Μάσκα και παγουρίνο, ο φερετζές της προχειρότητας του υπουργείου
Λίγες μέρες προτού χτυπήσει το κουδούνι για τη νέα σχολική χρονιά κι ενώ τα κρούσματα μολύνσεων αυξάνονται διαρκώς, η κυβέρνηση παρουσίασε το σχέδιό της για τα μαθήματα εν μέσω πανδημικής κρίσης. Ολα τα μέτρα συνοψίζονταν στο εξής ένα: μάσκα. Το μοναδικό όπλο της κυβέρνησης για την καταπολέμηση της διασποράς του ιού στα σχολεία είναι η χρήση υφασμάτινης μάσκας. Και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) μιλάει για μάσκα στην πρόσφατη ανακοίνωσή του, αλλά θέτει όριο σε ηλικίες, αναφέρει συγκεκριμένο τύπο και το συνδυάζει με άλλα μέτρα, όπως βλέπουμε να σχεδιάζονται και σε άλλες χώρες. Περισσότερες αίθουσες, μικρότερα τμήματα και προσλήψεις προσωπικού απουσιάζουν από τις στοχεύσεις της υπουργού Νίκης Κεραμέως, η οποία στη Βουλή αιτιολόγησε τον κυβερνητικό σχεδιασμό με το κόστος των μέτρων για τη δημόσια υγεία, καθώς τα δημοσιονομικά δεν αντέχουν!
Η κυβέρνηση είχε όλο τον χρόνο των διακοπών να εκπονήσει ένα στιβαρό σχέδιο διαχείρισης της σχολικής ζωής εν μέσω υγειονομικής κρίσης με καλή οργάνωση και σαφώς χρηματοδότηση. Ετσι έπεσαν οι μάσκες. Τόσο στην υγεία όσο και στην παιδεία η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν εκμεταλλεύτηκε τον πολύτιμο χρόνο του ανοιξιάτικου lockdown. Αντιθέτως, έβαλε το πρόβλημα κάτω από το χαλί, όπως επαναλάμβαναν από την αρχή της καραντίνας γιατροί και εκπαιδευτικοί μέσα από το Documento, την ώρα που ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέλιος Πέτσας κατηγορούσε την εφημερίδα για fake news. Η ανησυχία γιγαντώνεται όταν σε δημοσιεύματα εμφανίζονται τα μέλη της επιτροπής λοιμωξιολόγων να μιλούν για ελλιπή ενημέρωση από τον ΕΟΔΥ και για πολιτικές αποφάσεις που επισκιάζουν τα υγειονομικά δεδομένα. Και όλα αυτά όταν ο αριθμός των κρουσμάτων κάνει ρεκόρ καθημερινά.
Η κ. Κεραμέως δεν έδωσε σαφή ημερομηνία έναρξης της νέας χρονιάς, αλλά άφησε να προσδιοριστεί από την προϋπόθεση της… έγκαιρης επιστροφής των οικογενειών από τις διακοπές. Η τελική απόφαση για το πρώτο κουδούνι της χρονιάς αλλά και οι διευκρινίσεις για τη λειτουργία των σχολείων υπό αυτές τις συνθήκες αναμένεται να ανακοινωθούν αύριο και η ανησυχία των εκπαιδευτικών αλλά και των ειδικών κορυφώνεται. Δηλώνουν υπέρ της χρήσης μάσκας, σε συνδυασμό όμως με την τήρηση των απαραίτητων αποστάσεων. Η ασφάλεια της σχολικής κοινότητας μπορεί να επιτευχθεί μόνο με επιπλέον τμήματα, ενίσχυση του διδακτικού προσωπικού και την απαραίτητη καθαριότητα.
