Ο Αντόνιο Γκράμσι διαχώριζε τους διανοούμενους, είτε από τον χώρο των τεχνών και των γραμμάτων είτε από την επιστήμη, σε παραδοσιακούς και οργανικούς. Η δεύτερη κατηγορία στρέφεται κατά του κράτους και οφείλει να παρεμβαίνει με θέσεις και επιχειρήματα ώστε να προασπίζεται τις ηθικές αξίες και την κοινωνική δικαιοσύνη. Διαφορετικά, συμμετέχει και ευνοεί την έννοια της ηγεμονίας που στηρίζεται στην ιδέα της συναίνεσης.
Οι πρόσφατες αποχωρήσεις αρκετών πανεπιστημιακών από τον ΣΥΡΙΖΑ, με κορυφαίο τον Αριστείδη Μπαλτά που είχε διατελέσει και υπουργός Πολιτισμού (σημειωτέον ότι τα είχε κάνει μούσκεμα με τον Γιώργο Λούκο και την αποπομπή του από το Φεστιβάλ Αθηνών), εγείρουν ερωτήματα. Πού ήταν όλοι αυτοί στις δύσκολες περιόδους της χώρας, με οικονομική κρίση, πανδημία και φυσικές καταστροφές; Γιατί δεν είχαν προσφέρει τις υπηρεσίες τους στο κόμμα συν-διαμορφώνοντας μια πολιτική στοχασμού ως επαΐοντες; Ο διανοούμενος, σχεδόν εξ ορισμού, έρχεται σαν ιός και διαταράσσει το οικοσύστημα της εφησυχασμένης σκέψης. Ομως εκείνοι είχαν επιλέξει τον εγκλεισμό στον γυάλινο πύργο της σιωπής, αλλά, ω του θαύματος, ο Κασσελάκης γιάτρεψε την αφωνία τους. Η Αριστερά είχε στους κόλπους της άτομα του διαμετρήματος ενός Καστοριάδη και ενός Πουλαντζά. Οι σημερινοί, αφού αναλώθηκαν σε τετριμμένους μηρυκασμούς, τελικά συνετρίβησαν ανάμεσα στην καπιταλιστική Σκύλλα και τη σταλινική Χάρυβδη.
Ετσι, μας έμεινε αμανάτι η κατηγορία των λαλίστατων μιντιακών «διανοουμένων». Καλλιεργητές του cult of personality κι αυτό ακριβώς εκμεταλλεύονται και τα ΜΜΕ για το αμοιβαίο αλισβερίσι. Μεταπράτες της εξουσίας και φρουροί του συστήματος. Σ’ αυτή την κατηγορία ανήκουν κυρίως η Σώτη Τριανταφύλλου, ο Πέτρος Τατσόπουλος, ο Χρήστος Χωμενίδης και ο Τάκης Θεοδωρόπουλος. Μαϊντανοί που χρειάζονται για ένα άλλοθι σοβαροφάνειας. Εμφανίστηκαν ως τα τρομερά παιδιά της λογοτεχνίας, αλλά η πραγματικότητα τους διέψευσε και συμπεριφέρονται σαν τους μεγαλύτερους βάτραχους του μικρότερου βάλτου. Συνήθως μιλάνε επί παντός επιστητού, με ρητορική μίσους και με τις κοινοτοπίες του ταξιτζή γαρνιρισμένες με σάλτσα αρνητικής πρόκλησης.
Αν δεν γέννησαν συγγραφικά χρυσά αυγά, ποσώς μας ενδιαφέρει. Μα πώς να ρεφάρει την αξιοπιστία του, π.χ., ο Τάκης Θεοδωρόπουλος, που από τις στήλες της «Καθημερινής» διατείνεται ότι «η γενιά του Πολυτεχνείου είναι μια επινόηση της Μεταπολίτευσης» και ότι «κακώς δαιμονοποιούν την Ακροδεξιά με σχεδόν θρησκευτική ευλάβεια». Του προτείνουμε το επόμενο άρθρο του να έχει τίτλο «Στη χούντα κοιμόμασταν με ανοιχτά παράθυρα». Την ίδια εμπάθεια, χωρίς να μπαίνει στον κόπο μιας σοβαρής πολιτικής ανάλυσης, διατυπώνει και ο Χωμενίδης με αφορμή την επιλογή Κασσελάκη: «Η Αριστερά ξέρει να παράγει θόρυβο. Μπορεί εμείς οι υπόλοιποι να παρακολουθούμε με κάποια σαδιστική ηδονή την πορνογραφία της αποσύνθεσής του, όμως οι ίδιοι την απολαμβάνουν».
Η Σώτη έχει αναλάβει εργολαβικά την ισλαμοφοβία. Ξεσπάθωσε τον τελευταίο καιρό ταυτίζοντας το δίκαιο της Παλαιστίνης με τη Χαμάς. Πιστεύοντας πως η «πολυπολιτισμικότητα είναι ένα χονδροειδές λάθος», ούτε για χάρη των μορφωτικά «πληβείων» οπαδών της δεν κάνει τη διάκριση ανάμεσα στον ακραίο φονταμενταλισμό και μια θρησκεία που σεβάστηκε τις άλλες.
Στους παραπάνω ταιριάζει γάντι η φράση της Γερτρούδης Στάιν: «Οι μικροί συγγραφείς έχουν ακριβώς τα ίδια βάσανα και τις ίδιες αγωνίες με τους μεγάλους. Μόνο που είναι μικροί».