Οι νομάδες που στα όνειρά τους βλέπουν πρόβατα- Ο Δημήτρης Τοσίδης μιλάει στο Docville

Οι νομάδες που στα όνειρά τους βλέπουν πρόβατα- Ο Δημήτρης Τοσίδης μιλάει στο Docville
Η οικογένεια του Νίκου και του Γιώργου Σαΐτη από το Περιβόλι Γρεβενών στη διάρκεια της χειμερινής τους μετακίνησης από το ορεινό χωριό τους προς τα πεδινά της κεντρικής Ελλάδας

Ο βραβευμένος φωτογράφος Δημήτρης Τοσίδης ιχνηλατεί τον κόσμο των μετακινούμενων κτηνοτρόφων της Πίνδου. Όταν έγινε γνωστό ότι θα βραβευόταν με το Athens Photo World 2021 για τη δουλειά του «Διάβα» ο δημοσιογράφος Σωτήρης Δανέζης τον πήρε τηλέφωνο και του είπε συγκινημένος: «Αυτές οι φωτογραφίες κρατάνε ζωντανή μια Ελλάδα που χάνεται».

 

Δημήτρης Τοσίδης
Περισσότερα από 50 χρόνια η Ελένη Τζίμα και ο σύζυγός της Νάσος Τζίμας εκτρέφουν τα ζώα τους σε μια περιοχή που εκτείνεται σε περίπου 150 χιλιόμετρα

 

Μια βράβευση, μερικές σκόρπιες φωτογραφίες που αποπνέουν μια αρχαϊκή δυναμική, ανάκατες φράσεις από τη «Ζωή στο δάσος» του Θορώ ήταν τα ισχυρά εναύσματα για την έναρξη της αναζήτησης του Δημήτρη Τοσίδη. Αυτός είναι ο φωτογράφος του Αθηναϊκού – Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων που τιμήθηκε με το βραβείο Athens Photo World 2021, οι εικόνες είναι από το έργο του «Διάβα» –η αποτύπωση της ζωής μερικών οικογενειών που ακολουθώντας αρχαία χνάρια μετακινούνται με τα κοπάδια τους από τα χειμαδιά στα ορεινά βοσκοτόπια της Πίνδου– και ο Θορώ –πάντα ο Θορώ– που γράφει «έχουμε ανάγκη το τονωτικό της άγριας φύσης […] Ενώ επιθυμούμε με όλη μας την ψυχή να εξερευνήσουμε και να μάθουμε τα πάντα, την ίδια στιγμή απαιτούμε να μείνουν τα πάντα μυστηριώδη και ανεξερεύνητα» (Κέδρος, 2007).

Όπως οι εικόνες του Τοσίδη: εξερευνούν κρατώντας πάντα απείραχτο το μυστήριο μιας αέναης κίνησης στον ρυθμό της εναλλαγής των εποχών.

Δημήτρης Τοσίδης
Πρωινό ξύπνημα για τον Γιάννη Σαΐτη

 

Δημήτρης Τοσίδης
Δημήτρης Τοσίδης (© Adam Nurkiewicz / Laurel Photo Services)

Ακολουθώντας τα προαιώνια χνάρια των ποιμένων στα βουνά

«Η ύπαρξή τους, απλώς και μόνο η ύπαρξή τους». Ο Δημήτρης Τοσίδης δεν σκέφτεται καθόλου όταν τίθεται η ερώτηση τι τον παρακίνησε να καταπιαστεί φωτογραφικά με τους νομάδες κτηνοτρόφους της Πίνδου. «Τυχαία ήρθα σε επαφή μαζί τους. Γενικά περπατάω πάρα πολύ στα βουνά και η Ήπειρος είναι μέρος όπου πηγαίνω πολύ συχνά επειδή κάνω και αναρρίχηση. Τα βουνά είναι το ζωτικό μου μέρος». Ενα ηλικιωμένο ζευγάρι κτηνοτρόφων σε ένα καλύβι στους πρόποδες του Σμόλικα. Αυτή η εικόνα κέντρισε τον φωτογράφο να αρχίσει το έργο του, που σε μελλοντικό χρόνο ονόμασε «Διάβα». «Είχα δει πολλές φορές κτηνοτρόφους και βοσκούς στα βουνά που τριγυρνούσα αλλά πρώτη φορά είδα ηλικιωμένο ζευγάρι να μένει δίπλα στα κοπάδια του». Τους έπιασε κουβέντα, έμαθε ότι πήγαιναν τα τελευταία 60 χρόνια της ζωής τους στο συγκεκριμένο καλυβάκι όλο το καλοκαίρι έως τα μέσα του φθινοπώρου. Δίχως ηλεκτρισμό –πριν από δύο χρόνια ξεκίνησαν να εκμεταλλεύονται την ηλιακή ενέργεια και έτσι στην παρέα τους προστέθηκαν ένα κινητό τηλέφωνο και ένα ραδιόφωνο–, μόνο με φωτιά.