Και ο σύμβουλος της κυβέρνησης για την πανδημία και καθηγητής του LSE Ηλίας Μόσιαλος αντιτάχθηκε ουσιαστικά στις επιλογές του κυβερνητικού επιτελείου, μιλώντας για άνοιγμα των σχολείων αλλά υπό αυστηρές προϋποθέσεις. «Αρκούν οι μάσκες;» αναρωτήθηκε, όπως και οι περισσότεροι πολίτες, σε ανάρτησή του στα social media και άρχισε να εκτοξεύει καρφιά: «Για τον συστηματικό έλεγχο της αντιμετώπισης της πανδημίας απαιτούνται και η εφαρμογή της συχνής υγιεινής των χεριών, η τήρηση των αποστάσεων και ο εξαερισμός με φρέσκο αέρα για να αποτραπεί η μείωση της αερογενούς μετάδοσης. Αυτό σημαίνει μικρότερος αριθμός παιδιών ανά τάξη με βάση τις προδιαγραφές και τις συστάσεις άλλων αναπτυγμένων ευρωπαϊκών χωρών».
Αλλά και η Νότια Κορέα, μια από τις λίγες χώρες που έχουν ανταποκριθεί επαρκώς στην τρέχουσα υγειονομική κρίση λόγω πρότερης εμπειρίας, δεν δίστασε να κλείσει τα σχολεία της πρωτεύουσας Σεούλ όταν είδε τα κρούσματα να αυξάνονται ραγδαία. Η δημόσια υγεία μπορεί να τεθεί πάνω από όλα, όπως φαίνεται.
Μόνη δεν θα έχει αποτέλεσμα
Δάσκαλοι και καθηγητές μιλώντας στο Documento κάνουν ξεκάθαρο ότι δεν αρνούνται τη χρήση μάσκας. «Οι εκπαιδευτικοί δεν αρνούνται τις μάσκες. Μπορεί να έχει δυσκολία, αλλά δεν είναι αυτό το πρόβλημα πρωτεύον· είναι να προστατευτεί η υγεία των μαθητών και των εκπαιδευτικών. Το πρόβλημα είναι ότι οι μάσκες από μόνες τους χωρίς τα υπόλοιπα μέτρα που έχουν προτείνει οι εκπαιδευτικοί δεν νομίζουμε ότι θα είναι αποτελεσματικό μέτρο» λέει η καθηγήτρια Μαρία Γεωργαρίου και συμπληρώνει: «Οι εκπαιδευτικοί ζητάμε μικρότερα τμήματα, τεστ σε εκπαιδευτικούς, μόνιμο προσωπικό καθαριότητας, επιπλέον καθηγητές και βέβαια πρέπει να λυθεί το ζήτημα των καθηγητών που πηγαίνουν σε πολλά σχολεία παράλληλα».
«Η χρήση μάσκας δεν δημιουργεί πρόβλημα στην υγεία των παιδιών» καθιστά σαφές η καθηγήτρια Επιδημιολογίας στην Ιατρική Σχολή της Αθήνας Αθηνά Λινού: «Πρέπει όμως να υπάρξει εκπαίδευση για τη σωστή χρήση της και να υπάρξουν προδιαγραφές ώστε να είναι κατάλληλες οι μάσκες. Παράλληλα πρέπει να υπάρξει καλή επικοινωνία με τα παιδιά, ώστε να ενημερώνονται για τη σωστή χρήση της μάσκας αλλά και να μην πανικοβάλλονται».
Οπως επισημαίνει η κ. Λινού για την αντιμετώπιση της πανδημίας, «για να έχουμε πλήρη κάλυψη, δηλαδή τη μέγιστη δυνατή προστασία, θα πρέπει να έχουμε και τις μάσκες και τις αποστάσεις και την πρόσβαση σε τρεχούμενο νερό με σαπούνι ή αντισηπτικό και την αξιοποίηση των εξωτερικών χώρων, δηλαδή τα παιδιά πρέπει να βγαίνουν πιο πολλές ώρες έξω, να κάνουν περισσότερο μάθημα στην αυλή όσο το επιτρέπει ο καιρός».
