Πανεπιστημιακοί και ειδικοί αποκαλύπτουν τις εμμονές της ΝΔ
Η σφοδρή σύγκρουση που έχει ξεσπάσει με αφορμή τις αρνητικές για τις εργασιακές σχέσεις ρυθμίσεις που περιλαμβάνονται στο υπό διαβούλευση (και κατ’ ευφημισμόν) αναπτυξιακό νομοσχέδιο προκάλεσε έντονη συζήτηση για το αν οι αυξήσεις των μισθών οδηγούν στην ανάταξη της οικονομίας ή σε… πληθωρισμό τύπου Ζιμπάμπουε.
Το θέμα είναι και… πρακτικό μιας και αφορά εκατοντάδες χιλιάδες μισθωτούς που με την κατάργηση της υποχρεωτικότητας των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων κινδυνεύουν να χάσουν 20-40% από τις αυξημένες απολαβές που έλαβαν από τον περσινό Σεπτέμβριο ή από την αρχή του 2019.
Από την άλλη πλευρά η θεωρητική διαμάχη είναι παγκόσμια και ευρεία και εμπλέκονται νομπελίστες, πολιτικοί ηγέτες και τραπεζίτες και ξεφεύγει κατά πολύ από τη σφαίρα των δυνατοτήτων των κ. Βρούτση και Πέτσα.
Το Documento ζήτησε τις απόψεις πανεπιστημιακών και όχι μόνο και ιδού οι προσεγγίσεις τους.
«Μπούμερανγκ για τον εργοδότη η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας»
Γεράσιμος Σαπουντζόγλου – Καθηγητής Τραπεζικής Οικονομικής – Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Μια από τις βασικές επιδιώξεις των νεοφιλελεύθερων επιλογών άσκησης οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής είναι η όσο το δυνατόν λιγότερη ρυθμιστική παρέμβαση, ακόμη και όταν διαπιστώνονται καταστάσεις και συνέπειες που τις καλούμε αποτυχίες της αγοράς (market failures).
Στον χρηματοπιστωτικό τομέα και στην κεφαλαιαγορά οι νεοφιλελεύθερες επιθυμίες προσέκρουσαν στα βράχια των αιτιών και συνεπειών της κρίσης του 2008, με αποτέλεσμα κάθε λογική για συνεχιζόμενη αποκανονικοποίηση (deregulation) ή έστω και για αυτορρύθμιση (self-regulation) να ανασταλεί επ’ αόριστον. Ομως, όσον αφορά την αγορά εργασίας, η νεοφιλελεύθερη αντίληψη έδρεψε δάφνες λαμπρές είτε υπό το μασκαρεμένο προσωπείο της «απασχολησιμότητας» (employability) είτε με το πονηρό εφεύρημα της ευελιξίας (flexibility).
Την περίοδο 2010-2014, των δύο πρώτων μνημονίων, η συνταγή της οικονομικής πολιτικής των τότε κυβερνήσεων (με την καθοδήγηση της ΕΕ και του ΔΝΤ) και υπό το επιχείρημα της «δημοσιονομικής εκτροπής» είχε πυρήνα την «εσωτερική υποτίμηση». Τεράστιες περικοπές μισθών και συντάξεων, ελεύθερες μαζικές απολύσεις, αναστολή συλλογικών συμβάσεων εργασίας και μια σειρά άλλα αντικοινωνικά μέτρα θα συνέβαλλαν στη σταθεροποίηση της ελληνικής οικονομίας μέσω, λέει, της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητάς της. Αποτέλεσμα, το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 25%, η ανεργία αυξήθηκε στο 27,9%, η ανεργία των νέων εκτινάχτηκε στο 60%, οι χαμηλές εισοδηματικές τάξεις έχασαν περίπου το 40% του εισοδήματός τους και οι ανώτατες το αύξησαν κατά 10%.
Σήμερα η κατάργηση του βάσιμου λόγου απόλυσης των εργαζομένων, η ανατροπή του καθεστώτος των εργολαβικά εργαζομένων και η εμπλοκή των συλλογικών διαπραγματεύσεων οδηγούν σε μια επανάληψη της απορρύθμισης της αγοράς εργασίας με την επιχειρηματολογία ότι πρόκειται για μέτρα που θα συμβάλουν στην οικονομική ανάπτυξη, αφού θα αποτελέσουν κίνητρο για την προσέλκυση επενδύσεων. Αγνοείται, δηλαδή, ότι η επενδυτική προσέλκυση είναι πολυπαραγoντική και ότι το μέσο κόστος εργασίας δεν είναι το μόνο καθοριστικό στοιχείο για την ανάληψη επενδυτικής δραστηριότητας.