«Έτσι διαβιώνουν έξι μήνες του χρόνου. Τους υπόλοιπους πηγαίνουν στο χωριό τους, στην Παραμυθιά Θεσπρωτίας. Μετά κατάλαβα ότι υπάρχει μια διαδεδομένη πρακτική, της μετακινούμενης κτηνοτροφίας. Οι πιο πολλοί κτηνοτρόφοι ήταν μετακινούμενοι. Μετακινούσαν τα κοπάδια τους χειμώνα καλοκαίρι με τα πόδια. Βέβαια σήμερα έχει εκλείψει σε μεγάλο βαθμό. Μπορεί να υπάρχουν κάποιοι μετακινούμενοι κτηνοτρόφοι, αλλά οι περισσότεροι έχουν εγκαταλείψει τον τρόπο μετακίνησης με τα πόδια, το διάβα όπως το λένε, και κινούνται με φορτηγά ή έχουν τα ζώα σταβλισμένα σε κλειστές δομές».

Ένα κοπάδι προβάτων κάποιο ομιχλώδες πρωινό κοντά στο χωριό Μοναχίτι, Γρεβενά

 

Το 2018 ο Δ. Τοσίδης συνάντησε το ζευγάρι, το 2019 η μετακινούμενη κτηνοτροφία έγινε μέρος της παγκόσμιας άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO. «Όταν το διάβασα κατάλαβα ότι αυτή η πρακτική είναι πολύ σημαντική. Αυτό το γεγονός μου έδωσε ώθηση να συνεχίσω ό,τι είχα αρχίσει. Έκανα έρευνα, γνώρισα και άλλους ανθρώπους –τέσσερις οικογένειες εντόπισα συνολικά μαζί με τους ηλικιωμένους– και αποφάσισα από τότε να τους ακολουθήσω σε οτιδήποτε κι αν κάνουν, κυρίως στη μετακίνησή τους. Αποφάσισα να ζήσω μαζί τους. Έπαιρνα πληροφορίες από τους ίδιους για το ποια μέρα θα ξεκινήσουν. Οπότε τους έβρισκα και μετακινούμουν μαζί τους ζούσα μαζί τους. Κοιμόμασταν μαζί τα βράδια, βοσκάγαμε τα κοπάδια, κάναμε όλες τις δουλειές. Παράλληλα θεώρησα ωραίο να φωτογραφίσω και τη ζωή τους στο χωριό προτού ξεκινήσουν».

Αυτοί που γνώρισε ο φωτογράφος είναι όλοι Βλάχοι της Ηπείρου και άλλων ορεινών νομών της Θεσσαλίας, οι οποίοι έχουν διατηρήσει τα ήθη και έθιμα των προγόνων τους. Η σχέση τους με την παράδοση είναι βιωματική. «Έχω αποτυπώσει την τελετουργία της τελευταίας ημέρας προτού φύγουν από τη Σαμαρίνα Γρεβενών. Το έχουν έθιμο να σφάζουν κάποια ζώα και να κερνάνε όλους τους συγχωριανούς. Να κάνουν ένα μικρό γλέντι το βράδυ για να πάει καλά το διάβα που ξεκινάει την επόμενη μέρα το πρωί. Στη διάρκεια του ταξιδιού το έθιμο επιτάσσει να μη σφάζουν, γιατί εκτός από το ότι δεν το θεωρούν γούρικη πράξη, το αίμα προσελκύει τους λύκους που κάποτε ήταν πολυπληθείς στα βουνά».

Ένας βοσκός κουβαλά μια ζεστή κουβέρτα, κατάλληλη για τον ύπνο στην ύπαιθρο

 

Η μετακίνηση είναι οικογενειακή υπόθεση. «Μου έχουν περιγράψει σκηνές πριν από 20 χρόνια όταν ακολουθούσε το κοπάδι όλο το σόι, μέχρι ο παππούς, η γιαγιά και τα βρέφη. Μέχρι και οι κότες από το πεδινό χωριό δένονταν στα ζώα και περπατούσαν όλοι μαζί. Πλέον έχει σταματήσει αυτό γιατί υπάρχουν τα μέσα για να μετακινηθούν. Το νοικοκυριό μεταφέρεται με το αμάξι. Μόνο οι βοσκοί ακολουθούν τα ζώα με τα πόδια».

Η κάθε οικογένεια συμμετέχει ολόκληρη στη διαδικασία της κτηνοτροφίας – το κάθε μέλος έχει τον ρόλο του. «Αλλά η γυναίκα επιτελεί τον πιο σημαντικό. Ας πούμε, ετοιμάζει τα πάντα για το διάβα, μια προετοιμασία που κρατάει μια εβδομάδα. Γιατί θα μαγειρέψει και θα φτιάξει φαγητά για να τα έχει μαζί του ο βοσκός για όλη τη διαδρομή. Η γυναίκα θα φτιάξει και το τυρί στο σπίτι, θα βράσει και το γάλα, μπορεί να κρατήσει και τα λογιστικά γιατί κι αυτό επιχείρηση είναι. Σε καμία περίπτωση η κοινωνία δεν είναι πατριαρχική».