Μια άλλη παράμετρο στο θέμα της χρήσης μάσκας στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση βάζει ο δάσκαλος Γιάννης Κανελλόπουλος: «Με δεδομένο ότι τα παιδιά θα προαυλίζονται και θα κάνουν γυμναστική χωρίς μάσκα, σίγουρα χρειάζονται περισσότερες από δύο μάσκες από αυτές που θα διαθέσει το υπουργείο. Το παιδί σε αυτές τις ηλικίες δεν μπορεί να βγάζει και να αποθηκεύει με τον ίδιο ευλαβικό τρόπο τη μάσκα του όπως ένας ενήλικας. Αυτό που μπορούν να κάνουν είναι να την αντικαθιστούν με μια άλλη, διαφορετικά θα πιάνουν τη μολυσμένη μάσκα και θα τη βάζουν στο πρόσωπό τους».
Μια μάσκα αλλά ποια μάσκα;
Την ώρα που στην πλειονότητά τους οι χώρες ανοίγουν τα σχολεία θέτοντας ως βασική προϋπόθεση την υποχρεωτική χρήση μάσκας από τα παιδιά, η γενική οδηγία του ΠΟΥ προκαλεί σύγχυση ακόμη μια φορά. Τα παιδιά άνω των δώδεκα ετών θα πρέπει να φορούν μάσκα όπου είναι υποχρεωτική για τους ενήλικες, τα παιδιά έξι έως έντεκα ετών θα φορούν μάσκες υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, ενώ ο οργανισμός συνιστά να μην τη φορούν παιδιά από πέντε ετών και κάτω. Ο ΠΟΥ επίσης συστήνει μάσκα με συγκεκριμένες προδιαγραφές: να είναι τριών σωμάτων, εκ των οποίων το μεσαίο αποσπώμενο.
Οι προδιαγραφές για τις μάσκες ορίζονται από το υπουργείο Υγείας, επισημαίνει στο Documento ο Δημήτρης Παπαστεργίου, δήμαρχος Τρικκαίων και πρόεδρος της ΚΕΔΕ.
Μάλιστα, στις 27 Αυγούστου υπήρξε αίτημα από την ΚΕΔΕ προς την επιτροπή λοιμωξιολόγων για τις διαστάσεις της μάσκας ώστε να αποτυπωθούν με σαφήνεια στον διαγωνισμό για την προμήθεια για εκπαιδευτικούς και μαθητές. Οπως ανέφερε στο Documento o κ. Παπαστεργίου, θα γίνει μειοδοτικός διαγωνισμός από την ΚΕΔΕ για ανάθεση προμήθειας και για κάθε μάσκα η τιμή βάσης επί της οποίας θα γίνει έκπτωση από τον προμηθευτή θα είναι περίπου 1,2 ευρώ. Σύμφωνα με όσα επικρατούν στην αγορά, όπως τονίζει ο κ. Παπαστεργίου, το κόστος είναι περίπου 1 ευρώ για τέσσερις μάσκες. Ολα αυτά συμβαίνουν αφού πνίγηκαν στα ρηχά οι υποστηρικτές της κυβέρνησης που κραύγαζαν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης περί «ατομικού αξεσουάρ» για τη μάσκα προκειμένου να μη χορηγηθεί δωρεάν…
Πόσα παιδιά σε μία τάξη;
Χωρίς ακόμη να έχει αποσαφηνιστεί επιστημονικά αν και πόσο μεταδίδουν τα παιδιά τον ιό, όλες οι χώρες του κόσμου καλούνται να πάρουν αποφάσεις και να λάβουν μέτρα για την έναρξη της σχολικής χρονιάς. Οσα συμβαίνουν στις άλλες χώρες της Ευρώπης επιβεβαιώνουν την κριτική που ασκείται. Η γειτονική Ιταλία που χτυπήθηκε όσο καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα αλλά και άλλες ευρωπαϊκές αυστηροποιούν τα μέτρα, αναζητούν λύσεις για την τήρηση των αποστάσεων μεταξύ των μαθητών, προσλαμβάνουν επιπλέον εκπαιδευτικό προσωπικό, μοιράζουν τις τάξεις και αναζητούν μεγαλύτερες αίθουσες.