Με βάση τη σύγχρονη διεθνή βιβλιογραφία η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας λειτουργεί αρνητικά για το σύνολο της οικονομίας και ειδικά για τον επιχειρηματία. Η περικοπή των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε συνδυασμό με το αίσθημα της φοβίας και της ανασφάλειας τους οδηγούν αναπόφευκτα στη μείωση της παραγωγικότητας και της δημιουργικής συνεισφοράς και στην απαξίωση των δεξιοτήτων των εργαζομένων, με αποτέλεσμα τα μέτρα αυτά να λειτουργούν ως μπούμερανγκ και για τον εργοδότη. Το νεοφιλελεύθερο μοντέλο της απομείωσης των ασφαλών θέσεων εργασίας και της κατακρήμνισης των μισθολογικών δομών δεν προσκρούει μόνο στις ευρωπαϊκές αρχές της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης αλλά αποτελεί και καταστροφικό στοιχείο για την ενεργό ζήτηση και κατά συνέπεια για τη μεγέθυνση.
Η βρετανική εμπειρία της δεκαετίας του ’80, η ιταλική περιπέτεια της δεκαετίας του ’90 και η γερμανική πρακτική της περιόδου 2006-2013 επιβεβαιώνουν τις συνέπειες των πιο πάνω νεοφιλελεύθερων πρακτικών.
«Μόνο η αύξηση των επενδύσεων δεν αρκεί για σταθερό ανοδικό βηματισμό»
Κώστας Μελάς – Πανεπιστημιακός, μεταπτυχιακό τμήμα Παντείου Πανεπιστημίου
Η μετάβαση της οικονομίας σε πορεία υψηλών και διατηρήσιμων ρυθμών μεγέθυνσης χρειάζεται την άμεση αντιστροφή κάθε μορφής αφαίμαξής της με μέτρα λιτότητας, καθώς επίσης και την ενεργοποίηση ενδογενών μηχανισμών δημιουργίας ροών εισοδήματος και ρευστότητας μέσω της αύξησης του διαθέσιμου εισοδήματος. Η μείωση του φορολογικού βάρους από τη νέα κυβέρνηση κρίνεται αναγκαία αλλά όχι ικανή από μόνη της να οδηγήσει την οικονομία στο μονοπάτι της σταθεροποίησης και της μεγέθυνσης.
Η αύξηση του κατώτατου μισθού και η ενεργοποίηση κλαδικών συμβάσεων για να διαχυθεί η αύξηση στο σύνολο της οικονομίας κινούνται σε αυτή την κατεύθυνση, καθώς θα επιφέρουν βραχυχρόνια θετικό αποτέλεσμα στο ΑΕΠ, στη φερεγγυότητα της οικονομίας και συνεπώς στους όρους αναχρηματοδότησης του χρέους από τις χρηματοπιστωτικές αγορές. Μέσω αυτής της διαδικασίας είναι προφανές ότι αναμένεται να δημιουργηθούν συνθήκες σταθερότητας, απαραίτητη προϋπόθεση για πιθανή αύξηση των επενδύσεων μεσοπρόθεσμα.
Η μονοδιάστατη επιδίωξη αύξησης των επενδύσεων σε μια οικονομία όπως η ελληνική, όπου υπάρχει υπερβάλλον μη χρησιμοποιούμενο φυσικό κεφάλαιο (π.χ. ο βαθμός χρησιμοποίησης του εργασιακού δυναμικού στη βιομηχανία στην ελληνική οικονομία την περίοδο 2009-2018 κατά μέσο όρο ήταν 67,8%, ενώ την περίοδο 1995-2008 αντίστοιχα ήταν 75,96%), πιθανότατα θα οδηγήσει σε μια προοδευτική μετατόπιση της κατανομής του εισοδήματος υπέρ των κερδών και αύξησης των κινδύνων αστάθειας συνολικά για την οικονομία.
Αυτή η εξέλιξη μπορεί να ξεπεραστεί σε βάθος χρόνου μέσω ενός ρυθμού μεγέθυνσης της παραγωγικής δυνατότητας (οικονομική μεγέθυνση) χαμηλότερου από τον ρυθμό αύξησης της ζήτησης των αγαθών. Αυτό θα μπορούσε να συμβεί, με αμετάβλητα τα μεγέθη της ροπής προς κατανάλωση και του πληθυσμού, μόνο με μια σημαντική ανακατανομή του εισοδήματος υπέρ των μισθών, ικανή να αυξήσει την κατανάλωση των νοικοκυριών με ρυθμό υψηλότερο από τον αντίστοιχο της αύξησης των επενδύσεων (επιχειρήσεων και δημοσίου).
