιάσουν εγκλήματα.
Στην Ελλάδα της Επανάστασης του 1821 «πατριώτες» και κοτζαμπάσηδες ροκάνισαν τα βρετανικά δάνεια (από εκεί ξεκίνησε η ιστορία του χρέους της Ελλάδας) και ό,τι περίσσεψε το χρησιμοποίησαν για τον πρώτο ελληνικό εμφύλιο. Στη Μικρασιατική Καταστροφή πάλι πατριώτες οδήγησαν προς τον τυχοδιωκτισμό της εκστρατείας και εγκατέλειψαν τελικά τους Ελληνες φαντάρους στο λεπίδι της εκδίκησης των κεμαλικών. Με τον ίδιο τρόπο, πατριώτες με στολή γεμάτη αστέρια και παράσημα που είχαν απονεμηθεί μεταξύ τους εγκατέλειψαν το μέτωπο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ οι πιο «πατριώτες» συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς ενάντια στους αντάρτες. Στον Εμφύλιο (1946-1949), αφού και πάλι φώναξαν πόσο πατριώτες είναι, πολέμησαν αυτούς που είχαν απελευθερώσει τη χώρα, για να καταλήξουν τελικά να την κυβερνούν επειδή έπρεπε να αντιμετωπιστούν οι κομμουνιστές. Αυτοί οι πατριώτες της δήλωσης του νόμου 105, αρχηγοί του παρακράτους, του ΙΔΕΑ, των ταγμάτων τιμωρίας, μέσα στην πατριωτική έξαρση έφεραν τη χούντα και οδήγησαν στην απώλεια μέρους της Κύπρου. Οποτε ερχόταν η ώρα να δείξουν πόσο πατριώτες ήταν κρύβονταν στην αγκαλιά των ξένων δυνάμεων και των υπηρεσιών τους, έχοντας πάντα το χέρι βαθιά μέσα στα δολάρια που επιβράβευαν τον διατεταγμένο πατριωτισμό.
Αν θέλουμε λοιπόν να μιλάμε για πραγματικό πατριωτισμό, ας μιλάμε για το αίσθημα που τρέφουν οι πολίτες που ονειρεύονται μια χώρα φιλική προς τον άνθρωπο. Για την ευθύνη απέναντι στις κοινωνικές ανάγκες και τα όνειρα για την ειρηνική τους εκπλήρωση.
Τον επιχειρηματία Ζορπίδη δεν τον γνωρίζω για να αξιολογήσω τα πατριωτικά του αισθήματα. Ηταν αυτός που πήρε με καμάρι την ευθύνη να μη συνοδεύσει το Επιμελητήριο Επαγγελματιών Θεσσαλονίκης την αποστολή των επιχειρηματιών στη Βόρεια Μακεδονία γιατί –λέει– η χώρα αυτή έχει ένα όνομα που δεν της ανήκει. Ο κ. Ζορπίδης επί χρόνια οργανώνει ταξίδια ως επιχειρηματίας με μεγάλο ταξιδιωτικό γραφείο στη Βόρεια Μακεδονία που ονομαζόταν Μακεδονία, κερδίζει αρκετό χρήμα συνεργαζόμενος με πολίτες της Βόρειας Μακεδονίας που ως πρόσφατα λέγονταν Μακεδόνες και προωθούσε μια χώρα (με το αζημίωτο πάντα) που επέμενε να λέει ότι είναι η Μακεδονία. Αρνήθηκε να συνοδεύσει τον πρωθυπουργό στη μεγάλη αποστολή στα Σκόπια αλλά είναι βέβαιο ότι θα συνεχίσει να μεταφέρει Ελληνες στη Βόρεια Μακεδονία και να κερδίζει, ειδικά τώρα που η συμφωνία των Πρεσπών την οποία αντιστρατεύεται θα εξομαλύνει τις επιχειρηματικές σχέσεις. Μόνο που έχει επιλέξει να κερδίζει και ως μακεδονομάχος. Φυσικά και είναι δικαίωμά του. Οπως είναι δικαίωμα του καθενός να πιστεύει ότι για να αποκαλέσεις κάποιον πατριώτη, πρέπει όταν σηκώσεις τη σημαία να μην έχει από κάτω χρήμα και υποκρισία.
Επιπλέον ο κ. Ζορπίδης υπήρξε στενός συνεργάτης και αντιδήμαρχος του καταδικασμένου δημάρχου Βασίλη Παπαγεωργόπουλου (άριστος της ΝΔ και αυτός) ο οποίος καταχράστηκε δημόσιο χρήμα. Ηταν και ο ίδιος υπόδικος, αλλά τελικά αθωώθηκε. Δεν έδειξε ποτέ να θεώρησε πατριωτικό του καθήκον την πάταξη της διαφθοράς στον Δήμο Θεσσαλονίκης.
Ο πατέρας μου (που δεν είναι δα και ο Σάμιουελ Τζόνσον) συνηθίζει να λέει ότι οι πατριώτες απλώς είναι, δεν φαίνονται. Οσοι θέλουν να φαίνονται χωρίς κάποιος να το ζητήσει απλώς εξαφανίζονται όταν χρειαστεί να το δείξουν.