Από το 1957 τέθηκε σε εφαρμογή το σχέδιο αναχαίτισης της Αριστεράς μέσω καταστολής, ελεγχόμενης ενημέρωσης και προπαγάνδας και με όπλο τα «μυστικά κονδύλια»
Παλιά τους τέχνη κόσκινο. Δοκιμασμένες τεχνικές που θυμίζουν αμαρτωλές εποχές επαναφέρει η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Αν και τώρα το ζητούμενο με τη χορήγηση κονδυλίων προς τον Τύπο δεν είναι ο πρωτόγονος αντικομμουνισμός, αλλά η τιθάσσευση των λαϊκών αντιδράσεων. Οι αναγωγές στο σήμερα επαφίενται στη φαντασία και την ευφυΐα του αναγνώστη, που τις θεωρούμε δεδομένες.
Ηταν το 1958 όταν οι εντυπωσιακές εκλογικές επιδόσεις της Αριστεράς, εννέα μόλις χρόνια μετά τον τερματισμό του εμφύλιου πολέμου, θορύβησαν την κυβέρνηση της Δεξιάς (ΕΡΕ) και τους πυλώνες του μετεμφυλιακού καθεστώτος: παλάτι, στρατό, μηχανισμούς ασφαλείας και αμερικανικές υπηρεσίες. Οπως σημείωνε ο καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ Ιωάννης Στεφανίδης (στο άρθρο του «…Η Δημοκρατία δυσχερής; Η ανάπτυξη των μηχανισμών του “αντικομμουνιστικού αγώνος” 1958-1961». Μνήμων, [2011] 29, 199-241, προσβάσιμο στη διεύθυνση: http://dx.doi. org/10.12681/mnimon.11), προκειμένου να αναχαιτιστεί και να συρρικνωθεί η επιρροή της Αριστεράς (ΕΔΑ) τέθηκε σε ένα είδος πολιτικής καραντίνας, ενώ η κυβέρνηση Κων. Καραμανλή έθεσε σε λειτουργία ένα σχέδιο βίαιης καταστολής, παρακολούθησης και συλλογής πληροφοριών, ψυχολογικής πίεσης, ελεγχόμενης ενημέρωσης και προπαγάνδας.
Στο πλαίσιο της αντίληψης ότι η πολιτική ήταν πρωτίστως ένας «πόλεμος ψυχολογικός», η κυβέρνηση Καραμανλή και ο ίδιος ο πρωθυπουργός έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την εφαρμογή «ψυχολογικών μέτρων». Η αποτελεσματικότητα των εμπλεκόμενων δημόσιων υπηρεσιών και ιδιωτικών οργανώσεων ενισχύθηκε. Μια Ειδική Συμβουλευτική Επιτροπή συστάθηκε με τη συμμετοχή της ηγεσίας και στελεχών της ΚΥΠ, αλλά και «διακεκριμένων διανοούμενων». Στόχος της ήταν η αποτελεσματική αντιμετώπιση της κομμουνιστικής δραστηριότητας και προπαγάνδας και «των εκ τούτων προκαλουμένων κινδύνων». Κομμουνιστικής βέβαια με τη διασταλτική έννοια καθώς ως «κομμουνιστής» εκείνη την εποχή λογιζόταν «πας μη δεξιός».
Ο συντονισμός της «διαφώτισης»
Η επιτροπή τοποθέτησε «συμβούλους» στα κρατικά μέσα ενημέρωσης και ανέπτυξε δράσεις στον τομέα της «εθνικής διαφωτίσεως». Η Γενική Διεύθυνση Τύπου και Πληροφοριών (ΓΔΤΠ), τμήμα του υπουργείου Προεδρίας Κυβερνήσεως, σε αγαστή συνεργασία με την ΚΥΠ, ανέλαβε να συντονίσει την προπαγάνδα στον φιλοκυβερνητικό Τύπο και στο ραδιόφωνο. Στόχος ήταν να υπάρχει ενιαία γραμμή ως προς «το κεντρικό θέμα που θα έπρεπε κατά τη γνώμη της υπηρεσίας να προβληθεί κάθε φορά, τη συνθηματολογία, τις θέσεις». Στην επιτροπή διατέθηκαν σημαντικά ποσά από τα λεγόμενα «μυστικά» κονδύλια, τα οποία ήταν δυνατό να εκταμιευθούν με την επίκληση «εθνικών σκοπών» «κατά παρέκκλισιν των διατάξεων του λογιστικού νόμου». Οπως σημειώνει ο Στεφανίδης, μεταξύ 1957 και 1962 τα μυστικά αυτά κονδύλια τριπλασιάστηκαν σε βάρος άλλων δαπανών, όπως π.χ. της παιδείας.
Η Υπηρεσία Πληροφοριών διενεργούσε «έρευνες» για συγκεκριμένα πρόσωπα κατόπιν «κυβερνητικής εντολής», μεριμνούσε για την έκδοση και κυκλοφορία πληθώρας αντικομμουνιστικών και άλλων εντύπων, είτε ανώνυμα είτε με ψευδή ονόματα (οι πρόδρομοι των τρολ), τροφοδοτούσε και κατηύθυνε την εκστρατεία προπαγάνδας.