Οι τάξεις θα λειτουργήσουν σύμφωνα με τις εξαγγελίες της υπουργού Παιδείας σε πλήρη σύνθεση, έστω κι αν σύμφωνα με τους ακραίους στατιστικούς υπολογισμούς της κ. Κεραμέως αυτό σημαίνει κατά μέσο όρο 17 μαθητές ανά τάξη, νούμερο που διαψεύδει η πραγματικότητα που περιγράφουν οι εκπαιδευτικοί. Δάσκαλοι και μαθητές θα στοιβαχτούν σε λίγα τετραγωνικά για πολλές ώρες. «Η λειτουργία των σχολικών μονάδων θα είναι με όλους τους μαθητές σε καθημερινή βάση. Εδώ θα ήθελα να τονίσω ότι ο μέσος όρος μαθητών ανά τάξη στην επικράτεια είναι 17 μαθητές». Αυτή η δήλωση της υπουργού προκάλεσε μυριάδες αρνητικά σχόλια, όπως ήταν αναμενόμενο, και βέβαια διαψεύσεις από τους ανθρώπους που καθημερινά μετρούν τις παρουσίες στην τάξη, δηλαδή τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς.
Με άρθρο του ο πρώην πρόεδρος της ΟΛΜΕ Θέμης Κοτσιφάκης παρουσιάζει μια άλλη εικόνα από εκείνη που έχει η αρμόδια υπουργός για τον αριθμό των μαθητών στις σχολικές τάξεις: «Τα επίσημα στοιχεία αποκαλύπτουν ότι τα 3/4 του μαθητικού δυναμικού της χώρας μας σπουδάζουν σε τμήματα με αριθμό μαθητών από 18 έως 30. Αυτό σημαίνει ότι πάνω από 1 εκατομμύριο μαθητές και μαθήτριες σε πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση βρίσκονται καθημερινά σε συνωστισμό και οι εκπαιδευτικοί θα αναρωτιούνται καθημερινά πώς θα διαχειριστούν την κατάσταση. Να επισημάνουμε ακόμη ότι περίπου 700.000 μαθητές και μαθήτριες σπουδάζουν σε τμήματα από 21 έως 30 μαθητές ανά τμήμα».
Σε άλλο σημείο ο κ. Κοτσιφάκης αποδομεί πλήρως το σχόλιο της υπουργού Παιδείας: «Το υπουργείο Παιδείας πρόσφατα αύξησε τον αριθμό των μαθητών ανά τμήμα από 22 στους 25 στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, καταργώντας τη σχετική νομοθεσία που θεσμοθετήθηκε το 2018. Η ενίσχυση του δημόσιου συστήματος παιδείας σε υποδομές και προσωπικό είναι μια αδήριτη ανάγκη. Προϋποθέτει τη γενναία αύξηση των δημόσιων δαπανών και όχι άσκηση νεοφιλελεύθερων πολιτικών που αποδομούν το δημόσιο σχολείο και δυστυχώς έχει υιοθετήσει η σημερινή κυβέρνηση της ΝΔ».
Ανεπαρκείς υποδομές
Ο κ. Μόσιαλος στην ανάρτησή του με την οποία επικρίνει την κυβέρνηση δεν παρέλειψε να προτείνει την εξεύρεση χώρων ώστε να γίνεται το μάθημα τηρώντας τις αποστάσεις και μίλησε για την αναγκαία –φυσικό παρεπόμενο ήταν– ενίσχυση του εκπαιδευτικού προσωπικού. «Προφανώς θα χρειαστούν και ενίσχυση του εκπαιδευτικού προσωπικού, προσλήψεις αναπληρωτών καθηγητών και ανακλήσεις αποσπάσεων» ανέφερε σχολιάζοντας και τις ανεπαρκείς υποδομές σε πολλά ελληνικά σχολεία.