«Λες και ήταν χθες… Επιστροφή στην εποχή που ο Βρούτσης μείωνε τους μισθούς 22%»
Ανδρέας Νεφελούδης – Τέως γενικός γραμματέας υπ. Εργασίας
Λες και δεν πέρασε μια μέρα λοιπόν από τον Γενάρη του 2015 μέχρι τον Ιούλη του 2019, λες και η κοινωνία δεν πήρε κανένα μάθημα νεοφιλελευθερισμού, λες και η ανεργία δεν ανέβηκε επί Βρούτση στο 28%, λες και δεν έκλεισαν 300.000 εμπορικές επιχειρήσεις με την εφαρμογή του αναπτυξιακού πρότυπου της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, λες και δεν έφυγαν από τη χώρα περί τις 150.000 νέοι επιστήμονες αφού η έννοια του νεοφιλελεύθερου πρότυπου γι’ αυτούς άρχιζε και τελείωνε στον ορισμό του υποκατώτατου μισθού.
Ολη αυτή η αναπτυξιακή συντριβή επήλθε όταν και τότε από τον ίδιο αδιόρθωτο «νεοφιλελέ» υπουργό Βρούτση είχε θεσπιστεί η μείωση κατά 22% του κατώτατου, είχαν καταργηθεί ουσιαστικά οι ΣΣΕ με την επικυριαρχία των επιχειρησιακών και την καθιέρωση των ενώσεων προσώπων, είχε επιχειρηθεί η απαγόρευση της μονομερούς προσφυγής στον ΟΜΕΔ, όταν η αδήλωτη εργασία είχε εκτοξευτεί στο 30%.
Αυτό λοιπόν είναι το αναπτυξιακό πρότυπο της ΝΔ, το αναπτυξιακό πρότυπο των τρίτων υποανάπτυκτων χωρών, όπου βασιλεύει η εργασιακή απορρύθμιση, όπου δεν υπάρχει οκτάωρο και εργασιακά δικαιώματα, όπου οι εργασιακές φαβέλες αποτελούν το σύνηθες της εκμετάλλευσης. Αυτό όμως το δήθεν αναπτυξιακό πρότυπο είναι που θα διευρύνει το σπιράλ της ύφεσης, όπως συνέβη και τα προηγούμενα προ ΣΥΡΙΖΑ χρόνια. Η εμπειρία αυτής της περιόδου έδειξε ότι η επιχειρηματικότητα που δεν σέβεται και δεν επενδύει στο ανθρώπινο δυναμικό δεν έχει πιθανότητες ανάπτυξης, άρα ανάπτυξη με συμπίεση μισθών και περιορισμό εργασιακών δικαιωμάτων δεν μπορεί να συμβεί. Οι λόγοι –θεωρητικοί τόσο σε κοινωνιολογικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο– είναι γνωστοί και δεν μπορεί να αναλυθούν στον συγκεκριμένο περιορισμένο χώρο. Η σχέση μισθού – ενεργής ζήτησης είναι πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα που αφορά/αγγίζει ακόμη και τις πολύ μικρές επιχειρήσεις.
Αυτά όμως είναι δείγματα πολιτικής για όσους χρησιμοποιούν την πολιτική για να ενισχύσουν το κοινωνικό σύνολο, για να λύσουν λαϊκά προβλήματα, για όσους η ανάπτυξη, οι καλές δουλειές, η γνώση είναι εργαλεία για να βελτιώνουν τη ζωή των πολιτών.