Ο Νίκος Σαΐτης και ο Petrica Degetaru φορούν κουδούνι σε έναν από τους τράγους που θα οδηγήσουν το κοπάδι

 

Ο Σμόλικας που μιλάει και ο ήλιος της Σαντορίνης

Οι νομάδες κτηνοτρόφοι μετακινούνται στο μεταίχμιο των κρατικών οντοτήτων, στα σύνορα. Στα σύνορα με Αλβανία και με Βόρεια Μακεδονία πιο ανατολικά. «Μιλάνε ελληνικά που είναι η μητρική τους γλώσσα, μιλάνε βλάχικα που είναι πολύ κοντά με τα ρουμανικά, επίσης μιλάνε αλβανικά λόγω της περιοχής και των βοσκών που βρίσκονται στη δούλεψή τους, ενώ υπάρχουν Ρουμάνοι βοσκοί που συνεννοούνται με τους Βλάχους χωρίς κανένα πρόβλημα. Μοιάζει σαν να καταλύουν την έννοια των συνόρων. Είναι μια κοινωνία που έχει πολλά πάρε δώσε με τους γειτονικούς λαούς. Τους βλέπεις να είναι στα καφενεία μαζί άνθρωποι από χώρες των Βαλκανίων και να μιλάνε στη γλώσσα τους. Είναι όμορφο να βλέπεις να συμβαίνει αυτό σε μια επαρχία που στο μυαλό μας την έχουμε κάπως συντηρητική».

Οπως όμορφη είναι και η σχέση που αναπτύσσουν με τη φύση. «Ο Γιώργος Ανθούλης, ο Ζιώγας που τον ξέρει όλη η Πίνδος, μιλάει για το βουνό λες και μιλάει για φίλο του. Είναι ο Σμόλικας από πάνω που του μιλάει κανονικά. Την τελευταία μέρα προτού φύγουμε από το βουνό ήταν καλοκαίρι αν και βρισκόμασταν στις αρχές του Νοέμβρη. Γύρισε και μου είπε: “Με αυτήν τη θερμοκρασία είναι σαν να μου λέει ο Σμόλικας ‘πού πας; Μη φεύγεις’”. Κάθε χρόνο ξεκινάνε να περπατάνε πίσω στα χειμαδιά όταν αρχίζει να χειμωνιάζει. Αυτό γινόταν τέλος του Σεπτέμβρη, αρχές του Οκτώβρη. Φέτος έγινε τον Νοέμβρη, καθυστέρησε κατά ένα μήνα. Αλλάζει το κλίμα και το ξέρουν. Από τέσσερις οι εποχές έγιναν δύο, καλοκαίρι και χειμώνα έχουμε πλέον στα βουνά».

Ο Γιώργος Ανθούλης μετρά το κοπάδι του περνώντας από στενό γεφύρι κοντά στο χωριό Ζιάκας, Γρεβενά

 

Όλα μοιάζουν ειδυλλιακά, να ακροβατούν στα όρια του αρκαδικού ιδεώδους του Πουσέν. Όμως δεν είναι. «Υπάρχει ένα μοτίβο δουλειάς: 24 ώρες την ημέρα, επτά ημέρες την εβδομάδα, 30 ημέρες τον μήνα. Το παράπονο σχεδόν όλων είναι ότι δεν υπάρχει η οικονομική ανταπόδοση που θα έπρεπε γι’ αυτό που παράγουν. Το γάλα και το κρέας από τα ζώα που συντηρούν είναι μοναδικής θρεπτικής αξίας. Τα κοπάδια τρέφονται από τα καλύτερα γρασίδια της Ελλάδας. Εκεί είναι τόσο αγνά και πλούσια η βλάστηση και το νερό από τις πηγές. Πουλάνε με συμβολαιακή σχέση με τους εμπόρους, οι οποίοι τους πληρώνουν με το ίδιο αντίτιμο με τους κτηνοτρόφους της πεδιάδας. Οι φυλές των ζώων τους είναι αυτόχθονες οι περισσότερες – ξεχωρίζει η σαρακατσάνικη φυλή. Δεν είναι τόσο παραγωγικά ζώα όσο εκείνα των σύγχρονων φυλών που δίνουν περισσότερο γάλα και κρέας».

Παρά ταύτα ο Δημήτρης Τοσίδης δεν τους άκουσε να γκρινιάζουν ή να δυσανασχετούν. «Τελικά αυτό που μου μένει σαν εντύπωση από τις τέσσερις οικογένειες που γνώρισα και φωτογράφησα είναι ότι αισθάνονται πως δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Σε αυτές τις κοινωνίες το να ακολουθήσεις το επάγγελμα του παππού και του πατέρα είναι η μόνη επιλογή. Από βρέφη είναι με τα ζώα και εντέλει αγαπάνε αυτό που κάνουν. Μια πολύ όμορφη φράση που μου είπε ο Θωμάς Ζιάγκας από τη Σαμαρίνα δεν έχει βγει από το μυαλό μου: “Ακόμη και στα όνειρά μου βλέπω πρόβατα”. Όταν ξεχύνεται το κοπάδι στο βουνό είναι σαν να βλέπουν ηλιοβασίλεμα στη Σαντορίνη».

Documento Newsletter