Ενα ζήτημα που δεν έχει μέχρι στιγμής λυθεί θέτει η εκπαιδευτικός κ. Γεωργαρίου και αφορά την επισκευή αλλά και την επιπλέον κατασκευή πολλών υγειονομικών υποδομών στα σχολεία, καθώς σε πολλά από αυτά λειτουργούν ελάχιστες βρύσες ώστε να πλένουν τα παιδιά τα χέρια τους στον λιγοστό χρόνο που θα διαρκεί το διάλειμμα, ιδιαίτερα όταν έχει ήδη ανακοινωθεί ότι τα διαλείμματα θα γίνονται σε ξεχωριστές ώρες για την αποφυγή του συγχρωτισμού.
«Είναι αναγκαία η επιπλέον χρηματοδότηση των σχολικών επιτροπών» αναφέρει η κ. Γεωργαρίου. «Από πού θα αφαιρεθούν χρήματα για την αγορά υλικών καθαρισμού, από το πετρέλαιο;» αναρωτιέται, εξηγώντας ότι «το υπουργείο Παιδείας σε όλη την προηγούμενη φάση δεν έδωσε 1 ευρώ παραπάνω για τη διαχείριση της κρίσης της Covid-19. Τα πρώτα σαπούνια που ήρθαν στο σχολείο ήταν δωρεά του Παπουτσάνη».
Από την πλευρά του ο κ. Κανελλόπουλος επισημαίνει ότι υπήρχε χρόνος για τη σωστή οργάνωση της νέας σχολικής χρονιάς: «Ολα αυτά δεν γίνονται την 1η Σεπτεμβρίου, ήθελε σχεδιασμό από πριν ώστε να μη βρεθούμε στη δυσάρεστη θέση να στοιβαχτούν 25 μαθητές σε μια αίθουσα».
Κολλάνε ή όχι τα παιδιά;
Ποια είναι τα μέχρι στιγμής δεδομένα για τη μεταδοτικότητα των παιδιών; «Οι τελευταίες μελέτες δείχνουν ότι τα παιδιά πάνω από δώδεκα χρόνων μεταδίδουν τον ιό το ίδιο όπως και οι ενήλικες, ενώ τα μικρότερα παιδιά σύμφωνα με μελέτη της Νότιας Κορέας μεταδίδουν λιγότερο και ο λόγος που αυτό συμβαίνει είναι ότι τα παιδιά έχουν μικρότερο ύψος, με αποτέλεσμα να μην έρχεται σε επαφή η αναπνοή τους με την αναπνοή των ενηλίκων. Αυτό βέβαια σημαίνει ότι μεταξύ τους τον μεταδίδουν» επισήμανε στο Documento η καθηγήτρια Επιδημιολογίας Αθηνά Λινού.
Πρόσφατες έρευνες που δημοσίευσε το ειδησεογραφικό πρακτορείο Bloomberg αναφέρουν ότι οι επιστήμονες της Σχολής Υγιεινής και Τροπικής Ιατρικής του Λονδίνου διαπίστωσαν ότι τα κλινικά συμπτώματα εκδηλώνονται στο 21% των λοιμώξεων σε παιδιά ηλικίας από δέκα έως 19 ετών, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τα άτομα ηλικίας άνω των 70 ετών αγγίζει το 69%. Από την άλλη πλευρά έρευνες αρχίζουν να δείχνουν πόσο μεταδοτικά ενδέχεται να είναι τα παιδιά που έχουν μολυνθεί από Covid-19, ακόμη κι αυτά που δεν παρουσιάζουν συμπτώματα. «Αντίθετα με όσα πιστεύαμε βάσει των επιδημιολογικών στοιχείων, τα παιδιά δεν γλιτώνουν από την πανδημία αυτή» δήλωσε ο δρ Αλέσιο Φασάνο, διευθυντής του Κέντρου Ανοσολογίας και Βιολογικών Ερευνών στο Γενικό Νοσοκομείο της Μασαχουσέτης και συντάκτης της έρευνας.