«Δεν νοείται ανάπτυξη με την υποβάθμιση της εργασίας»
Γιάννης Κουζής – Καθηγητής Εργασιακών Σχέσεων, κοσμήτορας Σχολής Πολιτικών Επιστημών Παντείου Πανεπιστημίου
Το νέο «αναπτυξιακό» νομοσχέδιο ενισχύει επίμονα τη νεοφιλελεύθερη αντίληψη ότι η ανάπτυξη προϋποθέτει την αποδιάρθρωση της εργασίας ώστε να διασφαλίζεται η ανεμπόδιστη από ουσιαστικούς κανόνες ελευθερία των αγορών. Σε αυτό το πλαίσιο η έννοια της ανάπτυξης ταυτίζεται εσφαλμένα με την οικονομική μεγέθυνση και υποβαθμίζει τον τρόπο κατανομής του παραγόμενου πλούτου αυξάνοντας τις ανισότητες και διευρύνοντας τη φτώχεια στον κόσμο της εργασίας που παράγει τον πλούτο. Η άποψη αυτή, η οποία ελέγχεται σοβαρά και ως προς τη στενά οικονομική της αποτελεσματικότητα, επιβλήθηκε εντατικά κατά την περίοδο των μνημονίων με πολιτικές ισοπέδωσης της εργασίας ανατροφοδοτώντας την κρίση και την πτώση της εσωτερικής ζήτησης. Η συνέχιση της πολιτικής λιτότητας, η οποία χαρακτηρίζει και το πνεύμα της μακράς μεταμνημονιακής περιόδου, ενισχύεται από την πολιτική της κυβέρνησης που ενστερνίζεται απόλυτα το νεοφιλελεύθερο πρόταγμα. Η ουσιαστική κατάργηση των αρχών της επεκτασιμότητας και της εύνοιας στις συλλογικές συμβάσεις που είχαν ανασταλεί κατά τη μνημονιακή περίοδο, οι περιορισμοί προσφυγής στη διαιτησία, η καθιέρωση τοπικών οικονομικών ζωνών, η περαιτέρω επέκταση της μερικής απασχόλησης και η μετατροπή των διαδικασιών λήψης αποφάσεων για την απεργία σε διαδικασίες του καναπέ αποτελούν χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της αντίληψης. Μιας αντίληψης που αντιμετωπίζει το ζήτημα της ανάπτυξης και της μείωσης της ανεργίας με όρους χαμηλά αμειβόμενης, ελαστικής και πολλαπλών ταχυτήτων απασχόλησης, διογκώνοντας τη νέα φτώχεια και με μια αγορά εργασίας ήδη έντονα απορρυθμισμένη και με έκδηλα ανεπαρκείς μηχανισμούς ελέγχου της εργοδοτικής αυθαιρεσίας.
«Τα παθήματα της κρίσης δεν έγιναν μαθήματα»
Χρήστος Γιαμπουράνης – Αναπληρωτής οργανωτικός γραμματέας Εργατικού Κέντρου Αθήνας
Η επαναφορά του νομικού πλαισίου που υλοποιήθηκε στις 20 Αυγούστου του 2018 με την επαναφορά των αρχών της ευνοϊκότερης ρύθμισης και της επεκτασιμότητας των συλλογικών συμβάσεων ξηλώνεται (πάλι) και μάλιστα χωρίς να υπάρχει μνημόνιο…
Το νομοσχέδιο δημιουργεί μια σειρά περιπτώσεων και υποπεριπτώσεων για τις οποίες μια επιχείρηση θα εξαιρείται από την υποχρέωση να εφαρμόζει την κλαδική σύμβαση. Ετσι η καθολική ισχύς των συμβάσεων που εκτός των άλλων εμποδίζει τον αθέμιτο ανταγωνισμό διαβρώνεται.
Επιπλέον δίνεται η δυνατότητα στον υπουργό να αποφασίζει εάν συντρέχουν όροι και προϋποθέσεις για την εξαίρεση μιας επιχείρησης. Αντίθετα από ό,τι συμβαίνει σε άλλες χώρες της Ευρώπης όπου για τις τυχόν εξαιρέσεις αφενός υπάρχουν πολύ συγκεκριμένα, αυστηρά προκαθορισμένα κριτήρια και αφετέρου η απόφαση λαμβάνεται από τα μέρη που υπογράφουν την εν λόγω κλαδική, εδώ δίνεται η ευχέρεια στην ηγεσία του υπουργείου Εργασίας να αποφασίζει κατά περίπτωση.
Πολύ επικίνδυνες είναι επίσης οι εξαιρέσεις τοπικού χαρακτήρα, το γεγονός δηλαδή ότι γεωγραφικές περιοχές δεν θα έχουν την υποχρέωση να εφαρμόζουν τις ισχύουσες κλαδικές. Και πάλι τα κριτήρια εξαίρεσης εξειδικεύονται με απόφαση του υπουργού Εργασίας αφήνοντας κατά μέρος τα συμβαλλόμενα μέρη.
Για την εφαρμογή της αρχής της επεκτασιμότητας, της ισχύος δηλαδή μιας κλαδικής σύμβασης σε όλες τις επιχειρήσεις του κλάδου, υπεισέρχεται το κριτήριο των επιπτώσεων στην ανταγωνιστικότητα. Εδώ φαίνεται ότι τα παθήματα της κρίσης δεν μας έγιναν μαθήματα. Έχουν γραφτεί σελίδες άρθρων, έχουν εκπονηθεί αναλύσεις βασισμένες στα δεδομένα και στην εμπειρία της ελληνικής κρίσης που αποδεικνύουν ότι για τη χαμηλή ανταγωνιστικότητα δεν ευθύνονται οι υψηλοί μισθοί. Δεν διορθώνεται το έλλειμμα καινοτομίας, οργάνωσης, αποδοτικής διοίκησης με την απομύζηση των εργαζομένων.