Η διάκριση των εξουσιών αποδίδεται στον Μοντεσκιέ, αν και πολλοί αρχαιολάτρες επιμένουν πως πρόκειται για σύλληψη του Πολύβιου. Εκτός φυσικά αν είσαι Κυριάκος Μητσοτάκης, οπότε μπορείς να την αποδίδεις στον Ρουσσώ εντός ελληνικής Βουλής, ή, γιατί όχι, και στον Βολταίρο αν η συμπάθειά σου προς αυτόν επεκτείνεται και πέραν του σπιτιού του στο Παρίσι.
Γεγονός πάντως είναι πως καθεμία από τις εξουσίες (νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική) οφείλει να είναι ανεξάρτητη και όλες μαζί διά της ανεξαρτησίας και του διακριτού τους ρόλου να εξασφαλίζουν τη λειτουργία της δημοκρατίας.
Στην Ελλάδα της διαπλοκής, ωστόσο, η αλληλοδιαπλοκή των εξουσιών είναι φυσικό αποτέλεσμά της. Ο υπουργός παίρνει τηλέφωνο τον δικαστή για να πράξει τα δέοντα και ο βουλευτής καταθέτει έναν νόμο που θα απαλλάξει τον υπόδικο επιχειρηματία από τα βάρη της δίωξης και κυρίως της τιμωρίας.
Αυτή είναι η γνωστή και εύκολα καταδικαστέα πλευρά της μη διάκρισης των εξουσιών και της κατάργησης του διακριτού τους ρόλου.
Υπάρχει όμως μια άλλη επικινδυνότητα: να καταργείται ο διακριτός ρόλος από την προσπάθεια οι εξουσίες να μην αλληλοελέγχονται, αλλά να αποδέχονται επιμέρους θύλακες εξουσίας με αυτονομία (όχι ανεξαρτησία) εξουσίας και ρόλο εξυπηρέτησης. Υπάρχει επίσης ο κίνδυνος η κάθε εξουσία να μην αντιλαμβάνεται την ανεξαρτησία της ως κομμάτι της λειτουργίας της δημοκρατίας, αλλά ως δοβλέτι και φέουδο.
Το θέμα όμως δεν είναι απλώς να αποφεύγεται, για παράδειγμα, η παρέμβαση της εκτελεστικής εξουσίας στη δικαστική, αλλά επίσης να μην αντιλαμβάνεται η δικαστική εξουσία τον εαυτό της ως διοίκηση και εκτελεστική εξουσία ενός «δικαστικού κράτους».
Ας το κάνουμε πιο ξεκάθαρο. Ενα από τα ανώτατα δικαστήρια της χώρας, το Συμβούλιο της Επικρατείας, από το 2015 έχει πάρει αποφάσεις που αντιστρατεύονται την εκτελεστική εξουσία, προστατεύοντας, υποτίθεται, τη συνταγματική νομιμότητα. Πέρα από όσα σχετίζονταν με τον διαγωνισμό για τις τηλεοπτικές άδειες, το ΣτΕ γνωμοδότησε κατά αποφάσεων της κυβέρνησης για τον τομέα της Υγείας, για τους διευθυντές στα δημοτικά σχολεία, για την παράταση του χρόνου μη παραγραφής αδικημάτων που αφορούν τις λίστες και άλλα πολλά.
Πρέπει να πιστέψουμε λοιπόν πως τα δύο τελευταία χρόνια είτε η κυβέρνηση νομοθετεί πέρα από κάθε νομιμότητα είτε πως το ΣτΕ αποφασίζει με γνώμονα εξαιρετικές νομικές ευαισθησίες. Πρόκειται για το ίδιο ΣτΕ που κατάπιε ως συνταγματικά τα μνημόνια, τις λιτότητες και το κόψιμο μισθών.
Εκτός εάν υποθέσουμε πως αντιλαμβάνεται τον ρόλο του σαν δικαστικού κράτους που αντιπολιτεύεται την εκτελεστική εξουσία, δηλαδή την κυβέρνηση, επιθυμώντας ίσως κάποια άλλη.
Αν ισχύει κάτι τέτοιο αποτελεί σοβαρό θεσμικό πρόβλημα, το οποίο δεν στρογγυλεύεται με δηλώσεις περί σεβασμού στις αποφάσεις της Δικαιοσύνης, αλλά λύνεται με τη σαφή διαβεβαίωση πως η εκτελεστική εξουσία, η κυβέρνηση, έχει την ευθύνη της διακυβέρνησης. Αν υπάρχει και λειτουργεί δικαστικό κράτος, το θέμα για την κυβέρνηση δεν είναι να το εξευμενίσει ούτε να δηλώσει «σεβασμό», αλλά να λειτουργήσει ως κυβέρνηση.
Οι δικαστικές αποφάσεις δεν είναι απαραίτητα σεβαστές. Δεν μπορεί μια άδικη απόφαση ή μια απόφαση πολιτικής σκοπιμότητας να εισπράττει σεβασμό. Οι δικαστικές αποφάσεις είναι απλώς εκτελεστές, χωρίς αυτό να τις κάνει και σεβαστές. Η ίδια η Δικαιοσύνη με τους βαθμούς απονομής της κάνει αυτή την παραδοχή, πως μπορεί να υπάρχουν άδικες αποφάσεις που χρειάζονται διόρθωση. Δεν μπορούν λοιπόν αυτές οι αποφάσεις να είναι σεβαστές, ούτε από τον πολίτη ούτε από την κυβέρνηση και τον υπουργό Δικαιοσύνης.
Η κυβέρνηση μπορεί λοιπόν να δεσμεύεται για την εφαρμογή των δικαστικών αποφάσεων, αλλά όχι να δηλώνει σεβασμό που δεν οφείλει να έχει. Επίσης, οφείλει να κυβερνά χωρίς να παραδίδει κομμάτι της εκτελεστικής εξουσίας σε ανθρώπους που δεν ψηφίστηκαν ούτε ελέγχθηκαν για να την έχουν. Οι κοινοτοπίες πρωτοκόλλου περί σεβασμού στις δικαστικές αποφάσεις είναι απειλή για τη δημοκρατία. Δεν διαμορφώνουν καλό κλίμα συνεργασίας των εξουσιών, αλλά συνιστούν αποδοχή των στρεβλών ρόλων. Οχι, δεν μπορεί να υπάρχει δικαστικό κράτος. Και όταν αποδεικνύεται πως υπάρχει, δεν χρειάζονται φιλοφρονήσεις και δηλώσεις καλής διάθεσης, αλλά αποκατάσταση των ρόλων. Θα γίνει τόσο ευκολότερα όσο περισσότερο καταδεικνύεται στους πολίτες η στρέβλωση.