Η επιστημονική ομάδα του Φασάνο στο Γενικό Νοσοκομείο Μασαχουσέτης και το Γενικό Νοσοκομείο Παίδων Μασαχουσέτης κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα παιδιά που έχουν μολυνθεί από κορονοϊό έχουν σημαντικά μεγαλύτερο ιικό φορτίο στους αεραγωγούς τους από τους ενήλικες που νοσηλεύονταν σε μονάδες εντατικής θεραπείας λόγω Covid-19. Το υψηλό ιικό φορτίο εντοπίστηκε σε όλες τις ηλικίες, από νήπια έως εφήβους, αν και οι περισσότεροι συμμετέχοντες στην έρευνα ήταν ηλικίας 11-17 ετών.
Αλλη έρευνα στη Νότια Κορέα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι πιο πιθανό είναι οι άνθρωποι να μολυνθούν από κορονοϊό από μέλη της οικογένειάς τους, με τα παιδιά κάτω των εννέα ετών να είναι λιγότερο πιθανό να φέρουν την ασθένεια στο σπίτι.
Η κ. Λινού αναφέρεται πάντως και στην ανάγκη της καθημερινής ρουτίνας των παιδιών για την αποφυγή της διασποράς του ιού. «Είναι σημαντικό τα παιδιά να πηγαίνουν κάθε μέρα σχολείο με τους ίδιους εκπαιδευτικούς και την ίδια ομάδα παιδιών, γιατί όταν μοιράστηκαν σε πολλά μέρη του κόσμου αυξήθηκε ο κίνδυνος μετάδοσης του ιού διότι τη μέρα που δεν πήγαιναν τα παιδιά σχολείο πήγαιναν σε συγγενείς ή σε κέντρα απασχόλησης. Πρέπει να υπάρχει σταθερή ρουτίνα και τα παιδιά να βλέπουν τους ίδιους ανθρώπους» επισημαίνει.
Ολα τα παραπάνω στοιχεία δηλώνουν ότι κανείς δεν είναι άτρωτος, γεγονός που σημαίνει ότι οι αποφάσεις για τις προϋποθέσεις για το άνοιγμα των σχολείων επιβάλλεται να ακολουθούν πιστά τις οδηγίες των ειδικών, δηλαδή μάσκα, αποστάσεις και υγιεινή των χεριών. Τι είναι όμως από όλα αυτά εφικτό να γίνει στα ελληνικά σχολεία;
Η οδηγία του ΠΟΥ για τις μάσκες των μαθητών ανά ηλικία
Σύμφωνα με το παράρτημα της έκθεσης του ΠΟΥ που εκπονήθηκε σε συνεργασία με τη UNICEF και δημοσιεύτηκε στις 21 Αυγούστου συνάγονται τα εξής:
• Τα παιδιά κάτω των πέντε ετών δεν πρέπει να φορούν μάσκες.
Η συγκεκριμένη οδηγία σχετίζεται με την ασφάλεια του παιδιού αλλά και το ενδιαφέρον του και την ικανότητά του να τη χρησιμοποιήσει με σωστό τρόπο με ελάχιστη υποβοήθηση. Εξαίρεση μπορεί να γίνει εφόσον συντρέχουν ειδικοί τοπικοί λόγοι στη χρήση της ή ανάγκη λόγω ειδικού περιβάλλοντος, όπως το να βρίσκονται κοντά σε άτομα που ανήκουν σε ευπαθή ομάδα. Υπό αυτές τις συνθήκες, αν το παιδί φοράει μάσκα, ο γονέας ή άλλος επιβλέπων θα πρέπει να είναι σε συνεχή οπτική επαφή μαζί του προκειμένου να εγγυάται την ασφαλή χρήση της μάσκας.