«Ιδεολόγοι» με το αζημίωτο
Εξαρχής η κυβερνητική προσπάθεια απέβλεψε στην ενεργό συμμετοχή ιδιωτικών φορέων, όπως τα «νομιμόφρονα» συνδικάτα και συνεταιρισμοί, πνευματικές ενώσεις με «εθνικόφρονα προσανατολισμό», η εκκλησία, σωματεία εφέδρων, παλαιών πολεμιστών, αναπήρων και θυμάτων πολέμου, αγωνιστών της «εθνικής αντιστάσεως» και ιδίως μια σειρά από οργανώσεις με ποικίλη σύνθεση και συμμετοχή. Σε αντάλλαγμα για την επαγγελματική τους αποκατάσταση τα μέλη των «εθνικών σωματείων» αναλάμβαναν να λειτουργήσουν ως «ζωντανοί διαφωτιστές» στον εργασιακό και κοινωνικό τους περίγυρο. Οι πόροι εξασφαλίζονταν από τα «μυστικά κονδύλια», ιδίως με τη μορφή επιχορηγήσεων προς τα έντυπα που εξέδιδαν (σας θυμίζει τίποτε αυτό;).
Η αντικομμουνιστική εκστρατεία συνδυάστηκε με την ενίσχυση της απήχησης του κυβερνώντος κόμματος μέσω της συστηματικής προβολής του κυβερνητικού έργου. Βασικό μέσο για τη διοχέτευση της κυβερνητικής προπαγάνδας ήταν το Εθνικό Ιδρυμα Ραδιοφωνίας (ΕΙΡ) και το ραδιοφωνικό δίκτυο της γνωστής στους παλαιότερους ΥΕΝΕΔ. Από τον Αύγουστο του 1958 εγκαινιάστηκε ο συστηματικός έλεγχος των εκπομπών πολιτικού και πνευματικού περιεχομένου με την τοποθέτηση μελών της Ειδικής Συμβουλευτικής Επιτροπής στο ΕΙΡ, με αποστολή «την εθνικήν εξυγίανσιν του δημοσίου φρονήματος».
Ο δημοκρατικός Τύπος ως πηγή ενημέρωσης μεγάλου αριθμού Ελλήνων πολιτών βρέθηκε στο στόχαστρο. Προκειμένου να περισταλεί η «ασυδοσία» των κομμουνιστικών και αντιπολιτευόμενων εφημερίδων έπρεπε να ληφθούν μέτρα με αυστηρή εφαρμογή της ποινικής νομοθεσίας σε συνδυασμό με πιέσεις και παροχές. Οπως καταγράφεται στο αρχείο του προέδρου της επιτροπής Τρ. Τριανταφυλλάκου (ΕΛΙΑ), ήδη το 1958 οι επιχορηγήσεις μόνο του υπουργείου Προεδρίας Κυβερνήσεως σε δημοσιογραφικούς οργανισμούς ξεπερνούσαν τα 6,3 εκατ. δραχμές, υπερβαίνοντας τις αντίστοιχες δαπάνες του προηγούμενου έτους κατά 10%. Παρά τις γενναίες ενισχύσεις η κατάσταση στον φιλοκυβερνητικό Τύπο δεν κρινόταν ικανοποιητική, τόσο εξαιτίας της έλλειψης κεντρικής γραμμής και συντονισμού όσο και «λόγω αναπτύξεως υπερβολικών ιδιοτελών αξιώσεων» για οικονομικές παροχές. Η επιτροπή πρότεινε την πύκνωση των επαφών ανάμεσα στα κυβερνητικά στελέχη και τους διευθυντές των εφημερίδων, τη διοχέτευση «διαφωτιστικού» υλικού, τη μυστική χρησιμοποίηση «καταλλήλων δημοσιογράφων» και τη «στοργική» αντιμετώπιση των προβλημάτων του κλάδου. Το 1959 η Προεδρία της Κυβέρνησης απασχολούσε 16 δημοσιογράφους ως υπαλλήλους. Ως «επιδοτούμενοι» καταγράφονταν 26 «εν ενεργεία» Ελληνες δημοσιογράφοι και ξένοι ανταποκριτές στην Αθήνα (ανάμεσά τους οι ανταποκριτές του BBC και της γαλλικής «Le Monde»), καθώς και 13 δημοσιογράφοι στην περιφέρεια. Δεκάδες άλλοι συνεργάτες, κυρίως εκδότες επαρχιακών εφημερίδων και άλλων εντύπων, εισέπρατταν διάφορα ποσά από τα «μυστικά κονδύλια».
Το καλοκαίρι του 1960 κρίθηκε αναγκαίο να τεθεί το σύνολο της προπαγανδιστικής εκστρατείας υπό την εποπτεία του στρατού, μια απόφαση που υπονόμευσε περαιτέρω τους κανόνες του κοινοβουλευτικού παιχνιδιού και στήριξε τον μηχανισμό ενός κατ’ ουσίαν αυταρχικού καθεστώτος. Λίγα χρόνια αργότερα, καθώς η Αριστερά δεν έλεγε να πεθάνει, τα χουντικά τανκς κατέλυσαν ό,τι είχε απομείνει από το δημοκρατικό πολίτευμα.