Ανησυχία και προβληματισμό προκαλούν τα στοιχεία που φέρνει στο προσκήνιο η πρώτη ολοκληρωμένη μελέτη για την επίδραση των λύκων στον πληθυσμό και την κινητικότητα του κόκκινου ελαφιού στην Πάρνηθα, η οποία εκπονήθηκε από την ομάδα της ΜΚΟ Βιόσφαιρας.
Τα αρχικά συμπεράσματα της μελέτης αποκαλύπτουν ότι οι λύκοι που επανεμφανίστηκαν στην Πάρνηθα κατά προσέγγιση το 2009-10, 80 χρόνια περίπου μετά την εξαφάνισή τους από την περιοχή, δείχνουν ιδιαίτερα έντονα τα… δόντια τους. Μάλιστα εκτιμάται πως αν συνεχιστεί ο τρέχων ρυθμός θήρευσης του ελαφιού από τον φυσικό του εχθρό, τότε ο αυτόχθονας πληθυσμός των ελαφιών στο Εθνικό Πάρκο της Πάρνηθας θα μειωθεί σημαντικά.
Εξίσου σημαντικό θέμα που αναδεικνύεται από τη μελέτη είναι το οξύ πρόβλημα των άγριων αδέσποτων σκυλιών που –σε αντίθεση με τους λύκους- απειλούν και τους ανθρώπους, ενώ έχουν κάνει ήδη την εμφάνιση τους υβρίδια λύκου-σκύλου.
Η εν λόγω μελέτη βασίστηκε σε πληροφορίες που προέκυψαν μετά από 1,5 χρόνο συστηματικής καταγραφής δεδομένων, που περιλάμβανε μεταξύ άλλων γενετική και τροφική ανάλυση, από τον Γιώργο Γιαννάτο, βιολόγο άγριας πανίδας και την ομάδα της ΜΚΟ Βιόσφαιρας.
Αν και δεν είναι ευρύτερα γνωστό, ο πληθυσμός των λύκων στην Πάρνηθα είναι ένας από τους πυκνότερους διεθνώς και σχεδόν δεκαπλάσιος από τους αντίστοιχους σε άλλα μέρη της Ελλάδας με παρόμοια έκταση. Ο ελάχιστος πληθυσμός τους στην περιοχή μελέτης υπολογίσθηκε σε 33 άτομα, ενώ όπως σημειώνεται στη μελέτη παρατηρήθηκε επέκταση του πληθυσμού των λύκων ανατολικά του Εθνικού Πάρκου (Ε.Π) προς την περιοχή Μαλακάσας, Ωρωπού, Μήλεσι. Η παρουσία πιστοποιήθηκε με την καταγραφή νεκρού ενήλικου αρσενικού λύκου από τροχαίο τον Μάιο 2018, στον παράπλευρο της Εθνικής οδού. Επίσης καταγράφηκαν υβρίδια λύκου – σκύλου στην ευρύτερη περιοχή της Δυτικής Πάρνηθας όπου και εντοπίζεται το μεγαλύτερο πρόβλημα αδέσποτων στην περιοχή μελέτης.
Ο πληθυσμός των άγριων οπληφόρων υπολογίσθηκε για την άνοιξη 1160 ελάφια περίπου και 980 αγριόχοιροι. Οι υπολογισμοί αυτοί έγιναν στην έκταση συστηματικής καταμέτρησης των ελαφιών από τον Φορέα Διαχείρισης του Ε.Π Πάρνηθας που υπολογίζεται σε 140 τ.χλμ. περίπου και δεν καλύπτουν όλη την έκταση της περιοχής μελέτης που υπεβαίνει τα 300 τ.χλμ.
Αν και σε αυτή τη φάση της παρακολούθησης, οι μελετητές παρατηρούν πως είναι δύσκολο να απαντηθεί με σιγουριά το συνολικό ποσοστό των θηρευομένων ελαφιών σε όλη την έκταση της περιοχής που ερευνήθηκε, εντούτοις με τη χρήση συγκεκριμένων επιστημονικών μοντέλων και βάσει των καταγραφών που έκαναν, εκτιμούν πως η συνολική ετήσια θήρευση οπληφόρων από λύκους στην περιοχή μελέτης είναι 165 ανήλικα και 130 ενήλικα ελάφια.
«Φαίνεται πως η πίεση στον πληθυσμό των ελαφιών στη ζώνη του Εθνικού Πάρκου είναι υψηλή, για τον απομονωμένο πληθυσμό των 1100 ελαφιών εφόσον πλησιάζει το 27 % του συνολικού πληθυσμού και σε αυτό πρέπει να προστεθούν άγνωστα ποσοστά φυσικής και ανθρωπογενούς θνησιμότητας. Η θνησιμότητα από θήρευση είναι στα όρια της ετήσιας αύξησης πληθυσμού των ελαφιών (30%) και σε αυτές τις συνθήκες μπορεί να αποτελέσει σημαντικό παράγοντα μείωσης του τοπικού πληθυσμού «, σημειώνεται στην μελέτη. «Σε περίπτωση που ο πληθυσμός των λύκων διατηρηθεί στα ίδια υψηλά επίπεδα – λόγω των ανθρωπογενών πηγών τροφής – και ο ρυθμός θήρευσης των ελαφιών διατηρηθεί στο ίδιο πιο πάνω ποσοστό, τότε η μείωση του απομονωμένου ενδημικού πληθυσμού ελαφιών του ΕΠ Πάρνηθας, θα επιταχυνθεί».
Με πληροφορίες από τον Ελεύθερο Τύπο