• Για τις ηλικίες από έξι έως έντεκα ετών η μάσκα συστήνεται εφόσον υπάρχει υψηλός ρυθμός μετάδοσης του ιού στην περιοχή όπου διαμένει το παιδί και μπορεί να διασφαλιστεί η σωστή χρήση της. Επιπλέον λόγο αποτελεί η ύπαρξη ατόμου που ανήκει σε ευπαθή ομάδα στο περιβάλλον του παιδιού.
Απαραίτητες προϋποθέσεις για την εξασφάλιση της αποτελεσματικότητας του μέτρου είναι η ικανότητα του παιδιού να χρησιμοποιεί σωστά και με ασφάλεια τη μάσκα, η εκπαίδευσή του στο πώς να τη φοράει με ασφαλή τρόπο και πώς να την αφαιρεί, η πρόσβαση σε μάσκες, η πλύση και αντικατάσταση μασκών στο συγκεκριμένο περιβάλλον (σχολεία και υπηρεσίες παιδικής φροντίδας), η επαρκής επίβλεψη από ενήλικες καθώς και να μην επιδρά με αρνητικό τρόπο στην εκμάθηση και τη φυσική και κοινωνική ανάπτυξή του.
• Για τα παιδιά από δώδεκα ετών και άνω η χρήση της μάσκας γίνεται με βάση το πλαίσιο που αφορά τους ενήλικες, ιδιαίτερα όταν δεν δύναται να διασφαλιστεί η εφαρμογή της ελάχιστης απόστασης του ενός μέτρου μεταξύ των ατόμων και υπάρχει υψηλή μετάδοση στην περιοχή.
Κατά την άθλησή τους ή κατά τη διάρκεια της φυσικής άσκησης τα παιδιά δεν θα πρέπει να φορούν μάσκα προκειμένου να μην παρεμποδίζεται η αναπνοή τους. Εναλλακτικά προτείνεται η ενθάρρυνση της λήψης άλλων σημαντικών μέτρων δημόσιας υγείας, όπως η διατήρηση της απόστασης του ενός μέτρου μεταξύ των ατόμων, ο περιορισμός του αριθμού των παιδιών που παίζουν μεταξύ τους, η πρόσβαση στις εγκαταστάσεις υγιεινής και η ενθάρρυνση της χρήσης τους.
Ακόμη κι αν τηρηθεί κατά γράμμα η οδηγία των ΠΟΥ – UNICEF όπως περιγράφεται παραπάνω, ζωτικής σημασίας είναι η επιλογή του σωστού τύπου μάσκας, που και πάλι περιγράφεται από τον οργανισμό με βίντεο στην ιστοσελίδα του. Συγκεκριμένα συστήνεται υφασμάτινη μάσκα τριών στρωμάτων, εκ των οποίων το μεσαίο αποσπώμενο.
Το εσωτερικό στρώμα, το οποίο έρχεται σε επαφή με το πρόσωπο, θα πρέπει να είναι από υδρόφιλο υλικό προκειμένου να απορροφώνται εύκολα τα αεροσταγονίδια του στόματος. Το μεσαίο αποσπώμενο στρώμα, το οποίο λειτουργεί σαν φίλτρο, θα πρέπει ιδανικά να είναι από ύφασμα πολυπροπυλένιου, ενώ το εξωτερικό στρώμα από υδροφοβικό ύφασμα. Αν κάποιο παιδί έχει υποκείμενα νοσήματα, θα πρέπει να φοράει ιατρική μάσκα κατόπιν συνεννόησης με ιατρικό σύμβουλο.