Οι καταστροφές ως πολιτικό σωσίβιο

Είναι εµφανές ακόµη και σε όσους ενίσχυσαν µε την ψήφο τους πριν από λίγους µήνες την παρούσα κυβέρνηση ότι η χώρα τείνει να περιπέσει σε κατάσταση µόνιµης έκτακτης ανάγκης, µε τη µια καταστροφή να διαδέχεται την άλλη, µε απρόσµενη µάλιστα συχνότητα. Κοινός παρονοµαστής των αλλεπάλληλων συµφορών η ανυπαρξία του κράτους, είτε ως µηχανισµού πρόληψης και αντιµετώπισης καταστάσεων και φαινοµένων είτε ως µηχανισµού αρωγής σε θύµατα και πληγέντες. Ετούτη η εικόνα ανυπαρξίας και διάλυσης δείχνει να είναι δοµική σε βαθµό που να µην εξηγείται απλώς και µόνο από την ανικανότητα της παρούσας πολιτικής εξουσίας σε κάθε βαθµίδα και εκδοχή της: κεντρική κυβέρνηση, τοπική αυτοδιοίκηση, επιµέρους κρατικοί οργανισµοί και φορείς. Προφανώς µια τέτοια κατάσταση οικοδοµήθηκε επί σειρά ετών µε αφετηρία διαχρονικές «στρατηγικές» επιλογές της άρχουσας τάξης και των πολιτικών της εκφραστών.

Θα φανεί παράδοξο το γεγονός ότι η θλιβερή αυτή κατάσταση δεν θίγει το σύστηµα το οποίο την προκαλεί σε βαθµό µη διαχειρίσιµο. Το κράτος καταρρέει, όµως η κυβέρνηση και οι πολιτικές δοµές του συστήµατος δεν φαίνεται να πλήττονται στον ίδιο βαθµό. Αν και οι δηµοσκοπήσεις είναι σπάνιες –ασυνήθιστο αυτό παραµονές εκλογών–, οι τελευταίες είναι κοντά. ∆εν θα ήταν παράξενο το αποτέλεσµά τους –εκτός ίσως από µια ενισχυµένη αποχή– να µη µεταβάλει σηµαντικά το εκλογικό – πολιτικό τοπίο στη χώρα.

Η εξήγηση που δίνεται σε αυτό το φαινόµενο εστιάζεται στην ανικανότητα των προσώπων. Αυτό είναι το πρώτο επίπεδο άµβλυνσης και τελικά διαχείρισης των αντιδράσεων. Η ανικανότητα µπορεί εύκολα να αποδοθεί τόσο στους κυβερνώντες όσο και στους αντιπολιτευόµενους που επιθυµούν να γίνουν κυβερνώντες. Οι τελευταίοι εξάλλου έχουν δώσει δείγµατα ανικανότητας στο παρελθόν. Με τον τρόπο αυτό η συζήτηση επικεντρώνεται στις αρετές ή στα ελαττώµατα ατόµων και οι πολιτικές επιλογές µένουν στο απυρόβλητο.

Το δεύτερο επίπεδο άµβλυνσης των αντιδράσεων και της οργής αφορά το «διά ταύτα». Οι στρατηγικές που προτείνουν οι αντιπολιτευόµενοι πολιτικοί χώροι ελάχιστα διαφέρουν από εκείνους τους οποίους διακονεί και εφαρµόζει η τρέχουσα κυβέρνηση. Το σταθερό υπόστρωµα είναι η προσέλκυση κονδυλίων και η ανάπτυξη διά των έργων – µε τις ίδιες διαδικασίες και τις ίδιες µεθόδους που αποδεικνύονται αφερέγγυες και αναποτελεσµατικές. Η σχετική συζήτηση, αποφεύγοντας την ουσία, επικεντρώνεται στη διαφθορά και την κακοδιαχείριση. Το ζητούµενο λοιπόν, εκτός του ποιος είναι περισσότερο ανίκανος, συµπληρώνεται µε το ποιος είναι λιγότερο ή περισσότερο διεφθαρµένος. Η «ηθική» υποκαθιστά την πολιτική.

Υπάρχει όµως και τρίτο επίπεδο. Καθώς οι συµφορές και οι αποτυχίες διαδέχονται η µία την άλλη, φτάνουµε στο σηµείο τα συµβάντα αυτά να µονοπωλούν και τελικά να υπαγορεύουν την πολιτική ατζέντα. Ετσι λοιπόν οι αντιδράσεις γίνονται αποσπασµατικές και µερικές δέσµιες της συγκυρίας. Οι βαθύτερες στρατηγικές επιλογές που σε τελευταία ανάλυση προκάλεσαν τα συµβάντα µένουν πάλι στο απυρόβλητο. Στην πολιτική, όπως και στον πόλεµο, το βαρύ χαρτί ανήκει σε εκείνον που έχει την πρωτοβουλία – που καθορίζει την ατζέντα. Η τελευταία, όσο καταστροφικό κι αν είναι, ορίζει τους όρους, τα όρια και τον χαρακτήρα της πολιτικής αντιπαράθεσης.

Ετούτες οι «γραµµές ανάσχεσης» εµποδίζουν την πολιτική να αποκτήσει βάθος και ουσία. Αυτό ισχύει και για τους πολιτικούς χώρους που έχουν διαφορετική στρατηγική πρόταση. Αναφέροµαι προφανώς στο ΚΚΕ.